Για το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου
«Ο ευτυχισμένος
Σίσυφος»
εκδόσεις ΑΩ,
2019
γράφει η Κυριακή Αν. Λυμπέρη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr
http://frear.gr/?p=24936
Η ποιήτρια και συγγραφέας Διώνη Δημητριάδου επανέρχεται με
ένα καινούριο ποιητικό βιβλίο, στο οποίο –όπως και για προγενέστερο έργο της
σημειώναμε– είναι εμφανής η στοχαστική διάθεση. Ο βιωμένος χρόνος της και οι
εγγραφές του στην ψυχή, εκ των υστέρων γίνονται αντικείμενο μιας ανασκόπησης
και μιας ταξιθεσίας γεγονότων και εννοιών στο διανοητικό της χώρο.
Σε ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής θα συναντήσουμε
μια αντίθεση, ένα ξερό τοπίο που ξαναγεννιέται και από την άλλη τον κόσμο να
θαμπώνει σαν “γυαλί που μαύρισε η φλόγα”. Αλλά έτσι ακριβώς δεν είναι η ζωή;
Μια χαρά και μια λύπη, μια μαύρο και μια άσπρο. Ο άνθρωπος πορεύεται
γνωρίζοντας μάλιστα το παράλογο του κόσμου, την τελική κατάληξη και η μοίρα του
είναι να συνεχίζει τον αγώνα, να μην εγκαταλείπει. Κι όταν αποδέχεται αυτή τη
μοίρα με ανδρεία και εγκαρτέρηση, ίσως τότε να είναι ευτυχέστερος. Στο γνωστό
έργο του Ο μύθος του Σίσυφου ο Αλμπέρ Καμύ θα μας πει: “Όλη η χαρά του Σίσυφου
βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά
του.” Και παρακάτω: “Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να
γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο”.
Αυτό τον τίτλο λοιπόν O ευτυχισμένος Σίσυφος θα διαλέξει η ποιήτρια για να
ντύσει το βιβλίο, δίνοντας προφανώς τον τόνο και το νόημα που θα ήθελε να
κυριαρχεί στο έργο της και στη ζωή.
Κάποια στιγμή λοιπόν έρχεται η ώρα να καταμετρηθούν οι
απουσίες αυτών που έπαιξαν ρόλο στη ζωή μας, η ώρα του απολογισμού. Συντηρούμε
μνήμες από το παρελθόν, σκιές (μια λέξη που χρησιμοποιεί συχνά) που σαν
πεταλούδες που ζυγίζονται στο φως, υπερίπτανται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενώ τα
πρόσωπα έχουν φύγει. Οι φωτογραφίες κάποτε, ενθύμια άλγους. Η μνήμη των σωμάτων
μάλιστα είναι δεσπόζουσα. Το σώμα του έρωτα και της λαχτάρας, η φλόγα της
επιθυμίας, αλλά και το σώμα της διάψευσης και της φθοράς, το πάσχον, το μερικές
φορές κατακρεουργημένο σώμα. Και οι παρεπόμενες οδύνες της ψυχής η οποία
υφίσταται την κάθε είδους απώλεια. Η ποιήτρια θα ανακαλέσει εικόνες παλαιότερων
γεγονότων του βίου προσπαθώντας κάποτε να τις εξορκίσει ή ακόμα και να τις
καταργήσει, για να ελαφρύνει το άλγος. Και ό,τι δεν αντέχεται, πρέπει να
περιγραφεί γρήγορα και απνευστί, όπως δηλώνει. Θα μας μιλήσει για μια “μικρή
Παρασκευή”, σε αντίθεση προφανώς με τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν το ποιητικό
υποκείμενο αποκαμωμένο από τη θέα του θανάτου, αποφασίζει να παραμερίσει το
θλιβερό του προσωπείο για να “μην τη δούνε και σκιαχτούν/ όσοι ακόμα ελπίζουν”.
Παρόμοια στη θέα του “μικρού σκορπιού” (ό,τι κι αν εννοεί με αυτή την αναφορά,
ασθένεια, θάνατο, συναισθηματικό χτύπημα), αποφασίζει να αναμετρηθεί μαζί του
επιδεικνύοντας θαρραλέα στάση. Ακόμα, ως στάση ζωής, φαίνεται να διαλέγει, όχι
το δρόμο των πολλών, αλλά της δυσκολίας και της διαφοράς, γιατί πιστεύει ότι
“στη λάθος πλευρά του δρόμου/ εκεί η οδυνηρή αλήθεια”. Σε αυτές τις
ανορθοδοξίες φαίνεται να επιμένει αρκετά, όπως φαίνεται και από στίχους
προηγούμενου βιβλίου της. Επίσης θα ανακαλέσει εικόνες του πολιτικοκοινωνικού
κλίματος της νεανικής μάλλον εποχής της, εικόνες αγώνων και δράσεων, ονείρων
και συνθημάτων. Τότε το ατομικό της ποίησης συναντάει το συλλογικό. Όμως μπορεί
οποτεδήποτε να συναντήσει κανείς μπροστά του το θαύμα -αυτό που ο καθένας
θεωρεί σαν θαύμα- αν και συχνά η επαφή ακόμα και του θαύματος είναι οδυνηρή ή
αλλιώς: “το θαύμα γδέρνει”. Ωστόσο δεν υπάρχει συνήθως κάποιος που μας σώζει
την τελευταία στιγμή;
Εκεί εμφιλοχωρεί και η ποίηση. Κάποτε με μια διονυσιακή
μανία ιερή έρχεται να εξάψει πόθους και πάθη και ύστερα πάλι να κλάψει τις
φθορές και τις απώλειες, την απάτη του χρόνου και του θεού. Οι ποιητές
προσπαθούν να αγγίξουν τα τραύματα της ύπαρξης και της ζωής, άλλοι μιλώντας σε
τόνους χαμηλούς κι άλλοι κραυγάζοντας “όπως μπορεί ο καθένας να στομώσει την
πληγή”. Εκεί θα διαβάσουμε το καταπληκτικό “το ποίημα δεν συντροφεύει/…σ’ έναν
καθρέφτη σε οδηγεί…το ποίημα μόνο συντροφεύεται/ διαρκώς αναζητά μια αθώα
ερμηνεία/ γιατί η μοναξιά του είναι αφόρητη”, διότι πράγματι το ποίημα κοιτάζει
στο βάθος της ψυχής του ποιητικού υποκειμένου και περιγράφει τις εσωτερικές
διεργασίες του, αλλά χρειάζεται και να βρει τον αποδέκτη-αναγνώστη που θα προσλάβει
το δικό του νόημα από αυτό. Η ποιητική γραφή -πιστεύει η ποιήτρια- πότε
χρειάζεται λέξεις φροντισμένες και κατάλληλα σμιλευμένες για να αποδώσει όσο το
δυνατόν καλύτερα τις σημασίες, ή άλλοτε πάλι ο ποιητικός αυθορμητισμός μπορεί
να επιφέρει με την πηγαιότητα και το ακατέργαστο του λόγου το ψυχικό και
αισθητικό αποτέλεσμα που αναμένει κανείς από αυτήν. Θα δώσει (ποιητικά) το
παράδειγμα της αγάπης, όπου η γλυκύτητα του συναισθήματος είναι σαν να γράφει
στο χαρτί το ποιητικό υποκείμενο μ’ ένα μολύβι μαλακό, ενώ, όταν αφορά έναν
έρωτα -και μάλιστα προδομένο- η χάραξη του εαυτού είναι σαν να αποτυπώνεται από
μια αιχμηρή ακίδα. “Ποιος είπε ότι αστειεύεται ο έρωτας;/ μα ούτε κι η ποίηση
άλλωστε” θα διαβάσουμε. Φαίνεται μάλιστα να προκρίνει μια κοινωνική λειτουργία
της ποίησης, αφού: “καθώς στα κύματα παραδομένο/ λυγίζει το παγκόσμιο
ιστιοφόρο/ βυθίζεται αύτανδρο/ για μια φορά μονάχα/ να βάλουμε στους στίχους
μας/ των άλλων την κραυγή/ που αδύναμη σε λίγο σβήνει/ τότε ίσως να είμαστε
ποιητές/ για τούτη την πολύτιμη στιγμή/ που γίναμε η φωνή των άλλων”. Ναι, η
φωνή των άλλων είναι ο ποιητής, ακόμα κι αν η ποίησή του είναι προσωπική -θα
έλεγα εγώ- διότι κοινά τα ανθρώπινα. Αρκεί βέβαια η διατύπωση να είναι
επιτυχημένη και να μη χάνεται σε απολύτως ιδιωτικές λεπτομέρειες. Ή με τον
εκφραστικό τρόπο της Διώνης: ”το ποίημα να σταθεί στο ύψος του”.
Θα ήθελα να επισημάνω εδώ ότι η Διώνη Δημητριάδου, αν και
εισήλθε πρόσφατα σχετικά στο χώρο της ποίησης (όχι όμως και της γραφής γενικά),
καθώς το παρόν είναι νομίζω το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο, έχει ήδη μια
αναγνωρίσιμη -αψεγάδιαστη τεχνικά μάλιστα- προσωπική φωνή. Η ποίησή της δεν
είναι τόσο ποίηση των εικόνων, ή ποίηση αφηγηματικού χαρακτήρα, όσο των
στοχασμών και των σκέψεων που είναι ικανές να γονιμοποιούν και τις αντίστοιχες
των αναγνωστών της. Στο πλαίσιο αυτό θα επικοινωνήσει και με το έργο άλλων
στοχαστών εκφέροντας στίχους όπως: “οδός άνω κάτω μια και ωυτή” (Ηράκλειτος),
“το θείον φθονερόν” (Ηρόδοτος) ή και αφορισμούς όπως: “κύκλος τα ανθρώπινα” ή
“τα ταξίδια γυρίζουν πάλι στο ίδιο σημείο”. Η έκφρασή της ευθεία, αδρή και
χωρίς πολλά στολίδια, επιτυγχάνει θεωρώ να δικαιώσει τις διαφαινόμενες
προθέσεις της. Όσο για το χώρο της κριτικής, με τον οποίο ασχολείται ενεργά
επίσης, δεν θα μπορούσα παρά να πω τους καλύτερους των λόγων, καθώς είναι μια
ακάματη εργάτρια που σκύβει πρόθυμα και διαρκώς πάνω στα έργα των άλλων,
ποιητικά και πεζά, με σεβασμό και προσήλωση, συμβάλλοντας με τις φιλολογικές
και άλλες γνώσεις της στην αποσαφήνιση των κειμένων. Ο στίχος της “των άλλων τα
γραφτά/ πάντα εκεί/ πάντα αξημέρωτα/ να μπαίνουν και να βγαίνουν/ στ’ ανείπωτα
δικά μου”, υπονοεί ίσως ακριβώς και την απασχόληση της με την κριτική των
βιβλίων, αλλά κυρίως το ότι γενικά ο ποιητής αντλεί κάποτε τις εμπνεύσεις του
και από τα γραπτά των άλλων.
Στο τέλος αυτού του σημειώματος και έχοντας κατά νου ότι
αρκετοί στίχοι του βιβλίου –εμβόλιμοι ανάμεσα στα υπόλοιπα θέματα– ασχολούνται
με την ποιητική διαδικασία, θα επιχειρούσα την εξής διατύπωση: ένας Σίσυφος δεν
είναι είναι κι ο ποιητής, ή ο άνθρωπος του λόγου γενικότερα, που σηκώνει
αγόγγυστα το βράχο του (την ευθύνη του έργου του), αντλώντας μάλιστα
ικανοποίηση από αυτό; Και με επιμονή και υπομονή προχωρεί ο -αληθινός- ποιητής
στο δρόμο της αλήθειας του.
Κυριακή Αν. Λυμπέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου