Το ιερό δοχείο
της Χλόης Κουτσουμπέλη
Εκδόσεις Θίνες
Ο ιερός μανδύας μιας στερεότυπης
αντίληψης
Τα πιο δυνατά λογοτεχνικά έργα είναι αυτά που «αυθαδιάζουν»,
αυτά που με τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που τους δίνεται λογοτεχνικῇ ἀδείᾳ εισβάλλουν ορμητικά σε
χώρους άβατους, ιερούς ακόμη, και ευθαρσώς διατυπώνουν τη δική τους θέση. Έτσι,
μπορούν να εκλαμβάνονται και ως καινοφανείς ιδεολογικοί χώροι. Αυτή είναι και η
λογοτεχνία που συνήθως ενοχλεί όσους δεν είναι αρκετά δοκιμασμένοι στα παράδοξα
αλλά γοητευτικά παιχνίδια της με τις στερεότυπες αντιλήψεις. Το «Ιερό δοχείο»
της Χλόης Κουτσουμπέλη ανήκει σ’ αυτό το είδος της λογοτεχνίας. Όποιος γνωρίζει
το ποιητικό της έργο, που ανατέμνει την ουσία των αισθημάτων, των ιδεών και των
συμπεριφορών, δεν θα ξαφνιαστεί με το συγκεκριμένο αφήγημα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει προχωρήσει εδώ πολύ βαθιά στον
πυρήνα των καθιερωμένων στερεοτύπων που δομούν τη ζωή μας και συγκρατούν το
κοινωνικό σώμα για να μην καταρρεύσει κάτω από το βάρος των αντιφάσεών του.
Είναι άραγε η φυσική τάξη των πραγμάτων που διατηρεί την ανισότητα των
ανθρώπων, που διαχωρίζει ως προς το φύλο ανώτερους και κατώτερους; Ή μήπως το
πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων βρίσκει τα απαραίτητα δεκανίκια του σε άλλους
χώρους, που πρόθυμα υπηρετούν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα οδηγηθούμε στις ρίζες της στερεότυπης αντίληψης για
τον ρόλο της γυναίκας, για να ανακαλύψουμε πως κάτω από την επιφανειακή ισότητα
δικαιωμάτων υποκρύπτεται ένα παχύ στρώμα καθιερωμένων αντιλήψεων που χτίζει
νοοτροπίες και καθυστερεί την ουσιαστική συμπόρευση των δύο φύλων στις
κοινωνικές δομές. Θα ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα εκείνα που με τον ιερό μανδύα
της άνωθεν αλήθειας έχτισαν σταθερά μέσα στους αιώνες τα θεμέλια των
ανισοτήτων. Σ’ ένα τέτοιο κείμενο ρίχνει το βλέμμα της η Χλόη Κουτσουμπέλη και
ξαναδιαβάζει την ιστορία του κατακλυσμού, του Νώε και της Κιβωτού με μια
διαφορετική οπτική, με ένα παιχνίδι ανατροπής των δεδομένων της πανάρχαιας
αυτής ιστορίας, την οποία συναντάμε με τις παραλλαγές της σε διάφορους
πολιτισμούς και θρησκευτικές παραδόσεις, ως απότοκο της ανάμνησης μιας
παγκόσμιας περιβαλλοντικής καταστροφής. Κοινός τόπος, λοιπόν, για να στηθεί η βάση
μιας κοινής αντίληψης, η οποία με τη σειρά της κατασκευάζει το κατάλληλο
ιδεολόγημα, υποστηρικτικό της αδικίας και της ανισότητας. Με ιερά θεμέλια, άρα
δύσκολα αμφισβητήσιμα. Όπως, όμως είπαμε, η λογοτεχνία πατάει ελεύθερα ακόμη
και σε τέτοιους τόπους και προτείνει με θάρρος αλλά και με θράσος μια άλλη
οπτική.
Με την
παρέμβαση της λογοτεχνικής γραφής, με την άδεια που παίρνει κάθε φορά ο
συγγραφέας, όταν θελήσει να αλλοιώσει τα παραδεδομένα, παρακολουθούμε την
ιστορία της Κιβωτού που πλέει στον πλημμυρισμένο παλαιό κόσμο για να διασώσει
τα όντα του πλανήτη και να οριοθετήσει την απαρχή ενός νέου κόσμου, αθώου των
ανομιών του παλαιού. Έτσι εδώ έχουμε μια μικρή (καθόσον αφορά μόνο ένα πρόσωπο)
διαφοροποίηση των ατόμων που επιβαίνουν στην κιβωτό μετά από τη θεϊκή απόφαση.
Η γυναίκα του Νώε, η Εμζάρα, εγκαταλείφθηκε πίσω ως ανίκανη πλέον (λόγω
ηλικίας) να τεκνοποιήσει, και στη θέση της ο Νώε επιβίβασε στη σωστική Κιβωτό
του τη νεαρή Σιγκάλ, γεγονός που προξενεί τα εχθρικά συναισθήματα των υπολοίπων
ανδρών και γυναικών. Πώς να συμβιβαστούν με την ιδέα αυτή οι γιοι της νόμιμης
συζύγου του Νώε; Από τη μια φθονούν τη θελκτική επιλογή του πατέρα, που αποκλείει φυσικά τους
ίδιους, και από την άλλη ο νους τους είναι στη μητέρα τους, που εγκαταλείφθηκε
πάνω στο πιο ψηλό δέντρο με την απατηλή ελπίδα ότι θα διασωθεί. Αλλά και πώς να
δεχθούν οι νύφες του Νώε την παρουσία αυτής της νεαρής, προκλητικής, χυμώδους
συντρόφου του πατριάρχη τους, τόσο διαφορετικής από τη δική τους μαραμένη
ομορφιά; Το κλίμα είναι πολύ αποθαρρυντικό για τη νέα σύντροφο του γηραιού Νώε.
Η Σιγκάλ θα
αποφασίσει να εκμυστηρευτεί το πώς νιώθει σ’ αυτήν που αισθάνεται να είναι πιο
κοντά της, την προκάτοχό της, σύζυγο του Νώε, την Εμζάρα. Το γεγονός ότι αυτή
ποτέ δεν θα διαβάσει αυτά τα γράμματα την αφήνει αδιάφορη. Θέλει να ελπίζει ότι
με κάποιο μαγικό τρόπο τα δύο γαλάζια γαλόπουλα, που επέλεξε ως κομιστές, θα βρουν τον δρόμο πάνω από τον πλημμυρισμένο
κόσμο. Παρενθετικά εδώ να πούμε ότι η Χλόη Κουτσουμπέλη ξεκαθαρίζει μια και
καλή το φλέγον ερώτημα γιατί στον σύγχρονο κόσμο δεν διασώζεται ούτε για δείγμα
αυτό το υπέροχο είδος. Απλούστατα, τα δύο μοναδικά γαλάζια γαλόπουλα
μεταμφιέστηκαν για τις ανάγκες της επικοινωνίας σε ταχυδρομικά περιστέρια κι
έτσι χάθηκαν ως είδος δια παντός! Η λογοτεχνία είναι ευφυής
στις ερμηνείες της, το γνωρίζουμε αυτό καλά.
Το εύρημα της
συγγραφέως να γράφει η νεαρή Σιγκάλ γράμματα στη γυναίκα του Νώε, μας επιτρέπει
να διαβάζουμε μέσα σ’ αυτά την ψυχή της και τη σκέψη της, έτσι όπως μεταπηδά
από την έκπληξη στην αμηχανία και έπειτα στην απόγνωση, ανακαλύπτοντας ότι η
σωτηρία της είναι συνυφασμένη με την υποδούλωσή της στις ορέξεις του αρσενικού
κυρίαρχου. Πώς, αλήθεια, αντιλαμβάνεται τη θέση της; Θα γράψει στην Εμζάρα:
Απόφαση του Θεού και του Νώε, αυτοί οι
δύο άντρες παίρνουν τις αποφάσεις.
Στη συνείδηση
της νεαρής γυναίκας η ταύτιση των δύο προσώπων είναι αυτονόητη, σ’ έναν κόσμο
που δέχεται τη φυσική (όπως διακηρύττει) τάξη του ανώτερου αρσενικού και του
κατώτερου θηλυκού, και όπως είναι αναμενόμενο κατασκευάζει αρσενικό και το
πρόσωπο του Θεού που διαφυλάσσει αυτή την τάξη. Ήδη έχει ειπωθεί το μέγιστο. Η
ιστορία θα μπορούσε να σταματήσει εδώ, έχοντας δείξει πού πρέπει να εστιάσει ο
αναγνώστης, προκειμένου να κατανοήσει τη ρίζα του κακού. Ευτυχώς η Χλόη Κουτσουμπέλη
δεν σταμάτησε εδώ, αλλά συνέχισε την ιστορία βοηθώντας μας να εμβαθύνουμε στην
ψυχολογία της γυναίκας γενικότερα αλλά και ειδικότερα. Στην ψυχολογία της
Σιγκάλ, αυτής της εκλεκτής, της επιλεγμένης με τα κριτήρια της νεαρής ηλικίας και
της συνακόλουθης γονιμότητας - χρησιμότητας, αλλά και στην ψυχολογία των άλλων
γυναικών που επιβαίνουν στη σωτήρια
Κιβωτό. Αυτές ως δείγματα θα οδηγήσουν στη γενίκευση των διαπιστώσεων. Ο ρόλος
της γυναίκας που ακολουθεί ως νέα σύντροφος τον Νώε είναι προδιαγεγραμμένος. Θα
τεκνοποιήσει, θα είναι το ιερό δοχείο
που θα φέρει στον νέο κόσμο την ελπίδα της ανανέωσης, της νέας ηθικής πάνω στα
συντρίμμια όλων των παλαιών, που πια κρίθηκαν ανάξια διαιώνισης.
Έρχεται, έτσι,
αναπόφευκτα στο μυαλό μας η ωφελιμιστική έννοια της χρησιμότητας, η οποία με
την αλάνθαστη τάχα λογική της επιλέγει και διακρίνει τους χρήσιμους από τους
άχρηστους. Υπό αυτή την έννοια ακριβώς η υπερήλικη γυναίκα του Νώε ήταν
καταδικασμένη να πνιγεί, όταν τα νερά θα κατέκλυζαν τον κόσμο, και στη θέση της
φυσικῷ τῷ τρόπῳ θα σωζόταν η νέα και
σφριγηλή δεκαοχτάχρονη Σιγκάλ. Ο παλαιός κόσμος έχει ξεκαθαρίσει τους
λογαριασμούς του με τις ενοχές. Το χρήσιμο καθίσταται και ιερό. Μια αντίληψη
που σαρώνει τις όποιες αμφιβολίες τρέφει, ωστόσο, και η γυναίκα του κόσμου
αυτού: Άλλωστε αυτό συνάδει απολύτως με την κοινή αντίληψη, την οποία εκφράζει
εδώ η νεαρή Σιγκάλ.
Σκέφτομαι και φαντάζομαι πολλά, αλλά
δεν τα λέω στον Νώε, τα θεωρεί χαζά και με αποπαίρνει. Δεν του αρέσει η
φαντασία στη γυναίκα. Ο Θεός δεν την προόρισε ούτε να φαντάζεται, ούτε να
σκέφτεται πολύ, λέει. Αυτό είναι δουλειά του άντρα. Η γυναίκα είναι πλασμένη
για να κυοφορήσει την νέα ζωή, αυτό είναι το αξιοθαύμαστο έργο, που έχει να
επιτελέσει σ’ αυτή την γη.
Έχει ιδιαίτερη
σημασία το γεγονός ότι αυτά τα λόγια τα εκφέρει η εκπρόσωπος της νέας γενιάς, αυτή που θα κυοφορήσει τη νέα ζωή μέσα στον νέο κόσμο. Όταν μετά το υδάτινο ταξίδι των σαράντα ημερών η Κιβωτός
θα βρει στέρεο έδαφος και θα αρχίσει η ζωή να κυλάει πάλι φυσιολογικά, τι
αλήθεια περιμένουμε να δούμε; Υπάρχει περίπτωση με τα παλαιά υλικά να χτιστεί το
καινούργιο; Πόσο σταθερές έμειναν οι αντιλήψεις των ανθρώπων; Ο νέος κόσμος
χτίζεται στα ασφαλή χνάρια του παλαιού; Δικαιολογημένα θα αναρωτηθούμε πόσο
νέος θα είναι αλήθεια αυτός ο κόσμος, έτσι όπως θεμελιώνεται πάνω στις πιο
παλιές και αναχρονιστικές αντιλήψεις:
Για πρώτη
φορά δίπλα σ’ αυτόν τον άντρα νιώθω χρήσιμη και σημαντική.
Όσες φορές
αναρωτηθήκαμε για τη διαιώνιση της ανισότητας των δύο φύλων, στραφήκαμε στον
κυρίαρχο ρόλο της αντρικής υπεροχής, στην εγγενή αντίληψη περί αντρικής
ανωτερότητας που καθορίζει το χτίσιμο των κοινωνιών από την επιβολή της
Πατριαρχίας και εξής. Κι όμως, ο ρόλος των γυναικών ως προς τη μακροημέρευση
αυτής της αντίληψης είναι κυρίαρχος. Η Χλόη Κουτσουμπέλη με το αφήγημά της μας
πήγε πολύ παλιά, μας έδειξε τον αρχέγονο χαρακτήρα των στερεοτύπων, κυρίως
εντόπισε τον ρόλο της ίδιας της γυναίκας στη διαιώνισή τους. Γατί, πώς μπορεί
να αλλάξει αυτός ο κόσμος, αν αυτή δεν συνειδητοποιήσει πως η τάξη της
ανισότητας συνιστά ακριβώς το αντίθετό της, δηλαδή την αταξία; Όσο με την
αποδοχή των καθιερωμένων αντιλήψεων συντηρεί το ιδεολόγημα της αντρικής
ανωτερότητας, ακόμα και η νεαρότερη εκπρόσωπος του φύλου της, μπορεί στην
πραγματικότητα κάτι να αλλάξει; Δεν είναι περίεργο που προκύπτουν αυτά τα
ερωτήματα μετά την ανάγνωση. Όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με τόσο
στερεοτυπικές αντιλήψεις, ίσως δεν αρκεί η μυθοπλασία της για να φωτίσει τις
σκοτεινές γωνίες. Πόσο περισσότερο, όταν αναμετριέται με έναν παμπάλαιο μύθο. Ο
ρόλος εδώ του ενεργού και σκεπτόμενου αναγνώστη καθίσταται σημαντικός. Πήρε τη
σκυτάλη της σκέψης για να προχωρήσει.
Μήπως, όμως, μια αμυδρή ελπίδα διαφοροποίησης των δεδομένων
αυτών συνιστά η απρόσμενη σιωπηλή “συνωμοσία” των γυναικών της Κιβωτού, σε μια
καθοριστική στιγμή που όλα κρίνονται; Όταν ο Νώε θα επιθυμήσει ξαφνικά να
γευτεί γαλάζιο γαλόπουλο, και φυσικά αυτά θα είναι άφαντα, μια που ταξιδεύουν
ως γραμματοκομιστές, τότε οι γυναίκες της Κιβωτού θα επιβεβαιώσουν τις υποψίες
τους για μια κρυφή επικοινωνία της Σιγκάλ με τον έξω κόσμο. Ωστόσο, θα την
καλύψουν με τη σιωπή τους. Θα μπορούσε κάτω από αυτό το πρίσμα να θεωρηθεί
ελπιδοφόρο το μήνυμα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου; Ας μη μας
διαφεύγει ακόμη ότι η νεαρή Σιγκάλ καταφεύγει στη γηραιά προκάτοχό της σε μια
πηγαία ανάγκη της να μιλήσει σε σύμμαχο-γυναίκα που μπορεί να την καταλάβει, πολύ
σοφότερη και πιο έμπειρη όπως είναι τόσα χρόνια μέσα στην υποδούλωση. Κι ας μην
την ακούει, κι ας μη διαβάσει ποτέ τις σκέψεις της. Η ουσία εντοπίζεται στην
ανάγκη της να μιλήσει και να δείξει το σημείο συνειδητοποίησης στο οποίο η ίδια
βρίσκεται. Άλλωστε, το πρώτο βήμα για την οποιαδήποτε αλλαγή στα παραδεδομένα
κακώς κείμενα παραμένει σταθερά ακριβώς σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση της
κατάστασης. Κατόπιν θα δούμε τα επόμενα βήματα στην εύρεση των φυσικών συμμάχων
και στον καθορισμό των ορίων που πρέπει να υπερκερασθούν.
Δεν μπορεί να
μείνει ασχολίαστος και ο τίτλος του αφηγήματος. Αυτό το ιερό δοχείο φτιάχνει ίσως συνειρμό με το ιερό δισκοπότηρο της χριστιανικής παράδοσης, που η αναζήτησή του συνιστά μια προσπάθεια
του ανθρώπου να αναπλάσει τον κόσμο του μέσα από την ερμηνεία του μυστηριακού
και υπερβατού, το οποίο συχνά ταυτίζεται με τη γυναικεία υπόσταση. Μια μετάδοση
ζωής μέσω καταπάτησης του παλαιού και ανασύστασης του κόσμου. Μπορεί να είναι
απλώς ένας συνειρμός που κι αυτός ἀναγνωστικῇ ἀδείᾳ
προκύπτει. Μπορεί και με τις συνδέσεις αυτές να πήγαν τα πράγματα λίγο πιο πέρα
από αυτά που ίσως η συγγραφέας να ήθελε με τη γραφή της. Να προσμετρήσουμε κι
αυτό το άνοιγμα της σκέψης στα θετικά του συγκεκριμένου έργου.
Οπωσδήποτε πρόκειται
για ένα πρωτότυπο στη σύλληψή του αφήγημα που μιλάει για τη διαχρονική μοίρα
των ανθρώπων μέσα από την παλαιότερη ιστορία. Που συγκινεί με την παράλληλη
μοίρα των δύο γυναικών, με τη μία να σώζεται υποδουλωμένη και την άλλη να
χάνεται απελευθερωμένη. Με μια καλαίσθητη έκδοση, που φροντίζει και από το
εξώφυλλο ακόμη να μιλήσει για το θέμα του βιβλίου, έτσι όπως η εικόνα της
Μιχαήλας Καπασκέλη συμπληρώνει το νόημά της με μια δεύτερη στο οπισθόφυλλο. Ένα πολύ σύντομο στην έκτασή του γραπτό. Ίσα
για να μας πει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Κοινότοπο; Ίσως όχι, γιατί
είπαμε πως το πρώτο βήμα για την οποιαδήποτε αλλαγή είναι η συνειδητοποίηση της
κατάστασης των πραγμάτων. Η λογοτεχνία επιτελεί κάποιο σημαντικό έργο, όταν μας
καθιστά αυτή την πραγματικότητα σαφή. Κάτι το οποίο εμφανίζεται με σαφήνεια,
μπορείς καλύτερα να το αντιμετωπίσεις. Με την εύγλωττη και περιεκτική συντομία
του το βιβλίο αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να
εντοπίσεις την αλήθεια των πραγμάτων. Μια εύστοχη και ευθύβολη ματιά
χρειάζεται, η οποία θα αποδοθεί στον γραπτό λόγο με μια καλή πένα, και με τον
ευφυή χειρισμό του αρχαιότατου αυτού μύθου θα αποσείσει για λίγο τον θεϊκό μανδύα.
Τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλυφθεί η ρίζα της στερεότυπης αντίληψης. Και
αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί μικρό επίτευγμα για τη λογοτεχνία.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου