Τα σονέτα προς τον Ορφέα
δίγλωσση
έκδοση
Rainer Maria Rilke
μετάφραση και επιλεγόμενα
Γιώργος Κεντρωτής
εκδόσεις Gutenberg
το λυρικό τραγούδι
της θνητότητας
Πενήντα πέντε σονέτα (στην
ουσία μια ενιαία σύνθεση) γραμμένα τον Φεβρουάριο του 1922, συνέθεσε ο Rilke απευθύνοντας
τον λόγο στον μυθικό Ορφέα, «ως επιτύμβιο για τη Βέρα Ουκάμα Κνόοπ», όπως αναφέρει
η αφιέρωση του ποιητή. Η νεαρή χορεύτρια πέθανε από λευχαιμία στα δεκαεννέα της
χρόνια. Το γεγονός ότι απευθύνεται στον Ορφέα επιτρέπει τη σύνδεση με τον μύθο
της κατάβασης στον Άδη, ωστόσο ο Ρίλκε εμφανίζεται εδώ με το ορφικό προσωπείο,
προκειμένου να υμνήσει/θρηνήσει τη δική του Ευρυδίκη· αυτός, ως ποιητής, να
επιχειρήσει την προσωπική του κατάβαση στα σκοτεινά μέρη για να καταξιώσει εν
τέλει την ταπεινή θνητότητα ως μόνη δυνάμει πραγματικότητα. Άλλωστε ο Ρίλκε
θεωρούσε τον θάνατο μια φυσική συνέχεια της ζωής, μια υποστήριξη/επιβεβαίωση
αυτής ακριβώς της θνητότητας. Πέρα από
τη διαφαινόμενη θεματική των σονέτων αυτών, όμως, ας επισημανθεί η αυτονόητη
εστίαση στην Τέχνη ως ιδέα, ουσία και
μορφή, καθώς ο ποιητής αυτή την ίδια οδηγεί ως τα σκοτεινά και άφεγγα του Άδη,
στην άλλη μορφή της ζωής δηλαδή, για να την επαναφέρει κατόπιν, με τη δόξα που
της αρμόζει, στο φως. Εν προκειμένω η «μούσα» του, η νεαρή άτυχη κοπέλα,
έχοντας την τέχνη συνυφασμένη με τη σύντομη ζωή της, τον καθοδηγεί να ενδυθεί
τον ορφικό μανδύα και να συνθέσει τα σονέτα του ως ύμνο στη ζωή και στην τέχνη
ομοίως. Μια επιπλέον παράμετρος ερμηνείας του έργου αφορά την προσωπική του
πορεία προς την ασθένεια και τον θάνατο, οπότε αποκτά το έργο μια ακόμη πιο
προσωπική διάσταση, με τον Ορφέα να μην αποτελεί μόνο το αναγκαίο ποιητικό
ένδυμα αλλά και το προσωπείο που του επιτρέπει την επίσκεψη στην άλλη όχθη, τον
μη ορατό τόπο της ζωής. Πολυεπίπεδη η
ποίηση εδώ απαιτεί από τον αναγνώστη, όπως επισημαίνει εύστοχα και ο
μεταφραστής στον πρόλογό του, την προσωπική διείσδυση, άρα και ερμηνεία.
Η έκδοση συνοδεύεται από δύο κείμενα του μεταφραστή Γιώργου Κεντρωτή, το ένα προλογικό και το άλλο επιλογικό, στα οποία θέλω να σταθώ, καθώς προσφέρουν, πέρα από μια πολύτιμη αναγνωστική, ας επιτραπεί ο όρος «καθοδήγηση», μια προσέγγιση πολύ ενδιαφέρουσα στο πολύμοχθο μεταφραστικό εγχείρημα. Η ιδιομορφία της ποιητικής φόρμας του Ρίλκε (με τη μετρική των σονέτων να ποικίλλει), αντιμετωπίστηκε με τόλμη από τον μεταφραστή, που προτίμησε την ομοιομορφία μέσω των ιάμβων (από δεκατρείς ως δεκαεννέα συλλαβές) αντί της πολύμορφης μετρικής του πρωτοτύπου, προκειμένου να αποδοθούν τα σονέτα με πιο οικεία μορφή στην αναγνωστική πρόσληψη ακολουθώντας τους κανόνες του ελληνικού προτύπου για τα σονέτα. Αλλά και ως προς την απόδοση των εννοιών καταφεύγει σε μια μεταφραστική οδό που, χωρίς να απομακρύνεται από την ουσία του αρχικού κειμένου, μετέρχεται μεταφραστικές επινοήσεις που υποβοηθούν την κατανόηση, γιατί αλλιώς κινδυνεύει ο αναγνώστης (όπως και ο μεταφραστής άλλωστε) είτε να εγκλωβιστεί σε μια στεγνή κυριολεξία ή να χαθεί σε ένα πέλαγο ακατανοησίας. Ενδεχομένως το συγκεκριμένο μεταφραστικό εγχείρημα να μην είναι μόνο μια σύγχρονη απόδοση στην ελληνική γλώσσα της εμβληματικής σύνθεσης του Ρίλκε, αλλά ταυτόχρονα ένα εν συνόψει εγχειρίδιο, χρήσιμο «προς ναυτιλομένους» στο πέλαγο της επίπονης απόδοσης/μετάφρασης. Κατ’ ουσία μια τολμηρή πρόταση που καταδεικνύει τα όρια του μεταφραστικού εγχειρήματος καταξιώνοντάς το ως μορφή δημιουργίας και αυτό.
Αποσπάσματα
Ω φίλε σιωπηλέ των παμπληθών
περάτων, πιάσε/να νιώσεις πόσο η ανάσα σου τον χώρο μεγαλώνει/κι άλλο. Άσε
εκεί, στο ζοφερό καμπαναριό, ναι, άσε/ξανά ήχος ν’ ακουστεί. Ό,τι τρώγοντάς σε
επιβιώνει//με τούτη την τροφή θα γίνει δύναμη, εξουσία./Μπαινόβγαινε στη
μεταμόρφωση έτσι όπως είναι./Για σένα η πιο οδυνηρή ποια είναι η εμπειρία;/Κι
αν το να πίνεις σού ’ναι πια πικρό, οίνος τότε γίνε!//Στην άμετρην ετούτη νύχτα
(ποιος να τη μετρήσει;…)/αλκή στο σταυροδρόμι των αισθήσεών σου, ωραίο/να ’σαι
αίσθημα, όπως συναντιούνται αποκόσμως ή με//αλλοκοτιά. Κι αν ό,τι χθόνιο σ’
έχει λησμονήσει,/στης γης τα χώματα τ’ ακίνητα πες τούτο: ρέω./Μα και στα γρήγορα νερά απευθύνσου και πες: είμαι. (ΧΧΙΧ, σελ. 163)
[…] τα πάντα είναι ζ ή τ η μ
α μ ε θ ό δ ο υ! Και η μέθοδος επιτάσσει
να ακούσεις το τραγούδι των Σειρήνων, το τραγούδι του Ρίλκε – να το ακούσεις
και να χορέψεις στη μουσική του. Το πώς θα το ακούσεις και το πώς θα
επεξεργασθείς, θα ερμηνεύσεις και θ αποτυπώσεις μουσικοχορευτικά ό,τι άκουσες
θα ορίσει και τ ο τ ι μ ι μ η τ ι κ ώ ς ε π α ν έ λ α β ε ς μ έ σ α
σ τ ο ν χ ρ ό ν ο: παναπεί, με λιγότερα λόγια, το μ ε τ ά φ ρ α σ μ
ά σου. Και είναι, βέβαια, γνωστό ότι δεν
ακούνε όλοι τα ίδια πράγματα και με τον ίδιο τρόπο… (από τα Επιλεγόμενα, σελ,
182)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου