ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα! Ποιος διάολος
είναι νυχτιάτικα; Και επιμένει· δέκα φορές χτύπησε το τηλέφωνο, το ’κλεισε και
ξαναχτυπάει αμέσως μετά.
-Γύρισες; Πήρα πριν λίγο και στο γραφείο
και δεν σε βρήκα...’ Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα ώσπου να καταλάβω ακριβώς τι
άκουγα. Δεν είναι δυνατόν…
-Ποιο γραφείο Νίκο μου· νυχτιάτικα;
-Τι…’ Ένας ρόγχος, ένα λαχάνιασμα, κάτι
αναφιλητά, σάλια, δάκρυα.
-Πού είσαι Νίκο; Τι κάνεις τέτοιαν ώρα;
-Σπίτι είμαι· στην κάμαρή μου... Τσίμπησα
πριν λίγο κάτι για μεσημέρι…’ Κι άλλο υγρό αναφιλητό με σάλια· μπορεί και μύξες.
-Νίκο· με θες κάτι τώρα;
-Όχι, καλά είμαι… Να τα λέγαμε…
-Αύριο πρωί, να έρθω από εκεί;
-Αύριο;
-Αύριο το πρωί.
-Το πρωί…
-Ναι· αύριο το πρωί, θα έρθω από εκεί.
Άντε, κοιμήσου τώρα.
-Το απόγεμα θα πας στο γραφείο;
-Ποιο απόγευμα Νίκο; Όχι· εδώ θα είμαι.
Κοιμήσου τώρα.
-Εκεί θα είσαι…
-Ναι, αύριο το πρωί θα τα πούμε.
Καληνύχτα!
-Καλό ξημέρωμα…
* * *
Από τότε που πέθανε η μάνα, ο Νίκος όσο
περισσότερο προσπαθούσε να κρυφτεί τόσο γινόταν πιο διάφανος. Όχι πως δεν ήξερε
κανείς, τριάντα χρόνια τώρα, ότι ο Νίκος και η μάνα είχανε σχέση οι δυο τους· μα
γιατί ο ίδιος, μετά τον θάνατό της, δεν μπορούσε να υποκρίνεται πια με την
ίδιαν άνεση, παριστάνοντας τον αδιάφορο τρίτο· παρουσιάζοντάς την άλλοτε σαν
γειτόνισσα, σαν οικογενειακή του φίλη κι άλλοτε σαν συνεργάτιδα. Κατά καιρούς
την είχε παρουσιάσει και σαν γραμματέα του! Αν είναι δυνατόν· ακόμα κι αυτό
είχε σκαρφιστεί, μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί ποτέ πως ήσαν εραστές,
τριάντα χρόνια. Τριάντα και δύο· ούτ’ ένα λιγότερο. Και να πεις πως είχε μαζί
μας κάποιο κώλυμα και ντρεπόταν ειδικά εμάς; Ούτ’ ο αδελφός μου ούτ’ εγώ, νιώσαμε
κάτι αρνητικό για εκείνον. Η μάνα τότε σταμάτησε τα μαύρα κι άρχισε να βγαίνει
έξω. O μικρός ήταν πανευτυχής που έλειπε συχνά και
μπορούσε να καπνίζει κρυφά, σαν αράπης απ’ τα δώδεκα, τα τσιγάρα που τής έκλεβε
κι εγώ, στα δεκάξι, ήθελα να λείπει ακόμα συχνότερα, για να τριγυρνώ με τους
φίλους μου.
Απ’ την πρώτη φορά που μας κάλεσε και
τους τρείς στο εξοχικό του και μυριστήκαμε πως κάτι τρέχει ανάμεσά τους και την
τριγύρναγε σαν καυλωμένος γάτος, εμείς οι δυο δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Ίσα-ίσα: Ο μικρός ήταν ενθουσιασμένος που ο Νίκος είχ’ ένα σωρό σφεντόνες και
ντουφέκια και μπορούσε να κάνει σκοποβολή στον κήπο, κι εγώ το ’βλεπα να
’ρχεται· πως όλο και κάποιο κορίτσι των ονείρων μου, θα περνούσε όπου να ’ναι μέσ’
απ’ τη χούφτα στο κρεβάτι μου. Ποιο ήταν το πρόβλημα λοιπόν; Τι σόι καυτοί, πηχτοί,
φαρμακωμένοι χυμοί είν’ αυτοί; Φριχτή, βρώμικη, ταγκιασμένη λίγδα που δεν καθαρίστηκε
ποτέ σωστά, ούτε κάηκε ποτέ. Μολυσμένος καπνός που απλώνεται παντού στις
φλέβες, θολώνει τον νου και μαγαρίζει τη ζωή ολάκερη απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα· δεν το ’νιωσα ποτέ· ακόμα και τώρα που περπατάω στην πέμπτη
μου δεκαετία.
Θλιβερή περίπτωση τελικά ο κύριος Εφέτης,
που λες και κυκλοφορούσε παντού δεμένος μαζί με την έδρα του και ορκιζόταν συνέχεια
στον Βασιλέα, στον Χριστό και στη μαμά του. Σ’ εκείνη κυρίως· που το πορτραίτο
της το είχε κρεμασμένο πάνω απ’ το κρεβάτι του. Τώρα, τι σόι ζευγάρι ήσαν δυο
τους, και πόσο τής άρεσε τής μάνας αυτό, στα σαράντα της· είναι άλλη ιστορία…
Η μεγάλη της αδελφή πάντως, η θεία Έλλη,
που είχε καταλάβει αμέσως τι συμβαίνει, τής έδειχνε με κάθε τρόπο ότι όλα είναι
καλά και δεν έχει κανένα λόγο να κρύβεται. Εμείς οι δυο πάλι, όπως είχαμε
ξεκινήσει, έτσι και συνεχίζαμε· κι όσο μεγαλώναμε, τόσο περισσότερο δείχναμε τη
στάση μας. Με τη μάνα το είχαμε συζητήσει αρκετές φορές εντελώς ανοιχτά πια και
τής δείχναμε πάντα πως η παρουσία τού Νίκου στη ζωή της ήταν για μας δεδομένη, κι
όχι μόνο δεν μας ενοχλούσε μα τη θεωρούσαμε και κάτι θετικό. Αλλά και στον ίδιο,
καθώς περνούσε ο καιρός, ως φοιτητές, ως νέοι άντρες, μιλούσαμε ανοιχτά -όσο
μας άφηνε- δείχνοντάς του ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει πρόβλημα και πως δεν έχει
λόγο να κρύβεται και να υποκρίνεται. Τίποτα· δώρον άδωρον. Δέκα χρόνια μετά -πενήντα
χρόνων πια η μάνα, εξήντα εκείνος- και το θέατρο συνεχιζόταν έτσι: Ούτε μια
βόλτα, ούτ’ ένα σινεμά, ούτ’ έναν καφέ φανερά δυο τους. Ούτε μια φορά να μην
τσιμπήσουμε κάτι σ’ ένα ταβερνάκι μαζί. Ούτ’ ένα κουτί σοκολατάκια παραπανίσιο·
ένα μικρό δωράκι για εμάς: Γιορτές, γενέθλια, Πανεπιστήμια, πτυχία, στρατός, γάμοι,
γεννητούρια, βαφτίσια· νέα γενιά... Τίποτα! Όσο για διακοπές, ταξίδια, κάποια
κοινωνική ζωή· ούτε λόγος. Κάθε τόσο κλεισμένοι δυο τους, κρυφά, στα δυο του σπίτια
μόνο. Μπορεί να τής άρεσε τής μάνας αυτό, και να ήταν πολύ καλός στο γαμήσι, κι
όλο του το ψέμα και το κράτημα να τα έβγαζε τότε μόνο· στα σκοτεινά, μαζί με τα
ρούχα του.
Μια φορά πάντως που τής το πέταξε αυτό ο μικρός -που δεν ήτανε διόλου μικρός πια- πολύ σκληρά είν’ αλήθεια· εκείνη έβαλε τα κλάματα. Κι ο άλλος δεν σταμάτησ’ εκεί: ‘Ε και τι στο διάολο κάνεις μαζί του τόσα χρόνια; Επειδή αν τον κοιτάξεις καμιά διακοσαριά μέτρα απόσταση από πίσω, απ’ την πλάτη, μέσα στο μούχρωμα, αργά το απόγεμα και σού θυμίζει κάπως τον πατέρα· σού φτάνει αυτό για να ζεις τη ζωή σου έτσι;’ ‘Όχι… Άλλα ήθελα… Εγώ πάντως, ακόμα τώρα, όποτε είμαι λυπημένη, τον πατέρα σας βλέπω πάντα στον ύπνο μου…’ ‘Είσαι άρρωστη· πιο άρρωστη κι απ’ τον Νίκο!’ Μπήκα στη μέση και το πράγμα έμειν’ εκεί.
Κάποια στιγμή, πέθανε επιτέλους η μαμά του· κορακοζώητη. Μα κι αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Το πορτραίτο της πάντα εκεί· πάνω απ’ το κρεβάτι του...
Ούτε, κι όταν τον έκανα κουμπάρο μου, άλλαξε
κάτι: Να μπορούσε ίσως να νιώθει λιγάκι πιο άνετα, να έρχεται στο σπίτι συχνότερα,
να μην κρύβεται παίζοντας την ίδια ηλίθια κωμωδία, να μην υποκρίνεται τόσο. Τίποτα.
Αντίθετα· κι αυτό ακόμη το χρησιμοποιούσε σαν άλλοθι: ‘Να κι ο κουμπάρος μου!
Τι κάνεις ρε κουμπάρε; Α, να και η μητέρα τού κουμπάρου…’ Ο αδελφός μου είδε κι
απόειδε, τράβηξε μια μολυβιά, πήρε τον δρόμο του κι έπαψε τελείως ν’ ασχολείται
μ’ αυτόν. Εγώ κρατούσα μια γέφυρα ανοιχτή και βλεπόμασταν μια στις τόσες· για
τη μάνα κυρίως. Αν και δεν είχα καμιάν ελπίδα πια πως όλη αυτή η ιστορία θα
μπορούσε να πάρει άλλο δρόμο· πως θ’ αφηνόταν επιτέλους η αληθινή ζωή να
ξεμυτίσει από μια μικρή χαραμάδα και ν’ ανασάνει λεύτερη.
Στην κηδεία της δεν είμαι διόλου
σίγουρος πως είχε καταλάβει τι ακριβώς τού είχε συμβεί. Άψογος, τελείως
κρατημένος κι αδιαπέραστος, αδάκρυτος, άφησε μηχανικά ένα ρόδο στο ανοιχτό
μνήμα. Σα να περνούσε μπροστά απ’ το φέρετρο ενός επίτιμου Αρεοπαγίτη· σα να έπρεπε
να πετάξει κι εκείνος ένα λουλούδι στην πίστα.
Δυο μέρες μετά, μού τον έφερε στο
γραφείο πάλι, μιας κι εκείνη τη στιγμή ήμουν μόνος με τον αδελφό μου. Αυτό ήταν
ακόμα χειρότερο: Δεν ξέρω τι έπαθε ο Νίκος, μόλις τον είδε· σα να τού έβαλαν ένα
πιστόλι στον κρόταφο. Πισωπάτησε, και ύστερα κάνοντας δήθεν τον άνετο,
υψώνοντας μάλιστα τον τόνο τής φωνής· ‘Βρε καλώς τον Στέφανο…’ είπε· ‘Καιρούς
και ζαμάνια… Τι κάνεις βρε μικρέ… Τι κάνει η μάνα σου;…’ Η Ιωάννα που έβγαινε διακριτικά
απ’ το γραφείο, μόλις το άκουσε αυτό, κοκάλωσε πάνω στο πόμολο τής πόρτας:
‘Καλά είναι· στο νεκροταφείο, που τής άφησες ένα λουλούδι· δεν το θυμάσαι;’ Κι
ο άλλος κεραυνοβολήθηκε· άσπρισαν τα χείλη του, τρέχανε σάλια, έτρεμαν τα χέρια
του, γουργούρισε άναρθρα η φωνή του, γυρίσαν μέσα τα μάτια του και σωριάστηκε
σαν τσουβάλι στο πάτωμα.
Τι χρειαζόταν τώρα, αυτή η ατάκα τού Στέφανου
στα καλά καθούμενα· τι βλακεία. Όμως, άλλο και τούτο πάλι· τι σόι ερώτηση ήταν κι
εκείνη τού Νίκου; Τι είδους συνειρμός, ποια ανάγκη, ποιο άλλοθι; Να δείξει τι;
Σε ποιόν; Σ’ εμάς τους δύο; Στον έξω κόσμο; Στον εαυτό του; Άκου τι κάνει η
μάνα σου· δυο μήνες μετά τον θάνατό της… Μη χειρότερα… Είδαν κι έπαθαν να τον
συνεφέρουν και να τον πάνε σηκωτό στο σπίτι του.
-Το κτήνος! Δεν ντράπηκε, ογδόντα χρόνων άνθρωπος· κύριος σού λέει… Τι κτήνος… Το κτήνος!... Ακούς εκεί· να παντρευτούμε… Ακόμα δεν σαράντισε η μάνα σου· δεν ντράπηκε, το κτήνος… Το σιχαμένο φίδι, τόσα χρόνια, το κτήνος… ‘Έξω!’ τού φώναξα, ‘Έξω κτήνος· θα βάλω τις φωνές να σηκώσω τη γειτονιά στο πόδι… Έξω έκφυλε… Αστυνομία!.. Ανώμαλε, γεροτράγο· έξω!’… Στεκόταν όρθιος μπροστά στην πόρτα και με κοίταγε σα βλάκας… ‘Έξω, κτήνος!... Βοήθεια!’… Πώς δεν σήκωσα ένα τασάκι να τού το φέρω στο κεφάλι· να πάω φυλακή, τώρα στα γεράματα…
Τι να πω εγώ;
* * *
Πήγα νωρίς· πριν τις οχτώ. Χτύπησα. Δεν απάντησε.
Μ’ έμπασε η κυρία Δέσποινα, που ήξερε πως είναι μόνος κι ανησυχούσε γιατί δυο
τρεις μέρες δεν είχε ξεμυτίσει διόλου. Σταθήκαμε στο κατώφλι, κάνοντας επίτηδες
αρκετό θόρυβο. ‘Δέσποινα εσύ είσαι;’ ακούστηκε από μέσα. ‘Εγώ είμαι κουμπάρε’
φώναξα. ‘Α, εσύ… σε περίμενα…’ ακούστηκε πάλι, κι έγνεψα στη Δέσποινα να μας
αφήσει μόνους.
Έμεινα με την πλάτη κολλημένη στην
εξώπορτα· να συνηθίσω το μισοσκόταδο: Να προχωρήσω τώρα, να τον βρω στο δωμάτιό
του· ή ν’ ανοίξω πριν κάνα παράθυρο να μπει λίγος φρέσκος αέρας; Βρωμούσε
φριχτά εκεί μέσα· μού κοβόταν η ανάσα.
Alea
jacta est:
Ψηλαφητά, απ’ το χολ, έστριψα δεξιά στον μικρό διάδρομο με τον παλιό ξύλινο καλόγερο
και τα κρεμασμένα παλτά. Ακόμα πιο σκοτεινά, κι ο καθαρός αέρας ακόμα πιο
λίγος. Ζαλίστηκα· μ’ έπιασαν απ’ τη μούρη απλυσιά, τσιγαρίλα κι εγκατάλειψη. Δεν
πρόσεξα· σκάλωσε κάπου το σακάκι μου. Πολύ αργά: Το μεγάλο κινέζικο βάζο, έγινε
θρύψαλα. Γαμώ το. ‘Νίκο… πολύ λυπάμαι… το βάζο…’ ‘Άσ’ το να πάει στο διάολο...’
Μπα, κοίτα να δεις αλλαγές· κανονικά θα γινόταν έξαλλος για το βάζο του, θα μού
’κοβε και την καλημέρα.
Ένα ελάχιστο φωσάκι στην άκρη τού άλλου διαδρόμου
με οδήγησε προς στο υπνοδωμάτιο. Πισωπάτησα: Ασφυκτικό, θεοσκότεινο. Ξεπροβάλλοντας
με κόπο μέσ’ απ’ τα σκεπάσματα, άπλωσε το χέρι ψαχουλεύοντας κι άναψε τη λάμπα
στο κομοδίνο δίπλα του. Κι εγώ τότε· αν και απολύτως εκτός χρόνου, κάνοντας αυτόματα
διάφορους πονηρούς κι εντελώς ακατάλληλους συνειρμούς -ολότελα προφανείς και φυσικούς
ωστόσο- αμέσως γύρεψα να συναντήσω το βλέμμα τής μαμάς του πάνω απ’ το κρεβάτι.
Εκεί ήταν πάντα· νεανική ροδαλή κι αειπάρθενος, με το βέλο και τη βεντάλια της.
Μα δεν είχε διόλου φρέσκο αγέρα γύρω, να μας κάνει λίγο κι εμάς· σα λέσι
βρωμούσε ο τόπος. Όλα τα παράθυρα κλειστά και τα ρολά κατεβασμένα. Αποφορά·
φέρετρο ανοιχτό. Κι είχε στάχτες γόπες και ψίχουλα παντού· τριμμένες φρυγανιές,
φλούδια, τσόφλια, μια σακούλα τσιπς, βρώμικες χαρτοπετσέτες, ρολό κουζίνας, δυο
μήλα, κωλόχαρτο, μισό μπουκάλι γάλα, φιστίκια, χυμένο κρασί στο χαλί, ένα ούζο,
δυο κεσέδες, ένα ουίσκι. Και οι λεκέδες εδώ κι εκεί στα σεντόνια· μάλλον δεν
ήσαν καφές ούτε μπύρα. Στάθηκε όπως-όπως ανακούρκουδα πάνω στα μαξιλάρια σαν
κακοχυμένος λουκουμάς· ένας μπόγος με τα χοντρά γυαλιά του, φορώντας τις άλλοτε
μεταξωτές πιτζάμες του, που δεν έκρυβαν και πολλά, απ’ τ’ απόκρυφά του.
-Θέλω να ρυθμίσουμε κάτι…
-Ό,τι θέλεις κουμπάρε· τι να ρυθμίσουμε;
-Η μάνα σου…’
-Η μάνα σου, το αγαπούσε πολύ το σπίτι
στην Πούντα…’ Κι άλλος λυγμός· πιο αφημένος. Πιο δυνατός, πιο κυματιστός, πιο
ανθρώπινος. Έτρεχαν βουβά δάκρυα τώρα κάτω απ’ τα χοντρά μαύρα γυαλιά του. ‘…Θέλω
να είναι δικό σου’…
-Άστα αυτά τώρα. Άλλη φορά. Δεν
χρειάζεται· έχεις τ’ ανίψια σου.
-Όχι, όχι· θέλω…’ Κι άρχισε αργά να
ψαχουλεύει επίμονα, δίπλα του, κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Τράβηξε με το ’να χέρι κάτι
σαν ένα μεγάλο τσαλακωμένο υφασμάτινο τυλιγμένο κουρέλι και μέσ’ από εκεί, με τ’
άλλο χέρι, βρήκε κι ανάσυρε ένα κομμάτι χαρτί. ‘Να: Τα έχω γράψει όλα εδώ.’ Έτεινε
αργά το δεξί, μού έδωσε το χαρτί και στάθηκε όπως πριν, χαϊδεύοντας απαλά με τα
δάχτυλά του το διπλωμένο ύφασμα πάνω στην κοιλιά του, σα γέρος ουρακοτάγκος.
Δεν ήταν διόλου εύκολο να διαβάσω γρήγορα
μέσα στο μισοσκόταδο και στη φριχτή μπόχα, εκείνο το κακογραμμένο σημείωμα·
κατάλαβα όμως άκρες μέσες τι λέει.
-Επέχει θέσιν διαθήκης’ είπε ‘την
οποίαν, δια ευνοήτους, λόγους, πρέπει να έχεις εσύ στην κατοχή σου και να την
δημοσιεύσεις όταν έρθει η ώρα.’ Ήξερε
πολύ καλά τι είχε γράψει, είχε πλήρη συνείδηση· νομικός ήταν, τα είχε
τακτοποιήσει όλα σωστά. Σήκωσα το βλέμμα
και συναντήθηκαν οι ματιές μας.
-Νίκο σού είπα, δεν χρειάζεται· έχεις τ’
ανίψια σου…
-Η μάνα σου…
Αθήνα 28 Μαΐου 2021
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
alexadam48@hotmail.com
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
-‘Γιάννης Χρήστου’,
βιογραφικά (‘Το Τέταρτο’ τ. 3, 1985)
-‘Δώδεκα
και ένα ψέματα’, διηγήματα
(Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)
-‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).
-‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή
τού ομώνυμου έργου τού Ντοστογιέφσκι από τον
Albert
Camus, μετάφραση
(ΚΘΒΕ 1991)
-‘Ο Σιμιγδαλένιος’,
θέατρο - ποίηση (13η έκδοση,
Εστία 1993)
-‘Η πόλη που πρίγκηπάς της είν’
ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant,
μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)
-‘Γιάννης Χρήστου’,
τριάντα χρόνια μετά (Μου.Σ.Α 2000)
-‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).
-‘Οι Δαιμονισμένοι’,
λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council
- Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001)
-‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred
de
Musset, μετάφραση
(Εστία 2003)
-‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Roald
Dahl, μετάφραση
(Άγρα 2004)
-‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση
(Άγρα 2005)
-‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon
Tolstoy,
μετάφραση (Ροές 2007)
-‘Το
τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)
-‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο
- ποίηση (Ίκαρος 2011).
-‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)
-‘Μονομαχία γυναικών’,
θεατρικό Eugène
Scribe, μετάφραση-θεατρική
προσαρμογή ‘Διάχρονο’ 2011
-‘Ίναχος,
ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο
για παιδιά (2η έκδοση, Κάκτος, 2017)
-‘Οι δυο Μαργαρίτες’,
Μ. Λυμπεράκη - Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)
-‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας
άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)
-‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις
και διηγήματα (2η έκδοση, Εκδόσεις Οδός Πανός 2020)
Μεταφράσεις έργων του στο
εξωτερικό:
‘Twelve
and one lies’ Sahitya Akademi 1998, και 2η έκδοση, Samkeleen
Prakashan, New Delhi 1999
‘On Iki
arti Bir Yalan’ IMGE Kitabevi, Ankara 2000
‘Zwölf
und eine Lüge’ Elfenbein Verlag, Heidelberg 2001
‘The
Spiceman’ Ithaka
editions, Melbourne 2004 (Wesley college Student Theater 2011-12)
‘Yeni
Azizler’ IMGE
Öyküler, Ankara 2005
‘Douze et
un mensonges’ Editions Alteredit, Paris 2005
‘Irmikoǧlan’
Albatros
Yayinlari, Istanbul 2005 (Κρατικό Θέατρο τής Τουρκίας 2012-13)
‘Yeni Azizler’ IMGE
Öyküler τ. 4, Istanbul 2005
‘Noyessaying’
ISBN
978-960-93-5016-7/ 2013
‘Der
Lebkuchenmann’ Heidelberg 2014
‘Hayirevet diyerek’ Bence Kitap,
Ankara 2015
‘Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, Berlin 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου