Το τραγούδι των Ινουίτ
διηγήματα
Λίλια Τσούβα
εκδόσεις Βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο Culture Book
Είναι απίστευτο πώς οι μικρές ιστορίες, πολύ καλύτερα
και από μακροσκελείς αφηγήσεις, έχουν τη δύναμη να αποτυπώνουν χαρακτήρες, να
εγκιβωτίζουν μέσα στις λέξεις τους σκέψεις, νοοτροπίες, απηχώντας ταυτόχρονα
και έναν τρόπο ζωής. Ωστόσο, δεν συναντάμε συχνά μέσα σ’ αυτές τη διάθεση να
ανοίξουν το τοπίο τους για να συμπεριλάβουν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους
πολιτισμικές πραγματικότητες. Αυτό συμβαίνει με τη γραφή της Λίλιας Τσούβα, που
επιλέγει στις δεκαέξι ιστορίες της να περιπλανηθεί στον κόσμο μιας διαφορετικής
κουλτούρας κάθε φορά. Τολμηρό το εγχείρημα. Δεν απαιτείται μόνον η σοφή γνώση
των ορίων, ώστε να χρησιμοποιηθούν οι ελάχιστες των λέξεων, χωρίς κάτι να λείψει
από την ουσία της αρχικής ιδέας. Η επιπρόσθετη γνώση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων
λαών και πολιτισμών αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη της γραφής, προκειμένου να
μην πελαγοδρομήσει σε ανούσιες λεπτομέρειες ή να μην καταγραφούν ανακρίβειες. Και
όλο αυτό να κατορθώσει να κερδίσει τον αποδέκτη μέσα στον σύντομο χρόνο της
ανάγνωσης/πρόσληψης.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Τσούβα ανταποκρίνεται άριστα στις παραπάνω προϋποθέσεις. Το ενδιαφέρον εδώ, κατά την προσωπική μου θεώρηση, έγκειται στον τρόπο που το επιτυγχάνει – παράλληλα φυσικά με τις γνώσεις που φαίνεται να έχει. Η διήγησή της προσιδιάζει με τον τρόπο που το παραμύθι προκαλεί ταυτόχρονα την τέρψη αλλά και την παραμυθία, δηλαδή την παρηγοριά – με όποια ετυμολογία και αν επιλέξουμε, είτε ως απευθείας σύνδεση με το αρχαίο παραμυθούμαι, δηλαδή παρηγορώ, είτε ως μεταγενέστερο σύνθετο: παρά τον μύθο, η ουσία παραμένει η ίδια· το παραμύθι εισβάλλει στα διηγήματα με τη δική του μαγεία, τη δική του δύναμη έκφρασης του εξωλογικού. Έτσι, θα δούμε, για παράδειγμα, να ζωντανεύουν οι θεϊκές απεικονίσεις και τα πνεύματα της φύσης μπροστά στη γκέισα Μάικο, και καθώς θα την επισκεφθεί τελευταίος στη σειρά ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου, όλα θα λειτουργήσουν με την αληθοφάνεια ενός παραμυθιού («Μάικο»). Όπως αλλού θα πιστέψουμε ότι η Κράιμχιλντ είναι πράγματι κόρη μάγισσας, που η μητέρα της την επισκέπτεται τα βράδια με τη μορφή γυναίκας/γάτας («Κράιμχιλντ»). Μα και όταν ζωντανεύει μπροστά στη Ματίλντα η δημιουργία του πίνακα του Βερμέερ, πάλι θα πούμε ότι είμαστε μάρτυρες αληθινών πραγμάτων («Ματίλντα»). Και ο Κάρλ που συνομιλεί με τις γυναικείες φιγούρες, κι ας είναι οκτώ αγάλματα, ζει ο ίδιος μέσα σ’ ένα παραμύθι ή η συγγραφική τέχνη του δίνει αυτή τη υπόσταση; («Οι σειρήνες»). Πόσο δύσκολο, αλήθεια, είναι να βρεθείς μέσα στον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, καθώς (όνειρο, μέθη ή πραγματικότητα;) όλα τα πλάσματά του ζωντανεύουν; («Το κορίτσι με το μαύρο άλογο»).
Ακόμα κι όταν οι ιστορίες είναι πιο κοντά σε
ρεαλιστικό επίπεδο παρά σε εξωλογικό, υπάρχει η αύρα του παραμυθιού, ίσως για
να υπενθυμίζει πως ό,τι ζούμε έχει δύο όψεις, αρκεί να είμαστε σε θέση να το
αποδεχθούμε· υπάρχει αυτό που βλέπουμε, αυτό που προσεγγίζουν οι αισθήσεις μας
(απατηλές ενδείξεις συχνά), ωστόσο κάπου εκεί δίπλα υπάρχει αυτό που θα θέλαμε,
αυτό που μοιάζει με όνειρο αλλά ίσως να μην είναι, αυτό που έχει τη δύναμη να
μας εξυψώσει, έστω και λίγο πιο πάνω, από όσα η θνητότητα υπαγορεύει. Στην
τελευταία ιστορία, που δίνει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, «Το τραγούδι των
Ινουίτ», μέσα στον πάγο και την απόλυτη σιωπή του Αρκτικού κύκλου, θα ηχήσει το
κατάτζιακ, το παραδοσιακό τραγούδι των γυναικών της φυλής των Ινουίτ, από μόνο
του ικανό να κατευνάσει όλη την αγριότητα, να διώξει τον κίνδυνο, να σώσει εν
τέλει όποια απροστάτευτη ύπαρξη. Αυτός ο ήχος αγκαλιάζει με τη δική του μαγεία
όλα τα διηγήματα της συλλογής προσφέροντας τον ιαματικό τρόπο του παραμυθιού –
κάτι ανάμεσα σε ό,τι κατανοούμε και σε ό,τι ανερμήνευτο επιμένει να μας
προσκαλεί σε μια άλλη θέα του κόσμου.
Αυτό είναι που επιτυγχάνει η Λίλια Τσούβα με τις δεκαέξι ιστορίες της. Και αν
στις περισσότερες υφέρπει η αίσθηση του θανάτου, ας μη μας διαφεύγει ότι και το
παραμύθι, νοούμενο ως μια πρόωρη καθοδήγηση προς τη σταδιακή ενηλικίωση,
αναπόφευκτα επιλέγει συχνά το δίπολο ζωή-θάνατος, σε μαγικό αντικαθρέφτισμα.
Αποσπάσματα
[…]
Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε κάτι σαν σύρσιμο.
Γύρισε και είδε το μεγάλο ερπετό που μπήκε στο δωμάτιο. Κατάλαβε. Χτένισε τα
μαλλιά της που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους από το άγγιγμα των χεριών. Φόρεσε
το πιο εντυπωσιακό της κιμονό και έμεινε εκεί ως το πρωί που τη βρήκαν
παγωμένη, με πρόσωπο κέρινο. Ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου που την
είχε αγκαλιάσει σφιχτά, έφυγε από το δωμάτιο αργά το μεσημέρι της επόμενης
μέρας, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά να αναδύεται στο φως. («Η Μάικο»,
σελ.12)
[…]
Ήταν καλοκαίρι. 25 Δεκεμβρίου του 2016. Ώρα 11.22,
πρωινή. Ο «σιωπηλός άνθρωπος» Εουχένιο θα περάσει τη νύχτα του στο Εθνικό
Πάρκο. Αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας θα κατευθυνθεί προς το παλαφίτος
του. Τα νερά θα καθρεφτίσουν τη μορφή ενός νέου και στιβαρού άνδρα με ανοιχτές
πλάτες και μέτωπο στενό. Τα μαλλιά του θα πάρουν τις αποχρώσεις τη γαλάζιας
φάλαινας που συναντά συχνά στο αρχιπέλαγος Τσιλοέ. «Τσιλοέ, το νησί των
γλάρων», σελ. 47-48)
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου