Κ.Θ. Ριζάκης: Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Οι εκδόσεις Κουκκίδα, το 2020, χρονιά πανδημικής κρίσης,
προχώρησαν στην έκδοση ενός ιδιαίτερου ποιητικού εγχειρήματος. Και πιο συγκεκριμένα,
προχώρησαν στην έκδοση των ποιημάτων του Κώστα Ριζάκη που περισσότερο φέρουν
την μορφή διαλεκτικής σύνθεσης και όχι συμβατικής ποιητικής συλλογής, έχοντας
τον τίτλο Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις.
Αν και το κείμενο της Λίλιας Τσούβα διαλέγεται με την
ποίηση του Κ. Θ. Ριζάκη, με το ίδιο το σημαίνον
του χώματος ως μήτρας και επίσης ως καταγραφέα ατομικής ιστορίας, συμβάλλοντας
σε μία απόπειρα ερμηνείας, αυτή την φορά από κάποιον αναγνώστη, τότε θα σημειώσουμε
πως εντός του όλου λογοθετικού πλαισίου ενυπάρχουν σημεία που διαφεύγουν προς διάφορες
κατευθύνσεις, κάτι που καθίσταται αντιληπτό όταν φθάνει η στιγμή της ανάγνωσης
των ποιημάτων που περιλαμβάνει η διαλεκτική σύνθεση.
Και σε αυτό το πλαίσιο, δίχως τους όρους της αφομοίωσης,
αλλά αυτού που θα αποκαλέσουμε ως ‘επικοινωνία’ επί τη βάση του ποιήματος, του
λεκτικού σημαίνοντος, ο αναγνώστης μπορεί να προστρέξει πίσω και να προσθέσει
ακόμη και την δική του οπτική σε αυτή της Λίλιας Τσούβα.
Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει
τον ποιητικό λόγο στις θεάσεις (χάριν συντομίας), είναι το ότι ο ποιητής δεν
διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ανάδυση αυτού που θα αποκαλέσουμε ως ‘γνωσιακή
ασφάλεια,’ προσδιορίζοντας εμπρόθετα την ποίηση ως ένα ιδιαίτερο παίγνιο που
συμπεριλαμβάνει εντός της εκπλήξεις, αμφισημίες, χορεία νοημάτων, το ατομικό ως
κάτοπτρο θέασης του γίγνεσθαι και της θέσης του ποιητή εντός αυτού.
Εξ αρχής, η έκπληξη
ως νοηματική κατάσταση και όχι ως ιδιότητα, εμπεριέχεται στην ποιητική γλώσσα η
οποία και ρέει, όντας ανοιχτή σε κοφτές και άμεσες φράσεις και σε
μακρο-περιόδους που εκφράζουν την πρόθεση του ποιητή, όχι να εξομολογηθεί, αλλά,
αντιθέτως, να αφηγηθεί ποιητικά, να δημιουργήσει καταστάσεις ανισορροπίας όπου το
ατομικό δύναται να συναρθρωθεί με το συλλογικό για να αποτραβηχθούν την ίδια
στιγμή, στο εγκάρσιο σημείο όπου η προσέγγιση περί ποιητικής γλώσσας ως κώδικα επικοινωνίας,
προσιδιάζει προς την κατεύθυνση που έθεσε ο Γερμανοεβραίος φιλόσοφος Walter Benjamin.
«Δεν μπορεί να βρει
κανείς καλύτερο παράδειγμα (από την αφασία) για να δείξει πόσο λαθεμένο είναι
να δεις τη γλώσσα σαν εργαλείο… (είναι) εκδήλωση, αποκάλυψη του εσώτερου μας είναι
και του φυσικού δεσμού που μας δένει στον εαυτό μας και τους ομοίους μας».[2]
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γλώσσα και δη η ποιητική γλώσσα,
άλλοτε αμφίσημη και άλλοτε αποκαλυπτική, ανάγεται στο ύψος της ζωτικότητας,
αποκλίνοντας από μία μηχανιστική ή αλλιώς φορμαλιστική θεώρηση, κατασκευάζοντας
εκείνο το υπόβαθρο που θα εγκολπωθεί την έννοια της δημιουργίας, την οποία και καθιστά
σημείο αναφοράς ο ποιητής: «στην πολυσύχναστη γωνιά στάθηκα με τις ώρες πιο κουρελής
κι από τον τελευταίο παρία που ο Θεός τον έπεψε στη γης για λίγη ελεημοσύνη
κανείς δεν καταδέχτηκε μία κλεφτή ματιά μήτ’ οβολός δεν σκέπασε θεατή την απλωμένην
φούχτα, κι όλοι προσπέρασαν μαζί: συνάνθρωποι, δυο μαύρες γάτες τρία σκυλιά κι
ο απ’ ανέκαθεν κακός αν κάτσεις και καλοσκεφτείς πολύ κακός καιρός μου- μόν’
ένα ξεπεσμένο πλην γοργό στο ράμφος περιστέρι τσιμπάει ξεροκόμματο στην
εφεδρεία παρευθύς τής τσέπης κι αργά ν’ απομακρύνεται το 'δανε και οι θλιμμένοι
ουρανοί στην κλίμακα ψωμόλυσσας πτηνών τε κι ασκητών να κατουρά παράπονα βροχής
το ύψος που αποπέμπει -μα η ευλογία σου λοιπόν θα 'ναι Θεέ το ποίημα; νοικοκυρές
τις λέξεις άφθορες θα μου χαρίζεις που το 'να σου πλάσμα εάν πεινά να προσπερνάω
στο άλλο;».[3]
Υπό αυτό το πρίσμα, το ποίημα ‘αδηφάγος δημιουργία,’ φέρει
τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της ποίησης που δεν προοικονομεί κάποιο μέλλον,
ακόμη και το «Μέλλον-Ποίηση», για να παραπέμψουμε στον Σάββα Μιχαήλ, όσο εγγράφεται
στη χρονική σπείρα του παρόντος, με το ποιητικό υποκείμενο να ευρίσκεται εντός
του δημόσιου χώρου, να παρατηρεί και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, να βιώνει,
μεταπλάθοντας το βίωμα σε ποιητική δημιουργία που δεν είναι παρά ‘αδηφάγος
δημιουργία,’ ως και ο τίτλος του ποιήματος δηλοί.
Αναλυτικά και εννοιολογικά, σχηματίζονται ενδιαφέροντα
ζεύγη δίπολων εντός του ποιήματος, τα οποία και είναι τα κάτωθι: Περιπλανώμενος
και «κουρελής», εκεί όπου τα όρια τείνουν προς μία κατάσταση οιονεί
ρευστοποίησης μέσα στην οποία και υπεισέρχεται ο ποιητικός λόγος. Περιπλανώμενος
και πλήθος που διασχίζει τους δρόμους της πόλης, απέναντι στο οποίο δεν μένει αδιάφορος
ο ποιητής. Ανθρώπινα όντα και ζώα όπως σκύλοι
και γάτες (που εδώ συνιστούν τα έμβια όντα.
Ο άρτος, υπό το πρίσμα της συν-δήλωσης που δεικνύει την
στέρηση («ψωμόλυσσα»), με πτηνά και περιπλανώμενους «ασκητές», με τρόπο όμως,
που η εν γένει συνθήκη στέρησης μεγεθυμένη μέσω της χρήσης του όρου «ψωμόλυσσα»,
ήτοι, πείνα, δεν συνδέεται μονοσήμαντα με ό,τι θα ορίσουμε ως έλλειψη: Έλλειψη ζωτικότητας,
έλλειψη ζωής και έλλειψη δημιουργίας.
Είναι αυτή η κατάσταση διαμέσου της οποίας, ο ποιητικός
λόγος αποκτά υπόσταση, ο ποιητικός λόγος εκφραστικές γωνίες, και ο ποιητής το πλαίσιο
του ‘φέροντος’ την λέξη και την αδημονία της να καταγράφει ό,τι είδε, σε μία
εναρμόνιση του αντικρίζειν και του γράφειν σε φόντο πόλης. Είναι αυτό το πλέγμα
που αφήνει να διαρρεύσει ένα διαλεκτικός ζεύγος ποίησης και ιδίως του
ποιήματος, με τον Θεό, δηλαδή την δημιουργία με διττό πρόσημο: Ως αρχή και ως αξία,
που προτού μετασχηματισθεί σε αυταξία, διαπερνά
την κρίση που παραγάγει την συνειδητότητα.
Το ποιητικό ‘πράττειν’
μεταστοιχειώνει, πράγμα ευδιάκριτο προς το τέλος του ποιήματος, θρησκευτικές
αναφορές και εγκλήσεις σε ποιητική ορατότητα, στο λεπτό σημείο όπου το ποίημα προσλαμβάνει
χαρακτηριστικά μίας θρησκευτικής προσευχής με την απεύθυνσή της να είναι τόσο
συγκεκριμένη, όσο και εκτατική: «μα η ευλογία σου θα 'να Θεέ το ποίημα;»,
γράφει χαρακτηριστικά, με την θεϊκή ευλογία, άλλως πως, το ‘δώρο,’ να
εμπεριέχει την λέξη ως την πρώτη ύλη του ποιήματος, την ποιητική δημιουργία ως εσώτερο
στοιχείο αυτο-προσδιορισμού, νοηματοδοτώντας βαθύτερα, χωρίς μοτίβα εσχατολογίας και του ουσιώδους ‘αμήν,’
ώστε να κλείσει αυτό το ιδιότυπο ποίημα-προσευχή, την μορφή της ‘θυσίας’.
Της ‘θυσίας’ της ζωής,
της καλής και ποιοτικής ζωής για εκείνες τις στιγμές αναλαμπής που δύναται να
προσφέρει η ποιητική δημιουργία, για την ζωογόνα διακινδύνευση που ακόμη και
υπό μορφή περιπάτου, συν-διαλέγεται με την οριακότητα, για τις «άφθορες» λέξεις
οι οποίες, όντας ουσιώδες κομμάτι του ποιήματος, δια-μοιράζονται ωσάν ευλογία.
Όπως ευλογία είναι και η ποιητική δημιουργία, το ποίημα
ως συμβάν διάρρηξης του χώρου και του χρόνου. Για τον ποιητή, δεν αρκεί παρά μία
μικρή και καθημερινή στιγμή για να δημιουργήσει και σε ένα δεύτερο επίπεδο, να επιζητήσει
από την ποίηση την εναλλαγή συναισθημάτων και συναισθηματικών εικόνων, χωρίς να
προσφέρει χώρο στην ικεσία. Σε μία
υπαρξιακή διάσταση, το ποίημα προσφέρει στον ποιητή αυτά που χρειάζεται, όπως το
«ξεροκόμματο» προσφέρει στο περιστέρι αυτό που το ίδιο χρειάζεται.
Το ποίημα και η
σπερματική δημιουργία που προϋποτίθεται για την δημιουργία του, για την οποία ‘θυσιάζεται’
ο άρτος, η υλικότητα ως αισθησιαρχική κατάσταση, αποτελεί την «διαθεσιμότητα»
του ποιητή, «δηλαδή την επίγνωση ότι υπάρχει κάποια μορφή δράσης που είναι εφικτή
και έχει νόημα», κατά την διατύπωση
των Νίκου Δεμερτζή, Μπετίνας Ντάβου και Βασίλη Θάνου. Μέσω του ποιήματος και εν
συνεχεία της ποίησης, αυτο-προσδιορίζεται ο ποιητής, χτίζοντας μία ταυτότητα
λόγου με ιδιαίτερες μεταπτώσεις.
Το εναρκτήριο
ποίημα της σύνθεσης λειτουργεί και ως βάση για την αποτύπωση μίας αλληλουχίας ποιητικών σπαραγμάτων, με το
ποίημα ‘εκπεσόντες’ να εκκινεί με ερώτηση, όπως μία ερώτηση περιέχει και η ‘αδηφάγος
δημιουργία.’
«τι πια στην αγιότητα μας οδηγεί;», αναρωτιέται ο
ποιητής, συγκροτώντας μία ποίηση διάστικτη από εικόνες και από έναν ρυθμό γρήγορο,
συνυφαίνοντας τον ποιητικό λόγο και την εν γένει λειτουργία της ποίησης με καθημερινές
στιγμές και εντυπώσεις.
Ο ποιητικός λόγος καθίσταται εικονοκλαστικός, εισχωρώντας
σε καθημερινές στιγμές όπως είναι οι στιγμές σε έναν χώρο εργασίας και υιοθετώντας
έναν πιο προσωπικό τόνο όσο το ποίημα εξελίσσεται, φθάνοντας στις παρυφές μίας σχεδόν
διαλογικής μορφής.
Άρα, ένα ενδιαφέρον σχήμα θα ήταν το ‘μεταξύ καταγραφής
και παραδοχής, ενσκήπτει το ποίημα ως το πεδίο λόγου που περικλείει δραστικά αντιφάσεις
και προσωπικές στιγμές, μεταβάσεις και αποσπασματικές μνήμες, πεδίο το οποίο,
από την μία πλευρά δεν προσομοιάζει προς την «αγιότητα», ούτε προς κάποιον
ιδιαίτερο ‘περφεξιονισμό’ (τελειότητα),’ και, από την άλλη, ορίζεται
συγκεκριμένα ως «χαίνουσα πληγή».
Η οποία και τροφοδοτείται από το πένθος, από φυσικούς
αλλά και συμβολικούς θανάτους, από την απρόβλεπτη ιστορία που ενσωματώνει με ταχύτητα,
με τον στίχο «πόσοι αιώνες φώτισαν την φτέρνα μας στον τάφο φυτεμένη;»,[4]
να αποκαλύπτει μία ποιητική θεώρηση ιστορικής χροιάς, εκεί όπου πρωτεύουσα σημασία
προσλαμβάνει ο λόγος περί θανάτου και περαιτέρω, οι λόγοι του θανάτου, ατομικού
και συλλογικού.
Οράματα και προσδοκίες,
διαψεύσεις και βίαιες πτώσεις (ένα υπόρρητο υπόβαθρο βίας διαπερνά το ποίημα), εγγράφονται
στο κειμενικό ‘σώμα,’ διαδραματίζοντας ιδιαίτερο ρόλο στην επανεπινόηση της ποιητικής
δημιουργίας, όχι όμως, όπως ειπώθηκε με όρους «αγιότητας», αλλά πληγής που
κατοπτεύει για να φθάσει εγγύτερα στον πυρήνα ενός αιώνα.
Στον τάφο που διακρατεί την εικόνα ή τις πολλές εικόνες
και αφηγήσεις του. Αν στην ‘αδηφάγο δημιουργία’ το ποιητικό υποκείμενο ενέχει
θέση βιωματικού παρατηρητή, στους ‘εκπεσόντες’ μεταβαίνει από το ένα πεδίο στο
άλλο, με νοηματικό άξονα την ποίηση που ως «χαίνουσα πληγή», ως αντινομική δημιουργία
και ρευστή ως προς τις σημάνσεις της, αφήνει ίχνη όπως η ‘φτέρνα’ που αφήνει τα
‘ίχνη’ περασμένων αιώνων αλλά και του τωρινού.
Ο Κ. Θ. Ριζάκης, στις οκτώ προσδόκιμες θεάσεις του, δεν
στέργει σε κάποια μορφής Βεμπεριανή ‘αρνησικοσμία.’ Αυτή θα ήταν μία απλουστευμένη
και επιφανειακή ανάγνωση. Απεναντίας, κρατώντας για τον εαυτό του την ιδιότητα
του δημιουργού, κατέρχεται στο γίγνεσθαι με ποιητικές ορίζουσες, αρθρώνει έναν
ποιητικό λόγο υπαινικτικό, και ενίοτε, δοτικό, σπεύδει να αντικαταστήσει την
ιδιοτέλεια με την συγχώρεση, νοηματοδοτώντας απώλειες και μία ασυνεχή πορεία.
Και πρωτίστως, νοηματοδοτώντας την ποίηση ως αξιακά συμβολικό
γεγονός, που αμβλύνει αποστάσεις, σκιαγραφεί μορφές χωρίς το πρόσημο της αυτο-λύπησης.
Σίμος Ανδρονίδης
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος
διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας
Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί
κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του
Κράτους, κοινωνικά κινήματα, ποίηση,
λογοτεχνία και κριτική λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής
Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου
Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου. Email:
gregandro@hotmail.gr
[1] Βλέπε σχετικά, Τσούβα Λίλια, ‘Ο Εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ. Θ. Ριζάκη.
Του ιδίου, Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις. Ισόποσες βλέψεις πορείας,’ Εκδόσεις Κουκκίδα,
Αθήνα, 2020.
[2] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Τα Γιαννιώτικα Εβραϊκά τραγούδια. Ένα Μπαχτινικό
άκουσμα,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 75. Για την
γλώσσα του Κ. Θ. Ριζάκη, βλέπε και, Τσούβα Λίλια, ‘Ο Εξπρεσιονισμός στην ποίηση
του Κ. Θ. Ριζάκη…ό.π., σελ. 20.
[3] Βλέπε σχετικά, ‘Ο Εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ. Θ. Ριζάκη. ‘αδηφάγος
δημιουργία…ό.π., σελ. 29.
[4] Βλέπε σχετικά, ‘Ο Εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ. Θ. Ριζάκη. Εκπεσόντες…ό.π.,
σελ. 30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου