Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος…
του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
(σκίτσα της Ιωάννας Παπαντωνίου)
Το έχουμε όλοι μας περί πολλού το Πάσχα των Ελλήνων. Δικαίως άλλωστε· γιατί
όχι; Είναι και αυτό -ή μάλλον είναι κατ’ εξοχήν- μια νεοελληνική
αποκλειστικότητα, μια εντελώς δική μας πατέντα, όπου δίνεται μιας πρώτης τάξεως
ευκαιρία· -ευκαιρία διαρκείας· σε πολλά επεισόδια και μάλιστα με πλήρη
τηλεοπτική κάλυψη- να συνυπάρξουν Ανατολή και Δύση. Να συνευρεθούν· ανοιχτά και
εντελώς ανερυθρίαστα, ακόμη και στις πλατείες των χωριών, η Εκκλησία και το
Κράτος. Δίνεται η ευκαιρία, ανώτατοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί να πάνε
χέρι-χέρι με το πολιτικό προσωπικό τού τόπου. Η ‘σοβαρή’ δυτική κλασική μουσική
να συνηχήσει για μια βδομάδα -κάπως σαν τιμωρία- μαζί με βυζαντινούς ύμνους. Κι
ακόμα· η νηστεία, η ειρηνική λιτότης -η υγιεινή διατροφή έστω- να δώσει τη
σκυτάλη στα πλέον αιμοσταγή απωθημένα και τις χειρότερες χοληστεροειδείς
υπερβολές. Και βέβαια -χωρίς ίχνος αστεϊσμού- το κατά τη γνώμη μου κυριότερο: Δίνεται
η ευκαιρία να γίνουν πιο καθημερινές, πιο φανερές στον καθένα· η ανώτερη,
εσώτερη, βαθύτερη, ουσιαστικότερη υποτίθεται Μεταφυσική έκφραση της Ορθόδοξης
εκκλησίας απ’ τη μια μεριά, κι απ’ την άλλη· η επίσημη, καθημερινή Πολιτική
πρακτική ενός σύγχρονου πολιτισμένου Δυτικού Κράτους της Ε.Ε, απ’ τον πρώτο
μέχρι τον τελευταίο πολίτη: Εξαιρετικά ενδιαφέρον μείγμα, αν το κοιτάξει κανείς
προσεχτικά και νηφάλια· χωρίς παρωπίδες.
Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ορθοδοξία για εμάς τους Έλληνες, είναι ένας
απ’ τους κύριους άξονες της εθνικής μας παράδοσης εδώ και αιώνες. Απ’ την άλλη
μεριά η Πολιτική στις μέρες μας -είτε είναι κακή, είτε λιγότερο κακή- είναι ο μοχλός, το σύστημα που προσπαθεί να
κινήσει, να διοικήσει, να οργανώσει κάπως ένα κράτος· ακόμα κι αν μιλάμε για
οποιαδήποτε τριτοκοσμική μπανανία.
Αμέσως-αμέσως δημιουργείται κάποια σκιά καθώς διαγράφονται δυο σημεία τού
ορίζοντα· Ανατολή-Δύση. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα -όσο και αν κάποιοι διαφωνούν-
θα δούμε πως αυτοί οι δυο πόλοι κάπου συγκρούονται, εδώ και δυο αιώνες: Είναι η
σύγκρουση της Ορθόδοξης Ανατολικής Ελληνικής παράδοσης και η αναπόφευκτη ανάγκη
οργάνωσης κάποιου σύγχρονου πολιτικού βίου, σύμφωνα με τα πρότυπα της ‘πολιτισμένης’
Δύσης.
Τι απέδωσε άραγε αυτή η σύγκρουση; Τι σόι πράμα ήταν το καινούργιο κράμα
που βγήκε; Σίγουρα πάντως δεν ήταν μια
δημιουργική συνεύρεση. Δεν ήταν έρωτας· κάθε άλλο. Ήταν μια έντονη σύγκρουση,
κάπως λιγότερο αιματηρή από τις παλαιότερες· βίαιη ωστόσο και αυτή, με τον
τρόπο της. Σύγκρουση όπου πάντα οι ‘πολιτισμένοι’ δυτικοί είχαν όχι μόνο το
πάνω χέρι, αλλά σε κάθε περίπτωση και το τεκμήριο τής πάσης φύσεως εκλεπτυσμένης
ανωτερότητας· υπαγορεύοντάς μας τι βρακί θα φορέσουμε, κατ’ αρχήν· μα κι ακόμα τι
θα φάμε, πώς θα τραγουδήσουμε, και τι χορό θα χορέψουμε. (Πού να σταθεί άλλωστε
μια φτωχή καλαμένια φλογέρα, μπροστά σ’ έν’ απαστράπτον πιάνο με ουρά, κι ένας καταϊδρωμένος
τσάμικος μπροστά σ’ έν’ αρωματισμένο βαλσάκι;)
Όπως ήταν φυσικό λοιπόν αυτή η βίαιη, αναγκαστική, ανάμειξη δεν έδωσε και
πολλά καλά, ούτε κάτι αυθεντικό. Σε κάθε τομέα τής ζωής, σε κάθε επίπεδο,
ατομικά και δημόσια, έδωσε -και δυστυχώς εξακολουθεί να δίνει ακόμη- μονάχα
μεσοβέζικες καταστάσεις· κακοχωνεμένες ιδέες, και τελικά μπασταρδεμένες, ψεύτικες
λύσεις, που δεν είναι λύσεις γιατί δεν λειτουργούνε καν: Καραγκούνα με γόβα
στιλέτο· ας πούμε.
Νηστίσιμος πιττόγυρος και ημιπαράνομες γαρδουμπίτσες light με 0% λιπαρά! (Εφάμιλλα όλα βεβαίως και των καλυτέρων Ευρωπαϊκών· άλλο
τρελό κι αυτό… ) Έδωσε την κακή μίμηση των πάντων και μας κληροδότησε ένα
μόνιμο πρόβλημα ταυτότητας, μαζί με όλα τα σχετικά σύνδρομα
κατωτερότητας που δημιουργούνται στον καθένα που μπαίνει σ’ ένα ξένο σπίτι: Σ’
ένα σπίτι, όπου δεν ξέρει κανέναν καλά. Δεν ξέρει ούτε πώς να φερθεί, ούτε σε
ποιόν να πάει να μιλήσει· τι να πει, πώς να σταθεί σωστά και τι να κάνει... Κι
όχι μόνο· μα έχει και την αίσθηση πως ίσως όλ’ αυτά τού ανήκουν, και πως όλοι
τού χρωστούν, και τού είναι υπόχρεοι κι από πάνω... Μύλος δηλαδή…
Ένα οξύτατο πρόβλημα ταυτότητας, που μονίμως είναι το κυρίαρχό μας πρόβλημα·
όσο κι αν δεν το παραδεχόμαστε, και που συνέχεια μάς ρίχνει σε μια διαρκή κρίση,
που αν δεν λύσουμε πρώτα αυτό. δεν θα καταφέρουμε να την ξεπεράσουμε ποτέ:
Ειδικά εμείς οι Έλληνες. Διότι έχοντας πράγματι μια πολύ μεγάλη ιστορική πορεία
πίσω μας -που μη γελιόμαστε· οι περισσότεροι την αγνοούν- κρυβόμαστε πίσω απ’
αυτήν, και τελικά μόνοι μας εμποδιζόμαστε να αφομοιώσουμε πολλά θετικά πράγματα
που άλλοι λαοί, με πολύ λιγότερη ιστορία, εύκολα αφομοίωσαν απ’ τους δυνάστες τους. Προς όφελός τους
βεβαίως· εγγράφοντας κάποιες υποθήκες για το μέλλον. Ενώ εμείς… Εμείς
βαυκαλιζόμαστε πως είμαστε ο πιο έξυπνος λαός της γης, που αρνούμενος να κάτσει
να μάθει, τελικά αρνούμενος να ζήσει, απλώς σβήνει. Σβήνει με ραγδαίους ρυθμούς
πια· αυτό είναι φανερό…
*
Δεν είναι διόλου τυχαίο που κάθε τέτοιες μέρες, εντελώς
συνειρμικά ξεπηδάει από μέσα μου, με διαβολικά περιπαιχτική διάθεση -παρ’ όλη
τη σοβαρότητα, υποτίθεται, τής μέρας- η
εικόνα τής περιφοράς τού Επιταφίου: Εκεί μπορεί κανείς να δει, ν’ αγγίξει, να
μυρίσει εντελώς χειροπιαστά όλη την απέραντη σύγχυσή μας· που χρόνο με το χρόνο
μεγαλώνει, καθώς μικραίνει πια ο αριθμός εκείνων που κάτι άλλο θυμούνται και
κάτι άλλο μπορούν να νιώσουν.
Ω φιλτάτη Πατρίς! Ω παράξενο μείγμα απροσδιόριστο, μισητό κι αξιέραστο·
τραγικόν εντέλει! Αλήθεια τραγικό· γιατί μιλάμε για μια χώρα παλαιά, αρχαία,
πανάρχαια, γεμάτη μνήμες, γνώσεις, και επιτεύγματα χειροπιαστά, που όμως σέρνεται
και τυραννιέται, μπουσουλώντας μέσα στο τίποτα και είναι φανερό πια πως δεν τής
ταιριάζουν οι σύγχρονοι καιροί, ούτε το μέλλον. Δεν ξέρει καν τους κανόνες τού
παιχνιδιού κι αγωνίζεται να επιβιώσει, δίχως κανένα σχέδιο· μονάχα με χυδαία,
χαμηλά μικρολογήματα, με αρπαχτές και με ψίχουλα, με απωθημένα και με φαντάσματα.
Ντυμένη κουρέλια, που ντρέπεται να τα φοράει, μα συνάμα καμώνεται πως δεν τη
νοιάζει και καμαρώνει γι’ αυτά. Σαν μια γηραιά κυρία, άρρωστη, δίχως συγγενείς
-ούτε καν μακρινούς- μόνη, φτωχή κι ανήμπορη πλέον, με κάποια ίχνη τής ευγένειας
των περασμένων γενεών φανερά ακόμη πάνω της· έστω και με τον τρόπο που
προσπαθεί να κρύψει την ανημπόρια της και βαστά σε κάθε ανάσα την ανάσα της,
αγκομαχώντας φριχτά, όσο να βγει η ψυχή της... Ω φιλτάτη Πατρίς!..
*
Κάθε χρονιά λοιπόν μαζεύονται στην εκκλησία του δήμου, πρόσκοποι και
αγήματα· ναυτονόμοι, στρατονόμοι, αστυνόμοι, τροχονόμοι, μπάντες και επίσημοι.
Άρχοντες χωρίς αρχές, πιστοί χωρίς πίστη, δήθεν πατρίκιοι, περίεργοι,
τουρίστες, γκαρσόνια κι αραχτοί καφενόβιοι. Μαζεύονται γύρω Του και Τον πάνε
όλοι μαζί. Θλιβερή κουστωδία: Τον πάνε. Λέει, να Τον θάψουνε. Και καμώνονται
πως προσπαθούνε να κρατήσουνε την τάξη. Μα ποια τάξη; Δεν κινδυνεύει από
κανέναν η τάξη. Στο κάτω-κάτω· Εκείνον που ήταν όντως επαναστάτης -μπορεί να
Τον έλεγαν στις μέρες μας και τρομοκράτη - Τον έπιασαν, Τον δίκασαν, Τον
σταύρωσαν· πάει τελείωσε. Τώρα, Τον πάνε πάλι όλοι μαζί... Ο Επιτάφιος όμορφα
στολισμένος με φρέσκα λουλούδια ευωδιαστά, κι ύστερα οι άγιες εικόνες, τα ευαγγέλια,
τα εξαφτέρουγα, τα ιερά σκεύη· χρυσοποίκιλτα, σκαλιστά, βαρύτιμα όλα.
Παπαδοπαίδια, παραπαίδια, ψάλτες και κάθε λογής ιερωμένοι και παρατρεχάμενοι, ανάμεσα
σε κάνες τουφεκιών, που γέρνουν όλες -λόγω πένθους- προς τη γη, βαδίζοντας με
βήματα σερνάμενα· τα ειδικά βήματα του πένθους και αυτά.
Ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών και πάσης τής Ελλάδος από μπρος, και από πίσω του
άλλοι Αρχιερείς με ωραία άμφια, αστραφτερά και χρυσοκέντητα, με ονόματα μεγάλα.
Τεράστια ονόματα, βαριά, μακρόσυρτα, διπλά και τρίδιπλα· ονόματα Βυζαντινά.
Σεβάσμιοι Ιερείς, Πολιτικοί, Παραπολιτικοί· τού τόπου όλαι αι αρχαί, κόσμος
πολύς. Φροντίζοντας όπως μπορεί καθείς να πλασαριστεί καλά, στη σωστή θέση, για
να φανεί καλύτερα η μούρη του στον πειναλέο φακό της κάμερας που ελλοχεύει εδώ
κι εκεί, σε κάθε βήμα και να κερδίσει την τζάμπα προβολή του. Τι μέγας θρήνος…
Μικροπωλητές στα πεζοδρόμια πουλάνε πλουμιστές λαμπάδες με φιογκάκια και καπέλ’
αντιανεμικά made in China. Πουλάνε φαναράκια και φτηνές, φριχτές
εικονίτσες· δυτικότροπες όλες, που φυσικά δεν ενοχλούν κανέναν ορθόδοξο. Άλλοι
πουλάνε ξηρούς καρπούς· κρόκερ, κάσιους, πασατέμπο, ηλιόσπορο, αράπικο,
στραγάλια, που ως γνωστόν είν’ εντελώς νηστίσιμοι κι επομένως μπορούν να
καταναλωθούν άφοβα επιτόπου -επιταφίως- χωρίς απολύτως κανένα πρόβλημα
αμαρτίας· άρα ουδείς ψόγος.
Άλλοτε έντυναν με μαύρες πλερέζες τα κρυστάλλινα φανάρια όλων των
ξενοδοχείων γύρω στο Σύνταγμα, για να πενθούνε και αυτά, μα το σταμάτησαν· ίσως
γιατ’ είναι πολυέξοδο ή μη politically correct, μήπως κι ενοχληθεί κάποιος αλλόθρησκος, που δεν
πενθεί. Υπάρχει ωστόσο πάντα μία μπάντα στρατιωτικοδημοτική -συνήθως ασύντακτη
και πάντα λάθος κουρντισμένη- που παιανίζει· όχι βέβαια γνησίως Ελληνικούς,
Ορθόδοξους ύμνους, Βυζαντινούς, ούτε καν κάποιο Requiem, αλλά όποιο πένθιμο εμβατήριο ξέρει. Συνήθως μισόν, αγνώριστο Chopin. Φρίκη… Καμιά πνευματικότητα, καμία μέθεξη: Τίποτε απ’ το γνήσιο, βαθύτατο
υποτίθεται Πάθος των ημερών. Φρίκη! Ας είμαστε ειλικρινείς: Φρίκη…
Δεν νομίζω να υπερβάλλω, έτσι που δίνω μια συμβολική σημασία, κι ένα τέτοιο
ειδικό βάρος στις σκηνές αυτές· γιατί όπως και να το κάνουμε, είναι η
πραγματικότητα ολονών μας· δεν είναι δικό μου δημιούργημα: Είναι αναπόσπαστο μέρος
της ζωής μας όλος αυτός ο τραγέλαφος…
Μου αφαιρεί πολλή απ’ τη μυσταγωγία της στιγμής. Για να πω την αλήθεια δεν
μένει και τίποτα όρθιο μέσα μου. Με εμποδίζει να νοιώσω σωστά, όλο αυτό το
αλαλούμ... Απλώς πονάω. Γιατί; Μα γιατί εδώ ακριβώς βλέπουμε ανάγλυφο αυτό που
έλεγα πριν: Το πρόβλημα τής σύγκρουσης, το μέγα πρόβλημα τής ταυτότητας: Το
νοθεμένο, μίζερο, μεσοβέζικο μείγμα, που ΔΕΝ λειτουργεί και ΔΕΝ παράγει τίποτα
θετικό πια. Εκείνη τη στιγμή δεν νοιώθω ούτε Χριστιανός, ούτε Ορθόδοξος. Ούτε
Έλληνας μπορώ να νοιώσω· εκτός κι αν πιστέψουμε πως αυτό είναι η Ελλάδα… Φυσικά
και δεν νοιώθω ούτε Ευρωπαίος. Δεν είμαι απολύτως τίποτα εκείνη τη στιγμή. Και
είμαι σίγουρος πως κι άλλος κόσμος που είν’ εκεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, μένει
με την ίδια πικρή γεύση, Τη γεύση τής ματαίωσης και τής ανυπαρξίας πραγματικής
ζωής:
Όλη η ζωή του νεοέλληνα, είναι έν’
απωθημένο πια και ο βίος του αβίωτος…
Είναι αυτή η πικρή γεύση που έχουν όλοι όσοι το ’χουν ψυλλιαστεί πως κάτι
δεν πάει καλά, καθόλου καλά πια, σ’ αυτόν τον τόπο: Κάτι δεν λειτουργεί σωστά, κάτι
δεν λειτουργεί καθόλου. Κάτι λείπει, κάτι περισσεύει, κάτι είναι ολότελα ξένο κι
όλα μαζί είν’ αξεδιάλυτα, παράξενα, πικρά, πικρότατα μπλεγμένα· παρ’ όλες τις
ανθισμένες πασχαλιές, τους λεμονανθούς και την απέραντη γλύκα τού γλυκυτάτου
έαρος…
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
* * *
Εικονογράφηση: Σκίτσα τής Ιωάννας Παπαντωνίου για την παράσταση ο «Σιμιγδαλένιος» στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, 1997.
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
(1953) σπούδασε Νομική, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και
παρακολούθησε μεταπτυχιακά στη Σορβόννη: (Paris II, Sociologie Politique.)
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
-‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991 2η
έκδ.Άγρα 2009)
-‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).
-‘Ο
Σιμιγδαλένιος’,
θέατρο - ποίηση (Εστία 1993. 13η
έκδοση.)
-‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).
-‘Οι
Δαιμονισμένοι’,
λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council - Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001)
-‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)
-‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Rohald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)
-‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)
-‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)
-‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα
(Άγρα 2008)
-‘Οχιναιλέγοντας’,
θέατρο - ποίηση
(Ίκαρος 2011).
-‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό
αφήγημα (Ίκαρος 2013)
-‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η
έκδοση. Κάκτος, 2017)
-‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός
2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου