Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Γερμανόφωνοι συγγραφείς του 20ού αιώνα στην ελληνική γλώσσα – μια επιλογή η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr γράφει η Διώνη Δημητριάδου

 

Γερμανόφωνοι συγγραφείς του 20ού αιώνα

στην ελληνική γλώσσα – μια επιλογή

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

«Γερμανόφωνοι συγγραφείς του 20ού αιώνα στην ελληνική γλώσσα – μια επιλογή» της Διώνης Δημητριάδου (diastixo.gr)

 

γράφει η Διώνη Δημητριάδου

 


 

Το έργο Γερμανών αλλά και γερμανόφωνων συγγραφέων του 18ου και 19ου αιώνα συμμετέχει χωρίς αμφιβολία στην κατάρτιση του «λογοτεχνικού κανόνα» (Kanon literarisch), με ενδεικτικά μεγέθη αυτά των Goethe, Hölderlin, Heine,  Hugo von Hofmannsthal. Όσο κι αν ως έννοια ο «κανόνας» επιδέχεται αμφισβήτηση, κυρίως για τα κριτήρια με τα οποία συγκροτείται η λίστα των άξιων αναγνωσμάτων (επηρεασμένη φυσικά από το αξιακό σύστημα που διαφοροποιούμενο ανά εποχή επηρεάζει την κατάταξη), μερικές γραφές δικαίως με το πέρασμα των χρόνων κατέκτησαν την πολιτισμική αυτή αξιολόγηση, επικουρούμενες και από την αναγνωστική πρόσληψη και αποδοχή. Περνώντας στον επόμενο αιώνα προστίθενται επίσης σπουδαία ονόματα Γερμανών ή γερμανόφωνων (κάποιοι γεννημένοι στον  19ο που δημιούργησαν το έργο τους κατά τον 20ό), όπως αυτά των Herman Hesse, Heinrich Böll, Bertolt Brecht, Robert Walser, Franz Kafka, Herta Müller, Thomas Mann, Kurt Tucholsky, Thomas Bernhard, Bernhard Schlink κ.α. Στην ελληνική γλώσσα έχει μεταφραστεί το έργο των σημαντικών αυτών συγγραφέων με κάποιους να διεκδικούν το μεγαλύτερο μέρος (κυρίως αυτοί  που το έργο τους απηχεί τη συσσωρευμένη πείρα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και τον ρόλο της Γερμανίας) χωρίς να παραμελούνται όμως και οι νεότεροι. Ακολουθεί μια επιλογή από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή που περιλαμβάνει έξι από τους προαναφερθέντες με χρονολογική σειρά γέννησης αρχίζοντας από τον Thomas Mann και καταλήγοντας στον Bernhard Schlink.

Προσεγγίζοντας ο Thomas Mann (1875-1955), ήδη από τη νεαρή ηλικία, τις αρχές του κινήματος του Μοντερνισμού, παρουσιάζει στο έργο του (με αποκορύφωμα το Μαγικό Βουνό) τη θέση του ανήσυχου ανθρώπου/ερευνητή μέσα σ’ έναν κόσμο που αρκείται στην αποδοχή των φαινομένων. Τα χαρακτηριστικά της γραφής του: επιδίωξη της αρμονίας και του μέτρου, αισθητική της γλώσσας ως μέγιστου κριτήριου της γραφής, απομάκρυνση από κάθε σκοπιμότητα που θα μπορούσε να επισκιάσει την αισθητική προσέγγιση της τέχνης, προβολή της υποκειμενικότητας στην ερμηνεία του κόσμου, αμφισβήτηση της ορθολογικότητας ως ερμηνευτικής οδού, εξερεύνηση της συνείδησης και επικέντρωση στο θέμα του χρόνου υπό την υποκειμενική του αίσθηση. Στη νουβέλα του Η απατημένη (Die Betrogene, 1953), που αποτελεί την τελευταία του ολοκληρωμένη δουλειά, αφηγείται την ιστορία μιας ώριμης γυναίκας, της πενηντάχρονης Ροζαλί Φον Τίμλερ, που η παρουσία του νεαρού Κεν Κίτον, δασκάλου αγγλικών του γιου της, θα αφυπνίσει τη γυναικεία φύση της. Η ερωτευμένη γυναίκα δεν αντιτίθεται μόνο στις στερεότυπες αντιλήψεις της συντηρητικής κοινωνίας μέσα στην οποία ζει, αλλά πιστεύει ότι  καταργεί την εξέλιξη των φυσικών πραγμάτων βιώνοντας μια αναζωογόνηση του θηλυκού της πυρήνα. Ο Mann, δεινός ψυχογράφος των ηρώων του, θα αναλύσει τον τρόπο που η Ρόζαλιν αισθάνεται το θαύμα του έρωτα σε αντιδιαστολή με τον σκεπτικισμό της κόρης της – σε αντίστιξη δύο θεωρήσεις που επικεντρώνονται στο ερώτημα: είναι το σώμα που παρακινεί την ψυχή να το ακολουθήσει ή αντιστρόφως είναι η ψυχή που έχει τη δύναμη να του εμφυσά νέα πνοή ζωής; Το συγγραφικό εύρημα εντοπίζεται υπαινικτικά στον τίτλο, Η Απατημένη, όταν ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει πού εντοπίζεται η «απάτη» σ’ αυτή τη «σκανδαλώδη παραβολή», όπως τη χαρακτήρισε ο Theodor Adorno. [Thomas Mann, Η Απατημένη, μετάφραση: Γιάννης Κοιλής, Κριτική 3η έκδοση 2020]


Ο Herman Hesse (1877-1962), πιστός στη θεωρία της επιδίωξης μιας αρμονικής ζωής επικεντρωμένης στην πνευματικότητα, συχνά στο έργο του παρουσιάζει τη σύγκρουση του ατόμου με την ήδη διαμορφωμένη ζωή στη βάση κανόνων αστικής συμβίωσης και τον πόθο του να επιτύχει την πνευματική τελειοποίηση υπακούοντας σε κανόνες που του υπαγορεύει η συνείδησή του. Στη νουβέλα του Η Επιστροφή (Die Heimkehr, 1909), θα επιχειρήσει μια σύντομη (περιεκτική ωστόσο) ανατομία της επιστροφής ως συνθήκης που επιτρέπει στον άνθρωπο να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τους τόπους, τα πρόσωπα, τα πράγματα. Εν προκειμένω, η επιστροφή του Αύγουστου Σλότερμπεκ στον γενέθλιο τόπο συνιστά γι’ αυτόν μια εκ νέου γνωριμία με το περιβάλλον που άφησε πριν πολλά χρόνια για να μεγαλουργήσει στην Αγγλία και κατόπιν στις Η.Π.Α. και στη Ρωσία. Στη γραφή του Hesse όμως τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο· αν ο ίδιος ο ήρωας έχει υποστεί αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, άλλο τόσο και ο τόπος, ως περιβάλλον αλλά και ως άνθρωποι, δεν έχει παραμείνει αναλλοίωτος. Η καχυποψία των ανθρώπων απέναντί του, η αλλαγή τους όταν πληροφορηθούν ότι δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα τα πλούτη του, θα τον προβληματίσουν για την ορθότητα της απόφασής του να επιστρέψει σε έναν τόπο που πλέον τού είναι ξένος. Από τη μια η αποστροφή του για τον συντηρητισμό και την υποκρισία των ανθρώπων και από την άλλη η χήρα με τον κήπο της που τον δελεάζει σε μια συμφιλίωση με τον κόσμο γύρω του. Τι θα επικρατήσει; Μια ιστορία χωρίς υποκρυπτόμενα επίπεδα ανάγνωσης κάτω από το εμφανές πρώτο. Αυτή η ίδια, όμως, απλή ιστορία αποτελεί μια επιβεβαίωση της μοναχικότητας του ανθρώπου, που πάντα επιστρέφει σε τόπους και σε πρόσωπα για να απομείνει στην ουσία μόνος. [Herman Hesse, Η Επιστροφή, μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική 2019]


Ήδη από το πρώτο του βιβλίο, Οι Eκθέσεις του Φριτς Κόχερ (Fritz Kochers Aufsätze, 1904), φάνηκε η αξία της γραφής του Robert Walser (1878-1956). Χρησιμοποιεί λυρισμό και έντονο συναισθηματισμό για να παρουσιάσει με ένα φαινομενικά απλό τρόπο τη ζωή, επιτρέποντας την αναγνωστική πρόσληψη να επινοήσει ό,τι υποκρύπτεται κάτω από την αφέλεια με την οποία συχνά προσεγγίζονται πρόσωπα, καταστάσεις καθώς και η σχέση των ανθρώπων με τη φύση που τους περιβάλλει. Ο ήρωάς του είναι ένας μαθητής, πολύ διαφορετικός από τους άλλους, που με αφορμή το μάθημα της έκθεσης καταγράφει σκέψεις και εντυπώσεις. Κοινός τόπος για όσα γράφει είναι η αναζήτηση της ομορφιάς· μέσα σε ό,τι αφήνει τους άλλους αδιάφορους, ο νεαρός μαθητής/λογοτεχνική περσόνα του συγγραφέα θα ανακαλύψει την ομορφιά των απλών φυσικών πραγμάτων. Σχολιάζει επικριτικά την ενασχόληση των πολλών με ανούσια πράγματα, την ώρα που θα μπορούσαν να νιώσουν, όπως αυτός, την πηγή της ομορφιάς. Με περίεργη για την ηλικία του ωριμότητα, θα καταγράψει σκέψεις που θα ταίριαζαν σε ενήλικο άτομο, αν φυσικά (μοιάζει να λέει ο συγγραφέας) οι ενήλικες ήταν πράγματι ώριμοι – μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη που αποτελεί και το πλέον αξιόλογο στοιχείο αυτής της γραφής, και ίσως την αφορμή της. Και μια  ουσιαστική λεπτομέρεια: ο μαθητής, σύμφωνα με τη συγγραφική επινόηση, δεν ζει πια, γεγονός που επιτρέπει να εικάσουμε ότι όσα γράφει θέλει να εννοηθούν ως ολοκληρωμένες θέσεις, χωρίς να έχουν την προοπτική μιας αναθεώρησης στην πάροδο των χρόνων. Ενδεδυμένος την περσόνα του μαθητή, ο Walser μοιάζει να λέει: «αυτή είναι η αλήθεια, όπως εγώ την εννοώ, μια αλήθεια σταθερή και απαραβίαστη». Έτσι, απέναντι στις «σταθερές» υλιστικές αξίες ενός εξελισσόμενου κόσμου, αυτός εγκαθιδρύει τον δικό του αξιολογικό πίνακα. Η αγάπη για τη γνώση, η αλληλεγγύη προς τον αδύναμο, η φιλία, η δύναμη της φύσης, όλα αντισταθμίζουν την αίσθηση της μοναξιάς. [Robert Walser, Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ, μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική 2021]


Η περίπτωση του Kurt Tucholsky (1890-1935) είναι ξεχωριστή. Λιγότερο γνωστός στη χώρα μας, ωστόσο σημαντικός για τον τρόπο που απέδωσε σατιρικά μια θέα στον κόσμο μέσα από τις αριστερές (συχνά ακραίες) πεποιθήσεις του. Η σάτιρα, άλλωστε, είναι ένας εύσχημος τρόπος να δειχθούν τα τρωτά των καθιερωμένων συστημάτων. Στο βιβλίο Σούρουπο ή χάραμαΔημοκρατία της Βαϊμάρης, Αντισημιτισμός, Σάτιρα συγκεντρώνονται τέσσερα άρθρα του δημοσιευμένα στο διάστημα 1919-1931  («Ημίφως» 1920, «Βερολίνο, Βερολίνο» 1919, «Επισκόπηση της εθνικής οικονομίας» 1931, «Τι επιτρέπεται στη σάτιρα» 1919) με θέματα που σχολιάζουν την αμφιλεγόμενη και δυσοίωνη στην εξέλιξή της, για όσους έβλεπαν κάτω από την επιφάνεια, Δημοκρατία της Βαϊμάρης, σατιρίζουν τον τρόπο ζωής που εγκυμονεί τον κίνδυνο του εκκολαπτόμενου ναζισμού μέσα από την περιγραφή του Βερολίνου της εποχής, ανατέμνουν την εθνική οικονομία εντοπίζοντας, πάντα με την εύστοχη σάτιρα, τα τρωτά της σημεία (ιδιαίτερα εμφανής στο άρθρο αυτό η ιδεολογική προσέγγιση) και καταλήγουν (ως επιστέγασμα του τρόπου γραφής του Tucholsky) με τα όρια της σάτιρας, τι επιτρέπεται και τι όχι – αυτονόητη η απάντηση: όλα επιτρέπονται. Ενδιαφέρον αποτελεί και το μεταφραστικό εγχείρημα, καθώς πρόκειται για συλλογικό έργο έξι μεταφραστών του Σωματείου Μεταπτυχιακών Σπουδών Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. [Kurt Tucholsky, Δημοκρατία της Βαϊμάρης, Αντισημιτισμός, Σάτιρα, Κριτική 2021]


Ένα τρίο εμπνευσμένο από το θέατρο επέλεξε ο Thomas Bernhard (1931-1989) για να αποδώσει τον αλληλοσπαραγμό στα πλαίσια μιας οικογένειας (τρία αδέλφια) στο θεατρικό του έργο Ρίττερ, Ντένε, Φος (Ritter, Dene, Voss, 1984). Τρία ονόματα που παραπέμπουν σε τρεις Γερμανούς ηθοποιούς (Ίζλε Ρίττερ, Κρίστν Ντένε και Γκερτ Φος), αποτέλεσαν την έμπνευση για αυτό το εξπρεσιονιστικό δράμα, με μελετημένη την παραμικρή λέξη του, που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και στην αναίρεσή της. Η νοσηρότητα που αναδύεται από τις σχέσεις των τριών προσώπων χαρακτηρίζει τα τρία μέρη (τρεις πράξεις) του θεατρικού: «Πριν από το μεσημεριανό γεύμα», «Μεσημεριανό γεύμα», «Μετά το μεσημεριανό». Τα τρία πρόσωπα εγκλωβισμένα σε ένα σπίτι που φέρει δυσάρεστες αναμνήσεις, με τους γονείς να τους επιτηρούν ακόμα και μέσα από τα πορτρέτα τους, βιώνουν μια συναισθηματική στασιμότητα και εναντιώνονται απέναντι σε ό,τι τους καταργεί ως αυθύπαρκτες οντότητες. Αλληλοσπαράσσονται και αυτοακυρώνονται, μονολογούν με αποδέκτη τον εαυτό τους, θύτες και θύματα ταυτόχρονα, διαταραγμένες προσωπικότητες που εκκινούν από το λογικό περίγραμμα για να εκτιναχθούν στο παράλογο. Οι υποκριτικές σχέσεις στο μικρό υποσύνολο της οικογένειας οδηγούν συνειρμικά σε ένα άνοιγμα της εικόνας για να συμπεριληφθούν οι πολύπλοκες (επίσης υποκριτικές) σχέσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, με κατάργηση του λογικού ειρμού και απώτερη κατάληξη (ίσως και συγγραφική αφετηρία) τον παραλογισμό του ναζισμού και τη σχέση της Αυστρίας, πατρίδας του Bernhard, με  αυτόν. [Thomas Bernhard, Ρίττερ, Ντένε, Φος, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Κριτική 2020]


Η ιστορία της ηρωίδας του μυθιστορήματος Όλγα (Olga, 2018) του Bernhard Schlink (1944-) αρχίζει από τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και διατρέχοντας τους δύο παγκόσμιους πολέμους καταλήγει λίγο μετά από τον γερμανικό Μάη του ’68 συνιστώντας έτσι μία σπουδαία καταγραφή της νεότερης γερμανικής ιστορίας. Η Όλγα, μια δυνατή προσωπικότητα που θέτει η ίδια τα όρια της ζωής της, που τολμά να συγκρουστεί ακόμη και με τον ναζισμό, μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στη Χάνα, την άλλη ηρωίδα του στο Διαβάζοντας στη Χάνα (Der Vorleser)· ο Schlink δεν αποδεικνύεται μόνον έξοχος αναλυτής της γυναικείας ψυχολογίας, αλλά στρέφει το ενδιαφέρον του σ’ εκείνους τους ανθρώπους που είδαν τους υψηλούς στόχους τους να κατακρημνίζονται, συχνά μαζί με τη ζωή τους, από τις άδικες χρονικές συγκυρίες. Ταυτόχρονα καταξιώνεται ως ένας από τους συγγραφείς που μπόρεσαν να αποδώσουν τη στάση εκείνων των Γερμανών οι οποίοι είχαν το σθένος να αναμετρηθούν με τον ναζισμό, σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπατριώτες τους. Η Όλγα φθάνει στην πολιτική συνειδητοποίηση μέσα από την οδό των ιδιωτικών σχέσεων και μένει ως το τέλος της σταθερή στη θέση της κατά του αυταρχισμού περιφρονώντας την εξουσία και τον παραλογισμό της, δείχνοντας έτσι έναν από τους τρόπους αντίστασης, τον πιο προσωπικό, τον πιο επώδυνο και ίσως τον πιο σημαντικό. [Bernhard Schlink, Όλγα, μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική 2018]

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου