Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει
(αφήγηση σε 45+1 βήματα)
Βασίλης Χουλιαράς
Εκδόσεις Ενύπνιο
η πρώτη δημοσίευση στο CultureBook
Η τραγική διάσταση ενός σύγχρονου Οιδίποδα
Η γραφή του Βασίλη Χουλιαρά έκανε αίσθηση ήδη από την
πρώτη του εμφάνιση. Με τρεις ως τώρα συλλογές διηγημάτων, έδειξε την προτίμησή
του στη μικρή φόρμα του συνοπτικού και περιεκτικού λόγου, όπως επίσης στη λεπτή
συνύφανση του ρεαλιστικού με το εξωλογικό, συχνά παραμυθιακό στοιχείο. Σε ένα
παλαιότερο κριτικό μου σημείωμα θέλοντας να γεφυρώσω τις ως τότε τρεις
συγγραφικές του παρουσίες έγραφα: «Και για να γίνει μια σύνδεση ανάμεσα στα
τρία ως τώρα βιβλία του, οι ανθρώπινες φιγούρες
των ηρώων του θαρρείς και ξέφυγαν από τις «Μικρές ιστορίες πριν τον
ύπνο» και ξανοίχτηκαν «Στο αρχιπέλαγος Φουάν» χωρίς λογικά εφόδια, παρά μόνο με την αίσθηση της τραγικότητας να τους
δείχνει το άφευκτον της ανθρώπινης πορείας, ώσπου επινόησαν το φως που τους
δείχνει τον δρόμο τους. Ο «Φάρος του Σορενσόν» μπορεί να υπάρχει, μπορεί και
όχι, χωρίς όμως αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία. Το σημαντικό είναι να τον
βλέπεις εσύ. Η μαγική παρέμβαση της λογοτεχνίας; Μα, φυσικά. Τι άλλο;».
Προβληματίστηκα αρχικά, όταν στα χέρια μου έφτασε το
νέο του βιβλίο («αφήγηση» κατά τον ίδιο), καθώς έμοιαζε να απέχει πολύ από ό,τι
είχε ως τώρα γράψει. Ένα βαθιά εξομολογητικό κείμενο, χωρισμένο σε 45
αριθμημένα μικρά «βήματα» (που οδηγούν, αλήθεια;) μαζί με ένα προλογικό με
μηδενική αρίθμηση. Η απουσία του γνωστού μοτίβου της σύζευξης πραγματικού και
εξωλογικού ήταν φανερή. Και αμέσως προέκυψε το ερώτημα: όχι τι είναι ακριβώς αυτό που γράφει αλλά γιατί το γράφει. Μια de profundis
συγγραφική κατάθεση προσιδιάζει στην ποίηση, ωστόσο αυτό εδώ δεν έχει καμία
σύνδεση με τον ποιητικό λόγο, εκτός αν εκληφθεί ως ποιητική παρείσφρηση ο
περιεκτικός λόγος· όμως αυτό δεν αρκεί. Ακολουθώντας αναγνωστικά τα «βήματα»
του συγγραφέα έφθασα στη λέξη «κλειδί», τουλάχιστον για τη δική μου πρόσληψη:
το τρίστρατο.
Θέλησα το
χρόνο να σταματήσω. Θέλησα να δαμάσω τη φθορά. Βαθιά μέσα μου δεν είχα
αμφιβολίες για το τι μπορεί να κατόρθωνα, μα δε λιγοψύχησα. Έδωσα την υπόσχεση
στο τρίστρατο. (σ. 39).
Το σημείο εκείνο, όπου όλα ανοίγονται ως προοπτική, εκεί όπου οι αποφάσεις ή οι παρορμήσεις της στιγμής, ή (αλλιώς) τα προαποφασισθέντα μιας μοίρας αόρατης εκκινούν για να καθορίσουν τη μετέπειτα πορεία. Εκεί στο σημείο «μηδέν» βρίσκεται ο άνθρωπος (μελετημένος σοφά από τον μέγιστο των τραγικών, τον Σοφοκλή), εκεί και το αφηγηματικό υποκείμενο του Χουλιαρά –δεν θέλω να το ταυτίσω με τον συγγραφέα, καθώς νιώθω τη συγγραφική πρόθεση να συμπεριλάβει στη μία περσόνα όλο το ανθρώπινο γένος– εκεί η μοναχική θνητότητα μέσα σ’ έναν κόσμο που της αρνείται την πρωτοβουλία. Η τραγικότητα εμφανής.
Από το σημείο αυτό ο Χουλιαράς θα ξεκινήσει το ταξίδι
προς τη γνώση, την αυτογνωσία και τελικά την επίγνωση της θέσης του στον κόσμο.
Αναμφίβολα, λοιπόν, φιλοσοφική η διάθεση του πονήματος, εκφρασμένη εδώ με τη
μορφή μιας λογοτεχνικής αφήγησης. Δεν είναι, φυσικά, η πρώτη φορά που η
λογοτεχνική γραφή επιλέγει αυτό τον τρόπο να μιλήσει για όσα την κεντρίζουν
πέρα από μια μυθοπλαστική επινόηση, ανοίγοντας έτσι το πεδίο στον φιλοσοφικό
στοχασμό. Κι όμως στην προκειμένη
περίπτωση, ο συγγραφέας αφήνει να φανεί κάτι περισσότερο, κάτι πιο προσωπικό ως
αφορμή. Η απώλεια των προσφιλών, η εσωτερίκευση του κενού που αφήνει μια
παρουσία όταν αποχωρεί από τα ορατά της ζωής για να πάει, αλήθεια πού;
Ερωτήματα που απασχολούν τη συγκεκριμένη γραφή ως αφορμή ενδεχομένως για την
ευρύτερη ενασχόληση με τη θέση του θνητού όντος μέσα στο σύμπαν· ένα σύμπαν ή
ένας θεός που δεν απαντά ποτέ παραμένοντας αδιάφορος για την ανθρώπινη αγωνία
της εξήγησης εγκαταλείποντας τον άνθρωπο μέσα στη δίνη του χρόνου, που επίσης
συνιστά μια ακατάληπτη έννοια για την πεπερασμένης δυνατότητας λογική του.
Αέρας
βασάνιζε τον Αδάμ έξω από τις πύλες του Παραδείσου. Αέρας βασανίζει και μένα. Ο
ίδιος αέρας. Ο αέρας είναι Θεός. Υπάρχει πάντα τώρα. Όσες μορφές κι αν αλλάξει.
Και όταν δείχνει καλός στους ανθρώπους. Και όταν νομίζουμε ότι την οργή του
ξεσπά. Δεν υπάρχει κάτι να αποκρυπτογραφηθεί. Δε μας σκέφτεται. Δε μας έχει
ανάγκη. Απλώς υπάρχει. Χωρίς να δίνει λογαριασμό πουθενά. (σ. 9).
Άλλωστε ο τίτλος Η
μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, απηχεί την αίσθηση μιας χρονικής αέναης
πορείας που διαφεύγει την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα, πόσο περισσότερο την
απόπειρα μιας πειστικής ερμηνείας. Άρα, τι απομένει; Έχει τη δύναμη να πάρει τη
μοίρα στα χέρια του; Έχει δίκιο όταν νιώθει απομονωμένος και αβοήθητος μέσα
στον κόσμο; Πού, επιτέλους, βρίσκεται η αλήθεια; Αυτή, κατά τον Ελύτη, έναντι θανάτου δίνεται, το ξέρουμε αυτό.
Θεωρώ πως το θέμα που επέλεξε ο Χουλιαράς είναι τόσο
ευρύ, ώστε θα μπορούσε να πάρει τη μορφή ενός εκτενούς φιλοσοφικού δοκιμίου ή,
για να έρθουμε στα πλαίσια της λογοτεχνίας, τη μορφή ενός μυθιστορήματος που
στον πυρήνα του θα βρισκόταν η συγκεκριμένη θεώρηση – άλλωστε η αρχαία
δραματική τέχνη (για να θυμηθούμε πάλι τον Οιδίποδα) γνώριζε τον τρόπο να
εκθέσει τον φιλοσοφικό στοχασμό μέσα στην τραγικότητα της μοίρας των ηρώων της.
Εδώ επιλέχτηκε η πιο σύντομη εκδοχή ανάπτυξης, με τη μορφή εξομολόγησης. Με
ανατάσεις κατά τόπους, ικανές να προκαλέσουν ισχυρές αναγνωστικές δονήσεις (η
ένταση βαίνει κλιμακούμενη προχωρώντας προς το τέλος) με πιο πεζές προσγειώσεις
αλλού, ο Χουλιαράς καταθέτει ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα (αρχικά της ιδιωτικής του
αγωνίας που σταδιακά σε αγγίζει
προσωπικά), μια συγγραφική κατάθεση που σε υποψιάζει για κάτι συγκλονιστικό που
την προκάλεσε ή ίσως για κάτι ακόμη πιο συγκλονιστικό που διαφαίνεται ως
ενδεχόμενη εξέλιξη στον ορίζοντα.
Να κοιμηθώ
ένα σαρκίο άδειο. Όχι σαν παιδί που προσμένει τον ύπνο. Ούτε σαν έφηβος που
προσμένει το μέλλον του. ούτε σαν άντρας που προσμένει την ηδονή. Ούτε καν σαν
γέρος που προσμένει τον θάνατο. Σαν εμένα που δεν προσμένω πια τίποτα. Ποια η
διαφορά μου από τον Θεό; (σ. 69).
Ωστόσο, η αναγνωστική «συμμετοχή» δεν θα μπορούσε να
προχωρήσει περισσότερο, καθώς ό,τι ειπωθεί πλέον θα είναι εικασίες.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου