Το πέρασμα του Μακελάρη
John Williams
μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο οφθαλμός που προσλαμβάνει το σύμπαν • Fractal (fractalart.gr)
ο οφθαλμός που προσλαμβάνει το σύμπαν
Όταν ο Henry David Thoreau το 1854 έγραψε το Walden-life in the woods, ζώντας ο ίδιος επί δύο χρόνια μέσα στο δάσος, σε μια
χειροποίητη καλύβα δίπλα στη λίμνη Walden, στη Μασσαχουσέττη, θέλησε να
προτείνει, εν μέσω βιομηχανικής επανάστασης, την αναζήτηση ενός διαφορετικού
τρόπου ζωής, μακριά από τη βιαιότητα των εξελίξεων που φαίνονταν ικανές
σταδιακά να ισοπεδώσουν την ανθρώπινη φύση. Στην ουσία πίσω από τη φυσική ζωή
πρότεινε έναν τρόπο για να βρει ο εγκλωβισμένος στις συμβατικές κοινωνίες
άνθρωπος τον εαυτό του, σε συμφιλίωση με τα φυσικά όντα, ακολουθώντας μόνο τις
βασικές του ανάγκες για την επιβίωση.
Πάνω από εκατό χρόνια μετά,
ένας άλλος συγγραφέας, ο John Williams, γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα εστιάζοντας κι αυτός
σε μια επιστροφή στη φύση, διαφορετική όμως από την έμπνευση του Thoreau. Στο Πέρασμα του
Μακελάρη, γραμμένο το 1960, ο ήρωας, Γουίλλιαμ Άντριους, επηρεασμένος από
την πρόταση του Thoreau θα εγκαταλείψει τις
σπουδές του και θα αναζητήσει την ουσία της ζωής στην άγρια ακόμη αμερικανική
δύση με αφετηρία μια φανταστική πόλη, κέντρο εκκίνησης για τους δεκάδες
κυνηγούς, που στα τέλη του 19ου αιώνα εξολόθρευαν κάθε χρόνο κατά
χιλιάδες τα βουβάλια. Στον αντίποδα, εκ των πραγμάτων, του Walden, εδώ οι
άνθρωποι δεν είναι συμφιλιωμένοι με τη φύση, ίσα ίσα την εκμεταλλεύονται μέχρι
τελικής εξόντωσης. Η ολιγοπρόσωπη ομάδα, στην οποία θα προσκολληθεί ο νεαρός
ήρωας, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ακραίες καιρικές συνθήκες στην προσπάθεια να
ξεπαστρέψει μεγάλα κοπάδια βουβαλιών, επιδιώκοντας το μεγάλο κέρδος· έτσι ο
ήρωας, άμαθος σε ανάλογες αντιξοότητες αλλά και στην ωμή βία, θα προχωρήσει
σταδιακά από τη γνώση της φύσης που τον περιβάλλει στη δική του ακριβή αυτογνωσία.
Μέσα σε ένα χρόνο θα περάσει και αυτός, όπως οι ήρωες και στα άλλα δύο σπουδαία
μυθιστορήματα του Williams, όλα τα στάδια της
γνώσης: γνώση του κόσμου γύρω του, γνώση του εαυτού του, γνώση της θέσης του
μέσα σ’ αυτό τον κόσμο – απαραίτητα βήματα προς την ωριμότητα και την ενηλικίωση
που δεν μετριέται μόνο με τα χρόνια ζωής. Και είναι αυτή η παράμετρος που συνδέει
τη συγγραφική έμπνευση των δύο συγγραφέων.
Στο Πέρασμα του μακελάρη ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με σκηνές σκληρές, καθώς η επιλογή του συγγραφέα είναι να καταδείξει τα ακραία όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς που οδηγούν σε αποξένωση από τον φυσικό κόσμο καταργώντας όποια αξία θα ξεχώριζε το ανθρώπινο ον από τα υπόλοιπα. Όπως ο ήρωας προχωράει στην επώδυνη αυτογνωσία του, ο αναγνώστης σταδιακά αποδομεί την ανθρώπινη οίηση μιας πλασματικής ανωτερότητας. Αναπόφευκτα, η σκέψη μας σήμερα (πολύ περισσότερο η σκέψη του αναγνώστη στο μακρινό και λαμπερό για την Αμερική της ανάπτυξης 1960) στρέφεται προς την απομυθοποίηση του αστικού πολιτισμού.
Δεν ξαφνιάζει η συγγραφική
τέχνη του Williams, και ως σύλληψη της
αρχικής ιδέας αλλά και ως επεξεργασία του υλικού, με επίκεντρο τις λεπτές
αποχρώσεις των συμπεριφορών, καθώς η τελειότητα των δύο μεταγενέστερων
μυθιστορημάτων του (Στόουνερ, 1965
και Αύγουστος, 1972) δεν μπορεί παρά
να είχε μία σπουδαία αφετηρία. Η μετάφραση είναι της Αθηνάς Δημητριάδου, η
οποία αναμετρήθηκε άριστα με τον περιεκτικό λόγο του αρχικού κειμένου. Στο
Επίμετρο ένα σημαντικό κείμενο της Michelle Latiolais, που
προσθέτει στην προσεγμένη ως τη λεπτομέρεια έκδοση της σειράς Aldina του Gutenberg, σειρά που δεν θα πάψει να μας εκπλήσσει με τις
επιλογές της και την αρτιότητα των βιβλίων της.
Αποσπάσματα
[…] ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια δόση ειρωνείας στο ότι από το
Κολέγιο του Χάρβαρντ, από τη Βοστόνη, είχε βρεθεί σε τούτο τον παράξενο κόσμο,
όπου για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθε σαν στο σπίτι του. […] Θυμήθηκε μια φράση που είχε ακούσει από τα
χείλη του κυρίου Έμερσον σε μια διάλεξή του που είχε παρακολουθήσει: Γίνομαι ο
οφθαλμός που προσλαμβάνει το σύμπαν. Μέσα στον αγρό και το δάσος, ο ίδιος ήταν
ένα τίποτα· τα έβλεπε όλα· το ρεύμα κάποιας ανώνυμης δύναμης κυκλοφορούσε μέσα
του. (σ. 78-79)
Ήταν κάτι, συνέχισε με
αποσπασματικές κουβέντες που δεν ξεκαθάριζαν όσα σκόπευε να πει, ήταν κάτι που
μέχρι κι ο ίδιος το είχε αισθανθεί κάποιες στιγμές, τότε που διέσχιζαν τις
μεγάλες πεδιάδες, στο μακρύ ταξίδι τους με τη βοϊδάμαξα, ή και στο μακελειό
των βουβαλιών, τη στιγμή που το θεόρατο
ζώο ριγούσε και κατέρρεε […] Να το ’χουνε όλοι μέσα τους;
αναρωτήθηκε χωρίς να προφέρει τις λέξεις. Να καραδοκούσε κρυμμένο μέσα στον
καθένα μας περιμένοντας τη στιγμή να
τιναχτεί έξω, περιμένοντας να καταξεσκίσει και να κατασπαράξει, ώσπου ν’
απομείνει μονάχα το κενό που είχε δει στο γαλανό βλέμμα με το οποίο ο Τσάρλι
Χοτζ αντίκριζε τώρα τον κόσμο; (σ. 424)
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου