Η Ελένη Αράπη
γράφει για το βιβλίο
της Μαρίας Ψωμά - Πετρίδου
«Όταν με βρήκε ο
λύκος»
«….Δεν κλαίω,
ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο
οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που
τοιμάζω,
για να γνωρίσω
τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το
λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα
υπήρξα
για να θαυμάζω,
να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του
ανήκω
και πρέπει
μονάχη να είμαι,
Εγώ, η
άνθρωπος».
Ζωή Καρέλλη
«Επήλθε
το τέλος.
Αλλά
ούτε αυτό θα με απαλλάξει.
Γιατί
Τέλος δεν υπάρχει. Αμήν».
Oι
επιλογές αυτές δεν είναι τυχαίες, έχουν άμεση σχέση, όχι μόνο με το θέμα του
μυθιστορήματος μα και με τον αναπάντεχο επίλογο, που εξακτινώνει όλο το έργο.
Ας πιάσουμε το
νήμα όμως από την αρχή.
Η συγγραφέας αναφέρεται
στην ενδοοικογενειακή βία και στα έμφυλα στερεότυπα. Χαρακτηριστικά όπως γράφει
στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της:
«Πόσες
γυναίκες άραγε έχουν βρεθεί στη θέση μου και πόσες άλλες ζουν και θα ζουν στη
βουβή τρομοκρατία του φόβου; Υπάρχουν, βέβαια, οργανώσεις και υπηρεσίες
στήριξης. Πόσες, όμως, καταφέρνουν να φτάσουν στο κατώφλι, να ζητήσουν βοήθεια
και να λύσουν τη σιωπή τους; Εγώ όχι μόνο δεν το τόλμησα, αλλά ούτε και το
σκέφτηκα ποτέ. Ποια να είναι τα πραγματικά νούμερα και ποια τα ποσοστά αυτών
που, εντέλει, σπάνε τον κλοιό και απελευθερώνονται;» και αναρωτιέται «…Μήπως σαν μια από τις παθούσες θα μπορούσα
όντως να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι απτό, που θα ενδυναμώνει κάθε απόπειρα
λύτρωσής τους;».
Ευθύς εξαρχής η
συγγραφέας κάνει ξεκάθαρη την πρόθεσή της. Στόχος της συγγραφής του βιβλίου
είναι να εμπνεύσει τις γυναίκες να σπάσουν τον κλοιό της σιωπής, νικώντας τους
λύκους – φόβους τους¨ επί της ουσίας χαράσσει τον δρόμο της διεκδίκησης της ζωής
για όλες εμας.
Ένα μυθιστόρημα
λοιπόν που απευθύνεται βασικά και κύρια στις γυναίκες, μα που θα ήταν ευλογία
αν το διάβαζαν και οι άντρες.
Η συγγραφέας
κάνει χρήση της αναδρομής. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται στο δίπολο του χθες (τριτοπρόσωπη
αφήγηση) και του σήμερα (πρωτοπρόσωπη), προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να
σκιαγραφήσει τους πρωταγωνιστές της και να νικήσει τους λύκους – φόβους της,
όπως είπαμε ξεκάθαρα και στην αρχή.
Ήδη από την
επιλογή του τίτλου και του μοτίβου «λύκος» αντιλαμβανόμαστε ότι θα μας αφηγηθεί
όλα αυτά που συνέβησαν όταν την αντάμωσε ο λύκος – φόβος της. Ακόμα και η
επιλογή του χρόνου της κύριας αφήγησης «Καλοκαιρινή νύχτα» δεν είναι καθόλου
τυχαία, αφού τα απόνερα του χτες φτάνουν στο σήμερα και την πνίγουν. Μας λέει
χαρακτηριστικά ήδη από την αρχή (σελ.9) «τα παλιά μου φαντάσματα έχουν
ξεσηκωθεί και πάλι» και στη συνέχεια (σελ. 18) «η ζέστη με πνίγει. Η υγρασία
μπουκώνει την αναπνοή. Ο καναπές βγάζει φωτιές». Η ζέστη του καλοκαιριού, το
υγρό στοιχείο επιτείνουν το αίσθημα του βρασμού. Μας λέει η κ. Ψωμά «Βράζω στο
ζουμί μου» (σελ. 17), μα περισσότερο βράζει στις σκέψεις και τις μνήμες της.
Η πρωταγωνίστρια
της η Ερατώ παραπαίει σε ολόκληρο το έργο μεταξύ αλήθειας και ψέματος, όπως
χαρακτηριστικά ομολογεί «Πού η αλήθεια και πού το όνειρο;» (σελ. 109). Μόνο που
τα όνειρα για την Ερατώ έχουν φορέσει τον μανδύα του Εφιάλτη.
Η επιλογή του
ονόματος Ερατώ, η μούσα της ποιήσεως που σε καλεί να αναγεννηθείς μέσω της
δημιουργίας, ίσως, να ανάβει το λυχνάρι της ελπίδας στον αναγνώστη. Βέβαια η
μάχη της αναγέννησης δεν θα είναι εύκολη, ίσως και αδύνατη, αφού στέκει
απέναντι της ως λύκος μαινόμενος ο άντρας της ο Αχιλλέας. Η Ζωή, η κόρη της, ο
μοναδικός της λόγος να παλεύει και για τις δύο.
Ο λόγος της
Μαρίας Ψωμά είναι μικροπερίοδος, γοργός και κοφτός. Τα ρήματα σε παρασύρουν σαν
καταρράκτης. Δεν λείπουν και τα σύμβολα, η υγρασία που υποδηλώνει την
αποπνικτική ατμόσφαιρα και την ρήξη που έχει υπεισέλθει στη σχέση της. Μας λέει
χαρακτηριστικά : «η υγρασία μπουκώνει την αναπνοή» (σελ. 18) και στη συνέχεια
(σελ 63)
« Οι μεγάλες
αλλαγές δεν συμβαίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Δουλεύουν στην αφάνεια,
όπως η διαρροή σε υπόγειο σωλήνα νερού. Φτάνει να βρεθεί ελαττωματικό κάποιο
σημείο του τοιχώματος… και η πλημμύρα να σαρώσει το διάβα της».
Επίσης το αίμα,
κυρίαρχο, αναφέρει χαρακτηριστικά (σελ 11) «το αίμα μοιάζει να με καταδιώκει»,
«πηκτό ρυάκι αίματος» υποδηλώνοντας τη σήψη, την αιμορραγία όχι μόνο της σάρκας
μα και της ψυχής της. Το ίδιο και το
υγρό στοιχείο, η βροχή – καταρράκτης ως λύτρωση, μα και ο ιδρώτας, τα σωματικά
υγρά, ο βρασμός, ο πνιγμός ως απόρροια των λύκων – φόβων της.
Το κουβάρι της
υπόθεσης και της ενδοοικογενειακής βίας ξετυλίγεται από τις πρώτες σελίδες δια
μέσω του διαλόγου, προσδίδοντας ζωντάνια και αμεσότητα στον λόγο της, διαβάζουμε χαρακτηριστικά (σελ 13-14):
«Θ’ αργήσεις! Οι
ασθενείς θα σε περιμένουν έξω από την πόρτα!»
« Κι εσένα τι σε
κόφτει, μωρή!»,
«Τι θέλεις επιτέλους από μένα!» την
κατακεραυνώνει.
«Δεν σε
αναγνωρίζω πιά!» τον κατηγορεί,
«Σε σιχαίνομαι!»
της ξεφεύγει σαν εμετός.
«Συγχώρεσε με!»
την εκλιπαρεί.
«Δεν πειράζει
αγόρι μου».
Ήδη
σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες, ένας βάναυσος άντρας, που όταν νιώθει ότι χάνει
την μάχη μετουσιώνεται σε ένα αβοήθητο παιδί που λαχταρά τα χάδια και την συγχώρεση,
απειλώντας με την αυτοκτονία. Από την άλλη η Ερατώ το πρότυπο της υποτακτικής
γυναίκας που λειτουργεί ως «αμίλητη σκιά και σκεπάζει κάθε αδυναμία του, κάθε
του βρωμιά», μη τυχόν και γκρεμιστεί η Άγια οικογένεια, μέγιστος φόβος η
δημόσια διαπόμπευση.
Και τέλος η Ζωή, που δυστυχώς δυο
συναισθηματικά ανάπηροι γονείς, κάθε άλλο παρά ζωή δεν της χάρισαν. Αποτελεί το
μοναδικό κίνητρο για την Ερατώ, η κινητήριος δύναμή της για να φέρει στην
επιφάνεια τα σπλάχνα της και να λυτρωθεί από τους λύκους της.
Σε όλο το έργο
κυρίαρχη είναι η εναλλαγή των ρόλων του θύματος και του θύτη. Ήδη από την αρχή
η συγγραφέας μας εξομολογείται: « Το θύμα (Ερατώ) που τόλμησε να γίνει θύτης»
(σελ.17) και ο θύτης, δυνάστης Αχιλλέας που «αυτοκτονούσε κάθε μέρα της ζωής
του» (σελ. 17). Και στη συνέχεια ακόμα πιο ξεκάθαρα «Όταν στην πορεία
αναδύθηκαν οι πραγματικοί εαυτοί μας συγκρουστήκαμε μετωπικά, λυσσαλέα, για το
ποιος θα επικρατούσε. Εξασκήσαμε τα πιο αρχέγονα ένστικτά μας στη μεταξύ μας
πάλη για κυριαρχία. Εντός μας στα μουλωχτά,
εκτός μας κανένας από τους δύο δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίσει κατάφατσα
την αλήθεια. Ματώσαμε, γεμίσαμε βαθιές πληγές, χάσαμε κομμάτια μας. Συνεχίσαμε
να φαγωνόμαστε σε αυτή την αναμέτρηση, ακόμα και χωρισμένοι, από μακριά κι από
κοντά, θαρρείς ήταν ο μόνος τρόπος που ξέραμε να ζούμε. Ναι, υπήρξα θύμα και
είμαι ίσως ακόμη. Έγινα όμως και θύτης, όταν βρήκα τη δύναμη να κόψω τους
δεσμούς, να πάω κόντρα στον φόβο, να αψηφήσω την υπεροχή του, να διεκδικήσω μια
άλλη ζωή. Πύρρειος όμως η νίκη μου…».
Εντέλει όποιος
συναναστρέφεται με το τέρας του μοιάζει. Μέχρι και η μικρή, η Ζωή, έγινε λύκος
κι αυτή, αφού ξεκάθαρα ομολογεί: «Είμαστε λύκοι, μάνα εμείς, μην το ξεχνάς!»
Βασική αιτία
όλων των δεινών ο φόβος, «ο φόβος που σε συρρικνώνει σε τίποτα. Ο φόβος που
καταργεί κάθε σκέψη, αφήνει τα ένστικτα να επελαύνουν στην κόψη του ξυραφιού»
(σελ. 59). Τροφή για τον φόβο η σιωπή. Μοναδικός δρόμος η ενδοσκόπηση «Θα τους
κατασπαράξω τους φόβους μου λοιπόν! Δεν πάει άλλο!...Θα γλείψω τις πληγές μου
και θα συνεχίσω!...θα με ανασύρω από το χώμα!» (σελ. 68).
Λύτρωση η
εξομολόγηση «ο φόβος τρομοκρατείται, όταν αποκαλυφθεί. Υπαναχωρεί στα
μετόπισθεν» (σελ. 93).
Ύψιστη ανάγκη να
ανατείλει επιτέλους το Φως! Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί αν δεν βάλει κανείς
το δάχτυλο στις πληγές, αν δεν σκάψει να βρει τις άρρωστες ρίζες που προκαλούν
τη σήψη του σήμερα.
Αναπάντητο
στέκει ακόμα το ερώτημα της Ζωής « Γιατί άργησες τόσο μάνα; Γιατί;»
Αυτό το από
πάντα για πάντα μαζί. Αυτοί οι γαμήλιοι όρκοι που την στοιχειώνουν. Το ενοχικό
σύνδρομο. Η παράνοια του ενός που παρασύρει και τους οικείους του. Το χάος που
εντέλει την καταπίνει, αποτελούν μερικά από τα θέματα που θίγονται στο έργο της
Μαρίας Ψωμά.
Ύψιστο όμως το
χρέος¨ το ηθικό της χρέος να αρχίσει αυτόν τον διμέτωπο αγώνα τόσο απέναντι
στον λύκο Αχιλλέα, όσο και απέναντι στους λύκους φόβους της, όχι μόνο για να
λυτρωθεί η ίδια μα και για να αποτελέσει εντέλει πρότυπο Γυναίκας για την κόρη
της, ώστε και εκείνη με τη σειρά της «να μην έχει ανάγκη από έναν άντρα να την
επιβεβαιώνει… αλλά να δρα και να ονειρεύεται για τον εαυτό της» (σελ. 81).
Πραγματώνοντας
έτσι το πρόσταγμα της Ζωής Καρέλλη να μην λουφάξει ποτέ στους φόβους της, να
μην υποταχθεί στους λύκους της, αυτή η Άνθρωπος, εμείς οι Γυναίκες.
Ο επίλογος, όπως
προείπα, αναπάντεχος. Έρχεται και επιβεβαιώνει τις επιλογές της αφιέρωσης και
της προμετωπίδας. Το αίμα ως κυρίαρχο σύμβολο, λίγο πριν εκπνεύσει η αφήγηση,
προβάλει κυρίαρχο πάλι
«Το αίμα πλημμυρίζει
τον εγκέφαλο» και εκεί ακριβώς γίνεται η ανατροπή. Αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο
στον αναγνώστη. Τώρα πια ο καθένας μας γράφει το δικό του τέλος «αφού Τέλος δεν
υπάρχει. Αμήν!»
Ελένη Αράπη
Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Κριτικά σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2016 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή Με βράγχια ανασαίνω από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Η Μικρή μεθόριος είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή, 2021 εκδόσεις Ιωλκός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου