Για το βιβλίο του
Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
οχιναιλέγοντας
Εκδόσεις Ίκαρος
γράφει η Δήμητρα Ρούσσου
Μες στα ‘οχιναιλέγοντας’ τού καθενός
‘Οχιναιλέγοντας’: Ένας Έρωτας στην αρχή του· σαν
ανοιξιάτικο χλωρό λιβάδι, μ’ ένα τρυφερό χνούδι στη ραχοκοκαλιά. Μα και ο ίδιος
ο τρομερός Έρωτας μετά· ‘Μια πίστη σαν λαιμητόμος· τόσο βαριά, τόσο ελαφριά’.
Ένας Λίβιος και μία Ροδή· πολύ νέοι, ολόδροσοι, με τη μεταξένια γυαλάδα στους
κροτάφους, πασκίζουν να γευτούν το πικρό μέλι του Έρωτα… Έν’ ακόμη τετριμμένο love story;
Στις μέρες μας; Στον 21ο αιώνα; Όχι βέβαια· ο Αδαμόπουλος ελλοχεύει,
επικίνδυνος, μέσ’ απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες: ‘Απόλυτα,
αγνά· ξεδιάντροπα εντελώς’ λέει…
Κι έπειτα
χάνεται η Ροδή. Σαν πλανόδιο φεγγάρι χάνεται. Για τι; Για πού; Τι κόλαση, τι καυτή μαύρη λάβα, χαρίζει στον Λίβιο αυτό
το όμορφο πλάσμα! Το κορίτσι εκείνο, που απ’ τη μια μάς χαμογελά με το πιο
εκθαμβωτικό της χαμόγελο -η φιλοξενία τής εταίρας ίσως πουν οι κυνικότεροι
αναγνώστες- κι απ’ την άλλη μάς στέλνει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Και είμαστε
ακόμη σχεδόν στην αρχή τού έργου...
‘Οχιναιλέγοντας’ λοιπόν: Η Ερωτική Λογοτεχνία·
καυτή υγρή και άγρια σαν την ίδια τη Φύση, περπατημένη μαζί μ’ ένα σωρό
σατύρους, που είναι παντού παρόντες, σ’ όλο το έργο. Στον ιδρωμένο έρωτά του,
θα βρείτε εξ ίσου τη λαγνεία, το δόσιμο, μα και τα δάκρυα τού ωκεάνιου,
ερωτικού θρησκευτικού συναισθήματος: Εκείνοι
που είδαν τον έρωτά τους μόνο σε βράδια καμωμένα από πανσέληνο: Βράδια όπου το
φαντασιακό τραυλίζει ψεύτικα· οχιναιλέγοντας σαν μακρόσυρτος λυγμός, που
κουβαλά κιόλας μέσα του τον χωρισμό…
Ας δούμε εν
τάχει τα κύρια πρόσωπα τού έργου, όπως ακούμε να τα πλάθει ο συγγραφέας. Ναι,
όπως ακούμε να πλάθεται στη σιωπή η νύχτα· μ’ αυτήν τη μυστηριακή ένταση. Ο
Λίβιος πρώτα: Σ’ έναν χρόνο ά-χρονο, ντυμένος με κυνηγετικά ρούχα, νέος κι
όμορφος, από βασιλική γενιά. Ή και σύγχρονος νέος, με το μαύρο του μπουφάν, ‘σ’ ένα ξέφωτο μέσα σ’ ένα πυκνό ευτυχισμένο
δάσος’· χορογραφεί το γλυκό κάψιμο στο στομάχι, την αλητεία του, και σβήνει
τη δίψα του σε διάφορους έρωτες εδώ κι εκεί. Δεν είναι άμαθος: Πριν τον έρωτά
του για την Ροδή, αγαπιόταν μ’ έρωτες ηδονικούς· τίποτα περισσότερο όμως. Και
τα χέρια του είχαν το άξεστο και βαρύ βάρος εκείνου που όταν χαϊδεύει, κάνει
κακό χωρίς να το ξέρει. Η ίδια η Ροδή λέει για τον
έρωτά τους, στην αρχή: ‘Παίζαμε,
κυνηγούσαμε, τρέχαμε, τραγουδούσαμε χορεύαμε, ψαρεύαμε, συνέχεια γελούσαμε· μες
στη χαρά περνούσαμε τότε την κάθε μέρα’. Τόσο καταλάβαιναν… Και ύστερα εκείνη
τον προδίδει. Και χάνονται. Κι ο Λίβιος δεν έχει δέρμα πια· χώρια της, δεν
μπορεί ν’ αγγιχτεί. Κι είν’ η Αγάπη Μοναξιά που γδέρνει τον καθένα: ‘Έρωτα με ξεγέλασες· πίσω πάλι με ρίχνεις. Έβαλες
και μού αρπάξανε το αδέρφι, τη Ροδή μου· και γύρω, μέσα μου, παντού· μαύρα όλα
τα δείχνεις: Ροδή!..’
Θα
τη βρει πάλι τη Ροδή του; Και θα ’ναι μαζί της το ίδιο, όπως πριν; Θα ξαναβρεί
άραγε την ξεγνοιασιά εκείνου τού προσώπου, βυθισμένο πάντα στη γλύκα μιας
ατέλειωτης παιδικής ηλικίας που επιπλέει στην επιφάνεια τής σάρκας; Ή θα βρει
μια γυναίκα που έχει σκάψει το είναι της, ξήλωσε τις ραφές του· ώριμη, από ένα
συναίσθημα πολύ δυνατό, που την απογυμνώνει απ’ τη χάρη, τη φινέτσα, και την
κάνει αισθησιακή; Ας αφήσουμε το έργο να μάς πει!
Ο
Κλίτος, ο ωριμότερος φίλος τού Λίβιου. Ο απίστευτα ερωτεύσιμος Κλίτος, που είχε
δεηθεί στον θεό του -και είχε τους λόγους του γι’ αυτό- να τού δοθεί η
θρησκευτική εσωτερικότητα, η αυστηρότητα τού ερωτικού κόσμου. Ο μοναχικός Κλίτος,
ο σοφός Κλίτος που σίγουρα είναι ο καταλύτης των πάντων σε όλο το έργο. Ας
μείνει εδώ, ερμητικός· ένα γοητευτικό αίνιγμα...
Η
Ευφρώ, που είναι έν’ ατίθασο ελάφι· αυτή κι αν είναι Αγάπη: Αγάπη και Έρωτας
μαζί! ‘Σταρόχρωμη, με πράσινα μάτια που
καίνε, τυλιγμένη με κάτι κουρέλια που κρέμονται πάνω της δίχως καλά καλά να
σκεπάζουν την όμορφη γύμνια της’. Και βέβαια είναι σε αντίστιξη με την Ροδή:
Αν αυτή η τελευταία είναι μια καθαρά Λεοναρδική γυναίκα· η Ευφρώ έχει μια ψυχή
με δέρμα γδαρμένο· ταπεινωμένη από Έρωτα. Μιλάει ασίγαστα. Κανείς δεν την
ακούει (ο Κλίτος ίσως;), μα εκείνη όλο λέει και λέει, αφήνοντας λέφτερα
τον ταπεινωμένο πόθο που κυλάει μέσα της ν’ ακούγεται δυνατά. Μια βλασφημία ανεβαίνει στα χείλη της, που
θρυμματίζει την ευλογία τού Έρωτα. Απ’ την άλλη, ακουμπά τον πόθο της πάνω στην κρυμμένη αλήθεια τής
Ροδής. Ας την αφήσουμε κι αυτήν εδώ· στο εξωτικό της μυστήριο!
Και η Ροδή·
πρώτη σαν τελευταία: Η Ροδή, που δείχνει αθώα, α-τοπική. Από εκείνα τα πλάσματα
που ο ερωτευμένος θα μπορούσε να εκμυστηρευτεί σ’ έναν φίλο του: ‘Δεν ξέρει
τίποτε για το κακό που μού κάνει’. Από εκείνα που η πίστη και η προδοσία είναι συνάμα
παιχνίδι και πραγματικότητα. Παιχνίδι αποκρύψεων κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μα
και -αλίμονο- η πραγματικότητα τής κάθε μέρας. Με τι μοιάζει άραγε ο Έρωτας τής
Ροδής; Είναι Αγάπη η Ροδή; Ο Λίβιος την αγαπούσε, τον μεθούσε που τιναζόταν
δίπλα του σαν βίαιο λουλούδι, ώσπου την έκλεψε ο Γήρας· ο παλιός μνηστήρας της
-όπως λέει η ίδια στον Κλίτο. Για να τού πει λίγο μετά, κλαίγοντας σπαρακτικά, μιαν
άλλη εκδοχή· εντελώς αντίθετη απ’ την προηγούμενη, δημιουργώντας έτσι μια
προσωπικότητα ακόμα πιο σύνθετη και πιο ενδιαφέρουσα.
Τι αφήγηση! Τι λογοτεχνική
μαεστρία· μέσα στη δαιδαλώδη δαντέλα των πιο κρυφών αισθημάτων ως μέσα στον
πάτο τής ύπαρξης… Μέγα κατόρθωμα τού Αδαμόπουλου στον γραπτό λόγο· που όμως είναι
συνάμα και θεατρικός λόγος. Γιατί τώρα είναι η ώρα να το πω: Αυτό το
ολοζώντανο, εξαιρετικό ανάγνωσμα που διαβάζεται μονομιάς, είναι και θεατρικό
έργο! Ένα συναρπαστικό θεατρικό έργο, με στέρεη δομή, μεγάλη αγωνία και
καταιγιστικούς ρυθμούς· που αν δεν ήταν τόσο φρικτά σύγχρονο, τόσο ολότελα δικό
μας, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως έχει γραφτεί στις μέρες μας,
έτσι που έχουν ονόματ’ αρχαία οι ήρωές του· τριγυρισμένοι κάστρα, πυρσούς τόξα
και βέλη… Εντελώς επίκαιρο, σημερινό, θεατρικό· κι ας έχει και Χορό στη διανομή
του· τον Χορό των Φρουρών τού Έρωτα, που είναι η ίδια η συνείδηση τού συγγραφέα:
‘Ξυπόλητοι, μισόγυμνοι, προβιές φορώντας
και παίζοντας σείστρα, νταούλια, ντέφια και τσαμπούνες, σουραύλια, βούκινα,
ζουρνάδες, ούτια, λύρες και λαούτα.’ Τίγρεις είναι οι φρουροί τού Έρωτα,
μαύροι πάνθηρες, χυτά δελφίνια, σαλεμένοι σάτυροι, που πηδούν και χορεύουν πάνω
απ’ το φρύδι μας, μάς παίρνουν στη φρενίτιδά τους και χανόμαστε μαζί τους.
Το αφηγηματικό
δαχτυλίδι, στο κέντρο των επάλληλων κύκλων τού έργου, μάς θυμίζει ιδεολογικό
πόλεμο μα και ερωτική αποπλάνηση: Το θέμα είναι να κατακτήσεις, να σαγηνεύσεις,
να κλέψεις· αντρική υπόθεση αυτό. Και η Ροδή -η γυναίκα- όταν τη συναντά ο
Κλίτος, δεν ξέρει τίποτε πια για τον Λίβιο· αν και κάποια στιγμή τον θέλει βασανιστικά
πίσω. Οχιναιλέγει δηλαδή, ξανά και πάλι μέσα της…
Ποιο να είναι άραγε
το σκοτεινό μυστικό όλου αυτού τού πολύπλοκου γρίφου; Ποιος σκορπά μες απ’ τη
σαγήνη τη σύγχυση· καθώς τα διάφορα εγώ συγκρούονται αντί να ενωθούν όπως το
επιθυμούν; Μήπως είμαστε όλοι μας κάπως έτσι· οχιναιλέγοντας κι εμείς διαρκώς, στη
δική μας ζωή; Η Ροδή δεν το ομολογεί. Δεν θέλει να το ξέρει. Ώσπου, κάποια
στιγμή όταν ο Κλίτος τη ρωτά· εκείνη με την ψυχή στο στόμα, αρχίζει να σκαλίζει
την πληγή της. Ο Κλίτος επιμένει, την πιέζει... Και ο ποιητής, με τον συνταρακτικό εκείνο μονόλογο, λίγο πριν
την Έξοδο, φτάνει στα άκρα τής ψυχαναλυτικής ματιάς, εκφέροντας έναν
επαναστατικό εντέλει, λόγο. Εκεί παίζονται όλα: Ωμή κραυγή που σφάζει είναι ο
πόνος αυτός τής Ροδής. Κι ακούγοντάς τον, καθένας ματώνει απ’ τη λαβωματιά της·
καθώς αντιλαλούνε μέσα μας, θέλοντας και μη, όλα τα οχιναιλέγοντας τής δικιάς
μας ζωής...
Είναι
εξουθενωτικό το ταλέντο τού Αδαμόπουλου. Είναι ένα άφοβο άνοιγμα σε ιδέες
αναρχικές ή εμπρηστικά ανατρεπτικές, σε παγωμένους τόκους τού Έρωτα. Άνοιγμα
που σίγουρα δεν το επιχειρεί κανείς εύκολα. Κι αληθινά η λάμψη των στίχων του,
μ’ εκείνο το λαχτάρισμα που έχει πάντα η φυσική του ροπή για τις μεγάλες ουσίες
μα και για τις λεπτές φόρμες τους, ξορκίζει τον άγριο κι επικίνδυνο παιδικό μας
φόβο για την αληθινή Αγάπη και για τον ατόφιο Έρωτα.
Οι επιφάνειες τού
λόγου του, που παραμένει πάντα φυσικός. δεν είναι στιλπνές ούτε λείες. Είναι τής
κόψης, τής αιχμής, τής ραγισμένης αρμονίας. Ο Αδαμόπουλος είναι πολύ προικισμένος
χαράκτης: Με τρομερή σιγουριά σέρνει βίαια και βαθιά το καλέμι του πάνω στα
πρόσωπά του. Απ’ αυτές τις τομές εκλύονται απίστευτες συμμετρίες, καθώς ο ίδιος
διασπά και ενώνει και είναι παρών και λείπει. Και πώς τα καταφέρνει· αυτός ο
δαιμονικός λόγος, ο πελεκητός, να ρέει απλά κι αβίαστα μέσα μας σαν ένα γάργαρο
κύλισμα, στην πιο βαθιά σιωπή τής ψυχής; Κι έχεις την αίσθηση πως σε χαράζει· λες
κι είναι φτιαγμένος για σένα ειδικά: Δεν φεύγουν εύκολα οι λέξεις του, μα μένουν
εκεί και σού αφήνουν μιαν αξεδίψαστη δίψα, να θες να ζήσεις κι εσύ τη δική σου
αλήθεια. Κι έχουν και κάτι μουσικές! Σαγηνευτικός λόγος απόλυτα σύγχρονος,
ζωντανός, άμεσος. Όσο για τη αιθέρια κινητικότητα τού μοναδικά ευρηματικού finale· αυτό ΔΕΝ είναι λόγος πια, δεν είναι λέξεις, μα
ένας μεθυστικός στρόβιλος που σε αρπάζει και σε ρουφάει
ολόσωμα στις δίνες του· καθώς το έργο τελειώνει: Τελειώνει· και χωρίς να λέγεται
τίποτε ρητά, έχουνε ειπωθεί τα πάντα...
* * *
Υ.Γ: Ειλικρινά· δεν μπορώ να
καταλάβω πώς ένα τέτοιο έργο, δέκα χρόνια τώρα, δεν έχει παιχτεί ποτέ στο
θέατρο! Δεν το χωράει ο νους μου· πώς είναι δυνατόν ούτ’ ένας σκηνοθέτης, ένας
θεατρολόγος, κάποιος θεατρικός παραγωγός, να μη διάβασε αυτό το βιβλίο· που
μάλιστα το έχει εκδώσει ένας ιστορικός οίκος όπως είναι ο ‘Ίκαρος’. Πώς είναι
δυνατόν ούτε ένας Οργανισμός, ούτε ένα Πολιτιστικό Ίδρυμα, να μην έχει
ενημερωθεί για ένα τέτοιο έργο· τη στιγμή που όλοι μιλούν για φτώχεια, και για
κρίση μηρυκάζοντας τα ίδια και τα ίδια για τον Πολιτισμό, τα Πολιτιστικά, τα
Πολιτισμικά, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο· αφού υπάρχει το ‘Οχιναιλέγοντας’…
©Δήμητρα Ρούσσου
dhmhtraroussou@gmail.com
Φιλόλογος Εκπαιδευτικός
6 Ιουλίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου