Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΙΤΟ Π. Ποίημα της Άννας Πετράκη

 

ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΙΤΟ Π.

Ποίημα της Άννας Πετράκη

(Photo by Alex Iby)






Σαν να ’χατε συμφωνήσει από καιρό,

αναχωρήσατε όλοι, με μια σχεδόν ανάσα,

«πλήρεις ημερών»,

καθώς, κατά τα ειωθότα,

οι εναπομείναντες λένε.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σημαίνει

πληρότητα των ημερών.

Πανσέληνες νύχτες,

ευλογημένες ποτιστικές βροχές,

γόνατα γελαστά, ένοχα βυθισμένα σε χειμωνιάτικο κύμα,

βανίλιες με δροσάτο νερό


σε γιασεμιές αυλές, μέσα στην κάψα του Αυγούστου,

ψίθυροι, φιλιά και «σ’ αγαπώ»

έμειναν πίσω στη γη,

ανίδωτα, ανείπωτα, ανέγγιχτα, ανεπίδοτα, ματαιωμένα.

Ποιος δικαιούται να μιλά για πλησμονή;

Και ποιος τα γήινα θνητά ποτέ του τα χορταίνει;

Οι επιζήσαντες, ξένοι, αποφαίνονται

για τον εκάστοτε τεθνεώτα

«έφυγε πλήρης ημερών»,

ανεπαρκής παραμυθία

των λατρεμένων οικείων...

 

Πόσα δεν προλάβατε να σύρετε

από τη ματωμένη ψυχή σας ώς στην άκρη του μολυβιού,

κι ας είπανε για σας

πως φύγατε πλήρεις ημερών

και αφήσατε παρακαταθήκη ένα τεράστιο έργο;

 

Κανένας δεν φεύγει πλήρης από τίποτε

Κανείς μας δεν φεύγει πλήρης ποτέ...

 

Δεν πρόλαβα να σας γνωρίσω στ’ αλήθεια

(μόνο κάτι ιλουστρασιόν φωτογραφίες σας

σε ένθετα του κυριακάτικου τύπου,

κάτι γυάλινες ''καθώς πρέπει'' συνεντεύξεις,

κάτι τιμητικές συνευρέσεις μας

σε λογοτεχνικές βραδιές).

Δεν μιλήσαμε ενώπιος ενωπίω αυθόρμητα, απλά,

μ’ ένα κρασί ν’ αδειάζει, να γεμίζει ανάμεσά μας,

ώς το ξημέρωμα σπονδές να προσφέρουμε

στην πιο φωτεινή εγρήγορση,

αυτήν της ημιμέθης

 


Να ’μασταν, λέει, μια βραδιά όλοι μαζί

και θεριεμένη κληματαριά να στεφάνωνε τα μαλλιά μας

(τι δόξα!),

παραδομένοι και ανοχύρωτοι

στη μοναξιά, στα ανεκπλήρωτα, στην αμείλικτη φθορά

και μέσα σε όλα αυτά

πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά

οι πιο βαθιές, οι πιο γκρεμνές μας λέξεις

να ’ταν παιάνας και ελεγεία για τον έρωτα

κι εμείς

συντετριμμένοι προσκυνητές

μύστες, ιερωμένοι και θεοί του…

Οι άμυνες να σωριάζονταν,

να χάναμε τον έλεγχο,

προκατακλυσμιαία αθώοι,

σαν να μην ήμασταν

η Αγγελάκη, η Δημουλά, ο Πατρίκιος

τυλιγμένοι

μες στο κουκούλι της συγκίνησης

αθώων πάνω στις σελίδες μας ματιών,

στις διακρίσεις εκ μέρους των ειδημόνων,

στις επευφημίες από τους παρεπιδημούντες

σε συγκεντρώσεις πολιτιστικές…

Θα σας ξάφνιαζα (χοντρό αστείο)

θα καλούσα και τον Χριστιανόπουλο.

Σιγά να μη δεχόταν!

Αλλά, εάν ερχόταν...,

απρόβλεπτος και ακραίος,

βιτριολικά θα αποδομούσε

τα συμβατικά, τα τετριμμένα

(εάν δεν έμενε ερμητικά βουβός!)

 


Τι θάμβος, τι σαγήνη, τι φως και τι οδύνη

η συντροφιά μας...

Ελεύθεροι, ανεπιτήδευτοι, τσαλακωμένοι.

Καμιά καταγραφή σε επίσημα πρακτικά.

Ώς το ξημέρωμα θα υφαίναμε

πολύτιμες κοινές αναμνήσεις

με λέξεις εκ βαθέων

«αυστηρώς ακατάλληλες»

(που σαν τις ανακαλούσαμε,

ίσως χαμογελώντας να αυτολογοκρίνονταν,

εκ των υστέρων...).

Ελεύθεροι, ανεπιτήδευτοι, τσαλακωμένοι,

χωρίς δεύτερο δέρμα επάνω μας αυτό του ποιητή.

Η μήπως θα κρατούσαμε

τη μόνη σάρκινη αλήθεια πάνω μας, αυτήν του ποιητή;

 

Δεν προφτάσαμε να πούμε

ποιους στίχους κρυφά ζηλέψαμε,

ποιους θα θέλαμε να είχαμε γράψει ο ένας του άλλου.

Αν ανταμώσουμε κουκκίδες στο άπειρο

σαν Κατερίνα, σαν Κική, σαν Ντίνος και σαν Τίτος,

σε μια άλλη διάσταση χώρου και χρόνου,

ίσως να κάνουμε, επιτέλους,

τις εκμυστηρεύσεις

που ποτέ δεν μοιραστήκαμε εδώ

 

Εσείς αναχωρήσατε μαζί, σχεδόν με μιαν ανάσα.

Για πότε άραγε η άδηλη μοίρα

να έχει ορίσει

τη δική μου αναπόδραστη συνάντηση με το πεπρωμένο;

Δεν φοβάμαι.

Απλά, αναρωτιέμαι

μέσα στο αχανές του κόσμου πώς θα σας βρω.

Θα στείλω μήνυμα, αιωρούμενος στην άβυσσο,

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑΑΑ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΟΟΣ

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗΗΗ...

Αν δεν με ακούσετε,

θα ουρλιάξω σήμα στο χάος

τη ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

και τη ΣΑΡΚΑ μου

και τότε τους γαλαξίες θα διασχίσετε

και σίγουρα εσείς θα με βρείτε

 

Θα φύγω κι εγώ...

με μισοτελειωμένες τις συναρπαστικές μου ημέρες,

με ποιήματα αρχινημένα στην άκρη της ψυχής.

Θα πούνε και για μένα

πως έφυγα πλήρης ημερών

και άφησα πίσω μου ένα τεράστιο έργο,

 

δίχως να ξέρουν πως

 

τα δάχτυλά μου ακόμα κι αυτή τη στιγμή

καινούργιες κανακεύουνε λέξεις,

καθετί που έχει σάρκα και οστά

λαχταρώ να τ’ αγγίξω,

όλα μέσα μου, γύρω μου, παντού

ακόμα με καίνε,

αχόρταγα κι αχόρταστα

ακόμα όλα

τα πεινάω,

ακόμα όλα

τα διψώ

 Άννα Πετράκη

(11/08/2020, όταν '' έφυγε'' ο Ντίνος Χριστιανόπουλος)

 

 


Η Άννα Ε. Πετράκη γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από την Εύβοια και την Προύσσα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Εργογραφία: «Όσα δεν έζησα...» (Andy' s Publishers 2015), «Ζωή σε 9/8...» (ΚΑΚΤΟΣ 2016), «Ακραίο... σχεδόν (ΚΑΚΤΟΣ 2017), «Της μνήμης και της λησμονιάς, Πικρόχολα και μελίρρυτα» (ΚΑΚΤΟΣ 2017), «Αθήνα, 2021 μ. Χ.» (ΚΑΚΤΟΣ 2018), «'Ολα του έρωτα» (ΚΑΚΤΟΣ 2018), «... που ήταν αταξίδευτο» (ΚΑΚΤΟΣ 2019), «Το φίλημα των λυγμών» ΚΑΚΤΟΣ 2019), «ΑΝΑΚΥΚΛ» (ΚΑΚΤΟΣ 2020). Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: «Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2019» (τοβιβλίοnet), «Μικρή ανθολογία ποίησης για τους πρόσφυγες ΙΙΙ» (στίγμαΛόγου 2019).

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχο το ποιήμα και η αναφορά στους μεγάλους δημιουργούς ! Δεν σχολιάζω. Μένω με την απόλυτη ικανοποίηση από
    την ανάγνωση του ποιήματος!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή