Τα
αρχέτυπα στην ποίηση της Διώνης Δημητριάδου
«Παλίμψηστη
του Λύκου μου Μορφή»
Της
Διώνης Δημητριάδου
ΑΩ
εκδόσεις, 2021
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Literature.gr
Κριτική: Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, Διώνη Δημητριάδου (literature.gr)
Αν
η γραφή γεννιέται από την προσωπική απώλεια και τον σπαραγμό, η ποιητική
σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή (AΩ 2021)
εγκυμονεί στη μήτρα τη φωνή της πάσχουσας ανθρωπότητας. Ανοίγοντας έναν διάλογο
εσωτερικό με προεκτάσεις ψυχαναλυτικές και ποιητικές, βυθίζεται στα μύχια της
ανθρώπινης ύπαρξης. Συντροφιά της τα αρχέτυπα, εικόνες που δεν ανήκουν στο
ατομικό πνεύμα ή σε συγκεκριμένες πολιτισμικές κατασκευές, αλλά στο αχανές
ασυνείδητο της ανθρωπότητας.
Ο
Karl Jung μίλησε για αρχέτυπα στη λογοτεχνία και υποστήριξε ότι σε ένα αληθινά
συμβολικό έργο, η πηγή των εικόνων δεν βρίσκεται στο ατομικό υποσυνείδητο του
συγγραφέα, αλλά στον χώρο της ασυνείδητης μυθολογίας, τα αρχέγονα περιεχόμενα
της οποίας είναι κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας. Αρχέτυπα αποτελούν για
παράδειγμα ο ήλιος, ο σταυρός, το φεγγάρι, το σπαθί, το λιοντάρι, ο λύκος.
Στοιχεία του εξωτερικού χώρου που συνδέονται με τον ψυχισμό. Στοιχεία
παλίμψηστα που μας επιτρέπουν να ανιχνεύουμε τον βυθό και τα στρώματα της
μνήμης. Μορφές μυθικές στις οποίες η ανθρωπότητα αποτυπώνει τη δική της εικόνα
για τον κόσμο, ανεξάρτητα από εθνοτικές ή γλωσσικές διαστρωματώσεις.
Η
Διώνη Δημητριάδου χρησιμοποιεί το αρχέτυπο του λύκου. Ο Λύκος της έχει
ανθρώπινη φωνή, πίνει καφέ. Είναι Λύκος και Δαίμονας μαζί. Φοβισμένος, έρημος,
ταπεινός, πιασμένος στην απόχη, αναμετριέται με το κακό. Θύτης και θύμα
ταυτόχρονα.
Η
ταύτισή μας με ένα ζώο συμβολίζει το ασυνείδητο, σύμφωνα με τον Jung. Στα
παραμύθια των λαών ο λύκος εμφανίζεται σε σκοτεινά δάση που φωτίζονται από την
πανσέληνο. Από τη μια, είναι άγριος, κακός, το εμπόδιο για να φτάσουμε στο
σπίτι, στην ασφάλειά μας, σχετίζεται με τα ένστικτα, το σκοτάδι, το πέρασμα
στον Κάτω Κόσμο. Από την άλλη, συμβολίζει τη φωτιά, το φως, τη γνώση, η οποία
μπορεί να γίνει και επικίνδυνη. Άπειρες είναι οι ιστορίες παιδιών που χάθηκαν
στο δάσος και σώθηκαν γιατί τα θήλασαν οι λύκαινες. Μεταξύ αυτών ο Mόγλης, ο
οποίος αναφέρεται στη συλλογή· το παιδί που βρέθηκε από κυνηγούς το 1867 να
μεγαλώνει στο δάσος μέσα σε μια αγέλη λύκων.
Η
Διώνη Δημητριάδου περιγράφει με αγωνιακό συναίσθημα τη διπλή υπόσταση του
ανθρώπου. Από τη μια την κτηνώδη φύση του, με την επιθετικότητα, την αγριότητα·
από την άλλη την πνευματική, του φωτός, της ποίησης.
Καταγράφει
στη συλλογή της εννιά περάσματα του Λύκου στον σύγχρονο αστικό βίο.
Πεζοποιήματα τα περάσματα, με συνοδευτικά ποιήματα και ρήσεις προφητείας. Τα
παρουσιάζει σαν σκηνές σε φιλμ νουάρ: με χαμηλό φωτισμό, στη μαύρη νύχτα ή στο
λυκόφως. Με ύφος σολωμικό, ενίοτε βιβλικό και προφητικό, ο λύκος περιπλανιέται
στην πόλη.
[…]
Λίγο φοβισμένος σιγοπατούσε κι όλο κοίταζε γύρω του. Ανθρώπων καταλύματα είναι
αυτά, σκεφτόταν. Τα γκρίζα μάτια του δεν είχαν ξαναδεί τίποτα τόσο άγριο […]
Φοβισμένος,
αναζητά την ασφάλεια της αγέλης. Όμως η μάζα τον απωθεί και η μοναξιά τον
πληγώνει.
Βαρύς
ο νόστος
η
αγέλη απωθητική
κι
η μοναξιά ανελέητη […]
(ΛΥΚΟΣ
ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΜΑΖΙ, σελ. 12)
Η
Διώνη Δημητριάδου ιχνηλατεί τα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής. Τη νύχτα αναζητά
καταφύγιο στην ποίηση, όμως ο ποιητής είναι τυφλός και ανέστιος. Και αργεί να
ξημερώσει. Παίζει με τις δύο φύσεις του ανθρώπου, την υψηλή-πνευματική και την
άγρια-κτηνώδη. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά τέρατα, αναμετράται
με το ατομικό και συλλογικό σκότος, ενώ παράλληλα επιχειρεί να συμφιλιωθεί με
τον «πολιτισμό».
Οι
περιπλανήσεις του λύκου στην πόλη αναδεικνύουν την πολύπλευρη και απροσδιόριστη
υπόσταση του ανθρώπου. Ζητά ζεστασιά και συντροφικότητα, όμως νιώθει μόνος.
Αδύναμος και μοναχικός, οδηγείται σε αδιέξοδο, αντιμετωπίζοντας την αποξένωση.
Πώς
να χωθείς έτσι ακυβέρνητος
στο
δάσος των ανθρώπων
το
νήμα πώς να πιάσεις;
Η
Αριάδνη μια προδοσία ολοφάνερη
Θα
βρεις το δρόμο, μου ’λεγε
κι
εγώ
Λύκος
πιστός
πιάστηκα
στην παγίδα
(ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ,
Σελ. 15)
Η
Δημητριάδου περιγράφει με τρόπο ανάγλυφο τον ασθματικό αγώνα του ανθρώπου για
επιβίωση σε έναν κόσμο εχθρικό. Λύκος ανάμεσα σε λύκους. (Homo hominis lupus. Η
ρήση του Πλαύτου). Αναπαριστά τον πάσχοντα άνθρωπο που πορεύεται σαν άγγελος
εκπεσών μέσα στο σκοτάδι. Τραγικός Επιμηθέας, μοιραίο θήραμα των άλλων λύκων.
Έχοντας απολέσει το ελεητικό του πρόσωπο, παλεύει σαν Σίσυφος.[i]
Πόνος,
απουσία, ματαίωση. Η προς τα ένδον στροφή καταντά ΤΣΙΡΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟΥ με παλιάτσους
φόβους και διαψεύσεις.
[…]
Άκουγε ο Λύκος και ο θυμός του φούντωνε, τον έπνιγε ανείπωτη κραυγή. Πώς να
φανερωθεί μέσα στο πλήθος των ανθρώπων; Πώς να ντυθεί κι αυτός στο ψέμα τους;
Κάποιοι με λένε ταξιδιώτη κάποιοι περιπλανώμενη απειλή – ας μην ξανοίγεστε στο
δάσος μοναχοί γιατί μπορεί να συναντήσετε συντροφευμένους λύκους…
έτσι
σκεφτόταν ο Λύκος
και
τρόμαζε και αυτός με την ιδέα.
(ΤΟΥ
ΛΥΚΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ, σελ. 21)
Ένα
παλίμψηστο η ανθρώπινη ιστορία, γράφεται ξανά και ξανά. Οι φόβοι της παιδικής
ηλικίας (προϊστορικού ανθρώπου) ξαναζούν στην ωριμότητα (σύγχρονος άνθρωπος).
Απροσάρμοστο σαν τον Μόγλη το ανθρώπινο ον, δεν διδάσκεται από την ιπποσύνη,
τον δονκιχωτισμό. Φαουστική η ζωή του.
[…]
Τρέμει η ψυχή την καταιγίδα
Σαλοί
και αλλόκοτοι μαζί,
θα
πορευθούμε ως το τέλος
Την κόλαση την έχω βρει
γι’
αυτό κι ο φόβος
πιο
κρυφός
πιο
μοχθηρός με την ψυχή μου
φωλιάζει
μέσα μου και τρώει
από
το σώμα και τον νου μου
μην
ξεχαστώ και με ξεχάσω
(ΜΟΙΡΑΙΑ
ΡΗΣΗ, σελ. 24-25)
Προσωπεία,
λυκοφιλίες, ολισθηρά ιδεολογήματα. Αναπότρεπτη η μοίρα του ανθρωπίνου γένους.
Διάψευση, κενό, αποσύνθεση. Δάκρυα, σκοτάδι και αφόρητη παγωνιά. Ο ανθρώπινος
Λύκος συντετριμμένος τραγουδά την έκπτωση. Θηρία οι άνθρωποι και το ποίημα…
ωμοφάγο.
Τη
μέρα κλειδώνω τα θηρία
στην
ντουλάπα
κάνω
πως δεν ακούω τα γρυλλίσματα
σχεδόν
τα ξεχνώ
κάποτε
ησυχάζουν
βάζουνε
κάτω σχέδια
μηχανεύονται
αποδράσεις
Δεν
ξέρω πώς
αλλά
τη νύχτα δραπετεύουν
ξεχύνονται
στα όνειρα
τι
μεταλλάξεις των προσώπων
τι
χρονικά μπερδέματα
μια
απόλυτη αναστάτωση […]
(ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
ΟΝΕΙΡΩΝ, σελ. 27)
Το ασυνείδητο, το όνειρα, ο Φρόιντ. Και στον
ιερό χώρο της ποίησης, η υπεροψία των υψιπετών αφεντάδων
που
ορέγονται να σπέρνουν νάρκες
αφήνοντας
το ποίημα ατελές
όχι
στον στίχο μα στο ήθος
(ΣΠΑΡΜΕΝΟ ΣΕ ΝΑΡΚΕΣ ΤΟ ΤΟΠΙΟ, σελ. 29)
Η
Διώνη Δημητριάδου παραδίδεται στην περιπέτεια της ψυχής, επιθυμώντας κάθαρση.
Με λόγο αγωνιακό, χωρίς τελεία κάποιες φορές στα πεζοποιήματα, παίζοντας με τα
αρχέτυπα του λύκου, του φιδιού, του λαβύρινθου, του καρφιού, περιγράφει την
ασυντρόφευτη μοναξιά του ανθρώπου και μιλά για τον εαυτό και το ποίημα.
Όσο
ιχνηλατώ τα παλαιά
σβήνει
η τωρινή γραφή
κι
όσο αχνή προβάλλει
ίδιο
σπασμένο κρύσταλλο
η
αλλοτινή
τόσο
με θλίβουν
τα
σβησμένα μου όλα
Εμφύλιοι
καιροί
έζωσαν
τη ζωή μου
αμάχη
από παντού
[…]
Τώρα
Λύκος κι αυτός
ρωτά
όλο ρωτά
αν
κάποιος
βρήκε
τον χώρο ανάμεσα
θηρίο
ή θεός
κι
άνθρωπος πού; […]
(ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ ΜΟΡΦΗ, σελ. 47-48).
Κάνοντας
χρήση του ερωτήματος του Σεφέρη από το ποίημά του Ελένη (τ’ είναι θεός; τί μη
θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;), με αναφορές στην αρχαία και χριστιανική
παράδοση, επαναλήψεις, ερωτήσεις, εικόνες, στίχους ρυθμικούς, η ποιήτρια
προβληματίζεται για τον χρόνο, τη μικρότητα του ανθρώπου μέσα στο απέραντο
σύμπαν, την αμαρτία, ζητώντας απεγνωσμένα μια ανάσταση.
Η
ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή μάς
συνεπαίρνει, ίσως γιατί μάς οδηγεί κατευθείαν στον καθρέφτη. Χρησιμοποιώντας τα
αρχέτυπα με τον δικό της μοναδικό τρόπο, εμπλουτίζει τη λογοτεχνία με νέα
επίπεδα ερμηνείας.
[i]
ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ, σελ. 17.
Λίλια Τσούβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου