Άι Ογκάουα
Τα αιρετικά παραμύθια
Ανθολόγηση - Μετάφραση:
Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου
Εκδόσεις Βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/ta-airetika-paramythia
Η
ποίηση της Άι Ογκάουα – μια μεταφραστική πρόκληση
Το σκληρό σώμα της ποίησης σε αγγίζει
ακόμη και με το πρώτο ποίημα της Άι που θα διαβάσεις.
[…] Αυτό
που θέλω πάνω απ’ όλα είναι σκληρό,
χτυπάει
πάνω στα δόντια μου
πάει
πάλι πίσω και με δαγκώνει
(Σκληρότητα)
Νιώθεις πως εδώ τα πράγματα είναι
σοβαρά· η ποίησή της δεν αστειεύεται. Σε μια απόλυτη ευθεία χαραγμένη με το
νυστέρι σε συναντά και σε συμπαρασύρει μέσα από την ανάγνωση σε μια
συναισθητική όσο και σωματική σχεδόν πρόσληψη των ποιημάτων ως το σκληρό
κέλυφος που σπάει ανυπεράσπιστο μπροστά στη δύναμη του ποιητικού λόγου. Από το
σημείο αυτό και πέρα γίνεσαι πλέον συμμέτοχος του πάθους της ποιήτριας,
συνοδοιπόρος στον ιδιόμορφο κόσμο της· έντονο συναίσθημα που θέλεις να το
μοιραστείς με τους άλλους, ίσως γιατί η ποίηση, αν και γράφεται σε έναν
απολύτως ιδιωτικό χώρο, έχει μέσα της τη δύναμη να φτάσει παντού, με όποια
ερμηνεία της χαριστεί στις πολλαπλές αναγνώσεις.
Ωστόσο, η αρχική πρόσληψη ανήκει στον
μεταφραστή (εν προκειμένω στους δύο μεταφραστές), γιατί η απόδοση στην άλλη
γλώσσα αποτελεί το όχημα προκειμένου να διανύσει το πρωτότυπο κείμενο την
απόσταση ως τους αποδέκτες του χωρίς σοβαρές απώλειες (ως προς το νόημα αλλά
και το ύφος). Ο μεταφραστής είναι μόνος του –αυτός και το πρωτότυπο– χωρίς να μπορεί καμία οδηγία, καμία αρχή
μεταφραστική, να τον βοηθήσει. Πώς θα
επιτύχει καλύτερα αυτή τη μετάβαση από τη μια γλώσσα στην άλλη ως προς το νόημα,
δηλαδή το περιεχόμενο, ως προς τη σύζευξη των λέξεων, το πέρασμα από τον ένα
φθόγγο στον άλλο, πώς θα αποδώσει τα εγγενή χαρακτηριστικά της άλλης γλώσσας,
τα τόσο απαραίτητα για να νιώσει κάποιος το ποίημα και τον δημιουργό του; Ο
μεταφραστής κυρίως είναι λογοτέχνης ο ίδιος, αλλιώς δεν θα επιχειρούσε την προσέγγιση
αυτού του είδους γραφής. Προσεγγίζει το κείμενο με διάθεση ποιητική, άρα
δημιουργική. Προσπαθεί να ερμηνεύσει από τη μία, να δημιουργήσει από την άλλη.
Τι από τα δύο ως αφορμή είναι ισχυρότερο; Αν δεχθούμε ότι η ποιητική φύση του
μεταφραστή προέχει, τότε ο ίδιος, ως δημιουργός πρωτότυπου κειμένου, κρίνει και
αποφασίζει πώς θα αποδώσει τις λέξεις, τις ιδέες, το ύφος, την εποχή του
αρχικού έργου, το οποίο πια λειτουργεί ως αφορμή, ως έμπνευση.
Με δεδομένη την εγγενή δυσκολία στο έργο
της μετάφρασης, προσεγγίσαμε από κοινού οι δύο μεταφραστές (ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος
και εγώ) το ποιητικό τοπίο της πολύ σημαντικής Αμερικανίδας ποιήτριας Άι
Ογκάουα. Με γνώμονα ότι έπρεπε να πετύχουμε και το ύφος της ποιήτριας παράλληλα
με τον σεβασμό στις λέξεις που εκείνη επέλεγε κάθε φορά. Γι’ αυτό τον λόγο
δουλέψαμε το σύνολο των ποιημάτων από κοινού ανταλλάσσοντας απόψεις και
επιδιώκοντας την κοινή μορφή του λόγου στην απόδοση του αρχικού κειμένου. Με τη
γνώση κυρίως πως η μεταφραστική μας εκδοχή δεν θα ήταν παρά μια απόπειρα
προσέγγισης μιας ποίησης τόσο ευρηματικής και πολύμορφης, τόσο δυναμικά
εμπνευσμένης που προσκαλεί και προκαλεί τον κάθε αποδέκτη της σε προσωπικές
διεισδύσεις.
Οι δραματικοί μονόλογοι των ποιημάτων,
σπαρακτικοί με μια αλήθεια σκληρή και
σοκαριστική σε μια πρώτη ανάγνωση, δημιουργούν την εντύπωση μιας ποίησης
εξομολογητικής και ίσως αυτοβιογραφικής, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι ιστορίες της Ογκάουα είναι βιωματικές,
όχι όμως αυτοβιογραφικές. Και αυτό προσδίδει στο περιεχόμενό τους μια διάσταση
που ξεπερνά τα στενά πλαίσια της ζωής της ποιήτριας και ανοίγεται σε
πανανθρώπινο ορίζοντα. Μερικοί χαρακτήρες είναι αρχετυπικές περσόνες, άλλοι
είναι πρόσωπα που γνώρισε και ποιητικά μεταφέρει με αλλοιωμένα τα
χαρακτηριστικά τους, άλλοι απλώς είναι επινοημένοι προκειμένου να αποδώσουν την
οπτική της ποιήτριας και να εκφράσουν τον ιδεολογικό της κόσμο. Ενδεικτική η
συλλογή «Σφαγείο» που είναι αφιερωμένη Στα
φαντάσματα. Πρόκειται για φωνές που ηχούν μέσα στη συνείδησή της
διεκδικώντας μια παρουσία (έστω ποιητική), μια ευκαιρία να μιλήσουν και να
ακουστεί η δική τους αλήθεια. Άλλες ζωντανές παρουσίες και άλλες όχι. Άλλοι
γνωστοί και αναγνωρίσιμοι στον δημόσιο βίο, άλλοι ταπεινά παραγνωρισμένοι και
παραγκωνισμένοι στη σκιά. Τους δίνεται η πρωτοπρόσωπη φωνή, κι έτσι ακούγονται
ολοζώντανοι σε μια στιγμή απόλυτης ειλικρίνειας. Οι περσόνες που σαρκώνονται
στον ποιητικό της κόσμο συνιστούν αρνητικούς ήρωες με ακραίες συμπεριφορές και
αποσυνάγωγες σκέψεις στις πλείστες των περιπτώσεων. Η ζωή τους έχει ρεαλιστική
δομή. Θα μπορούσαν να είναι επομένως
καθημερινές, οικείες παρουσίες της διπλανής πόρτας; Ίσως όχι. Αν και
ανήκουν σε έναν κόσμο ιδιαίτερο, δικό τους, αφήνουν μια γήινη γεύση. Κι όμως,
όταν οι σκέψεις τους ξεδιπλώνονται μέσα στις γερές κατασκευές των ποιημάτων,
δεν μοιάζουν πλέον κοντινοί και οικείοι. Μια ανησυχία, διαβρωτική των
συνειδήσεων, ξεπηδά από μέσα τους. Οι προσωπικές σχέσεις κρύβουν πίσω από τις
κλειστές πόρτες των σπιτιών μια βαναυσότητα, έναν διεστραμμένο αυθορμητισμό που
ξαφνιάζει. Από κει και πέρα οι χαρακτήρες εγκαταλείπουν τον πεζό τόνο,
απογειώνονται θαρρείς σε ένα υπερρεαλιστικό τοπίο, όπου όλα θα μπορούσαν να
συμβούν και όλα να θεωρηθούν εκδοχές μιας ζωής παράξενης όσο και υπαρκτής.
Είναι, λοιπόν, η ποίηση της Άι η
απεικόνιση ενός υπαρκτού κόσμου; Είναι, ίσως, η εγγενής και καλυμμένη τάση μας
να προσεγγίζουμε τις πλέον αρνητικές μορφές της ζωής, σαν μια απόπειρα
οριοθέτησης των ταπεινών ενστίκτων; Μήπως απλώς πρόκειται για μια πολύ καλή
ποίηση που μας αγγίζει με όποιο τρόπο κι αν επιλέγει να μας μιλήσει;
Διεισδύοντας στα σκοτεινά περάσματα της ποίησης αυτής, όλο και περισσότερο
γίνεται κατανοητός ο δύσκολος δρόμος που επέλεξε η ποιήτρια.
Βγάζω
το σώμα του αγοριού
από
το πορτ μπαγκάζ,
το
ακουμπάω κάτω
μετά
το σπρώχνω πάνω απ’ το ανάχωμα
με
το πόδι μου.
Το
παρακολουθώ να κατρακυλά
κάτω στο ποτάμι
και
αισθάνομαι ότι κατρακυλώ μαζί του,
αισθάνομαι
το πρώτο παγωμένο χαστούκι του νερού,
κοντανασαίνω
και πέφτω στο ένα γόνατο.
Τόσο
κουρασμένος, κρυώνω.
Κύριε,
χρειάζομαι ένα καινούργιο παλτό,
όχι
από πολυεστέρα, αλλά μάλλινο,
καινούργιο
και αγνό
όπως
το μικρό αρνί
που
σκότωσα απόψε το βράδυ.
[…]
(Ο καλός
ποιμήν, Atlanta, 1981, Αμαρτία)
Με μια γλώσσα που έχει απόλυτη επίγνωση
του περιττού, λιτή και εύστοχη στις λέξεις της, αναλύει τους ήρωές της. Περιθωριακοί,
φτωχοί, κακοποιημένοι άνθρωποι, θύτες και θύματα βρίσκουν την αληθινή τους φωνή
στα ποιήματα της Ογκάουα και νιώθουν σαν
να ήρθαν στο σπίτι τους. Και κάθε που η ποιήτρια φεύγει έξω από τα καθιερωμένα,
κάθε που απροσχημάτιστα δίνει διέξοδο στην άλλη όχθη της ζωής, τα πρόσωπα των
ποιημάτων ξεχειλίζουν από ενέργεια. Ταυτόχρονα
όμως στα ποιήματά της, εκτός από τους διάφορους «φτωχοδιάβολους», παρελαύνουν
και «επιτυχημένοι αστέρες» ηθοποιοί, μουσικοί, πολιτικοί αλλά και ιστορικά
πρόσωπα, όπως ο James Dean, η Marilyn
Monroe, ο Elvis
Presley, Francisco Pizarro, ο Chet Baker, ο John Kennedy, Jr.
και τόσοι άλλοι.
Τους εξετάζει κάτω από το μικροσκόπιο,
τους ψυχαναλύει, τους ακτινογραφεί, στην κυριολεξία τους κάνει «φύλλο και
φτερό», τελικά τους απομυθοποιεί και μας τους παραδίδει όπως πραγματικά είναι
όλοι οι άνθρωποι, με πάθη με αδυναμίες και ανασφάλειες. Και ανακοινώνει την
τρομακτική αλήθεια: Η ομορφιά επικυρώνεται με τον θάνατο. Ή όπως το είχε
διατυπώσει ο Καραγάτσης στο έργο του «Το μεγάλο συναξάρι»: Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου.
Το
νερό είναι μια παγωμένη φωτιά που καταπίνω,
σκέφτομαι
τη γεύση του σαν αίμα,
καθώς
αναδύομαι στην επιφάνεια.
Έχω
σωθεί, σκέφτομαι, καθώς το κεφάλι μου
ξεπροβάλλει
από τα κύματα,
έπειτα
όλα εξαφανίζονται σε μια γκρίζα ομίχλη
που
μυρίζει καπνό και τσουρουφλισμένη σάρκα.
Πνίγομαι,
φτύνω κομμάτια κόκκαλο.
Με
έκπληξη βλέπω μια γοργόνα
να
κάθεται σε μια λεία, μαύρη πέτρα.
Έχω
χαθεί της λέω
και
μου πετάει ένα σχοινί από μακριά, ξανθά μαλλιά,
μα
όταν το αρπάζω,
με
σκουντάει με μια τρίαινα
και
ξαναπέφτω στην απόλυτη απελπισία.
[…]
(Συνουσία,
Τρόμος)
Ακόμη κι όταν αυτές οι πράξεις είναι
αποτρόπαιες, νιώθεις πως κάτω από τις ωμές και σκληρές στο περίβλημά τους
λέξεις η ποιήτρια βλέπει το τέλος όχι σαν αναίρεση της ζωής αλλά σαν μια
άφευκτη συνέχειά της. Ο θάνατος προβάλλει σαν μεγεθυντικός φακός για τη ζωή.
Πώς να νοηθεί, άλλωστε, διαφορετικά το εύρος του φάσματος που ονομάζουμε
ανθρώπινη παρουσία;
[…]
«Έφτασα
στο τέρμα;» ρωτάει φωναχτά.
Η
σιωπή απαντάει: «Ναι».
Αναστατωμένος,
αρχίζει να ντύνεται
Προτού
σκεφτεί ότι χρειάζεται τη βοήθεια του υπηρέτη του
Και
τον καλεί οργισμένα,
Κοιτάζοντας
το παράθυρο, που είναι άδειο τώρα
Εκτός
από τον ήλιο που ανατέλλει μέσα από τα γυμνά δέντρα.
«Δεν είμαι
παρά μόνο ένας στρατιώτης» ψελλίζει χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον,
Κατανοώντας
επιτέλους αυτό που αποκαλούν οι Βουδιστές
Το
εφήμερο των πραγμάτων,
Ωστόσο,
ανέτοιμος να το αποδεχτεί.
Πιάνει
το σπαθί του, το κοιτάζει και συνέρχεται
Εξαφανίζεται
μέσα στην ιστορία
Μόνο
για να ξαναγεννηθεί
Με
τη μορφή του απογόνου του,
Έτσι
βιώνει τη ζωή και τον θάνατο ταυτόχρονα.
(Σκηνές
από το νεκροκρέβατο, 2, Δεν παραδίνομαι)
Το αισθητικό περιβάλλον που δημιουργεί η
ποιήτρια αναδεικνύει και την ιδεολογία της αλλά και το ήθος της. Από την
επιλογή των θεμάτων, τον τρόπο επεξεργασίας τους, το περίοπτο των χαρακτήρων
της, μέχρι το έξοχο αποτέλεσμα στον συνδυασμό όλων αυτών, αποκαλύπτεται μια
προσωπικότητα που όχι μόνον εκφράζεται μέσα από τον ποιητικό λόγο αλλά που έχει
βρει και το στίγμα της στον κόσμο. Με αυτοσυνειδησία, με γνώση του
περιβάλλοντος χώρου, με σαφή προσδιορισμό της θέσης της μέσα σ’ αυτόν τον
κόσμο. Μια βιβλική σχεδόν αγανάκτηση για την ανθρώπινη δύναμη και τις
καταστροφικές της ορέξεις ξεχειλίζει μέσα από τα ποιήματα, που κραυγάζουν για
την υπέρβαση των ορίων ενός όντος που βαυκαλίζεται να θεωρεί τον εαυτό του
αυτόνομο και περιγελά μάταια κάθε δύναμη ανώτερη. Το ήθος εδώ της ποίησης
έγκειται σ’ αυτές τις επισημάνσεις, που καθίστανται φανερές στον ευαίσθητο και
προσεκτικό αναγνώστη, που δεν θα αποθαρρυνθεί από την αμφιλεγόμενη θεματική των
ποιημάτων και τον σκληρό λόγο, αλλά θα διεισδύσει στο εσωτερικό των λέξεων.
Εκεί θα συναντήσει μια ποίηση που φέρει μέσα της μηνύματα παγκόσμιας σημασίας
καταξιώνοντας το ήθος της ποιήτριας/δημιουργού.
Στην τελευταία συλλογή της, με τον
αποκαλυπτικό τίτλο «Δεν παραδίνομαι», η ποιήτρια αντιμέτωπη με την
καταστρεπτική αρρώστια και το αναπόφευκτο τέλος δηλώνει με ψυχραιμία τη
θαρραλέα στάση της. Τα ποιήματα αυτά δεν προκαλούν ούτε στο ελάχιστο το αίσθημα
του οίκτου.
[…]
Ανάμεσα
στα συντρίμμια της ζωής της,
Με
τις σκέψεις να χτυπάνε γύρω απ’ το κεφάλι της σαν μάρμαρα,
Ο
ήχος τους να αντηχεί κάτω στον μακρύ δρόμο του πόνου
Πρέπει
να είχε επιλέξει
Αν
και δεν θυμάται να το είχε κάνει.
Το
ρεφραίν των μαρμάρων «Ξέχνα το, ξέχνα το»,
Δυνάμωσε καθώς περισσότερος πόνος ακτινοβολήθηκε από
το σώμα της, μειώθηκε,
Μετά
επέστρεψε σαν να απελευθερώθηκε
Για
να της επιτεθεί ξανά και ξανά
Όταν
σε έναν τελευταίο σπασμό
Ο
κατακλυσμός της σταμάτησε.
(Το
χρονικό του καρκίνου, Στάδιο 4, Δεν παραδίνομαι)
Αυτή την ποίηση προσπαθήσαμε οι δύο
μεταφραστές να αποδώσουμε στην ελληνική γλώσσα. Να συστήσουμε στο ελληνικό
κοινό μια ποιήτρια με ένα σπάνιο ταλέντο για ζωή. Ίσως να πρόκειται για μια
μοναδική φωνή στην παγκόσμια ποίηση, μια φωνή που παραμένει ζωντανή, όσο και
προκλητική. Ή αλλιώς ζωντανή ακριβώς γιατί είναι προκλητική στην αλήθεια της
και στη θεώρηση της ζωής.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου