H Κατερίνα Ασημακοπούλου γράφει
για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο»
της Διώνης Δημητριάδου
(εκδόσεις ΑΩ)
Η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό thraca.gr
http://www.thraca.gr/2020/02/blog-post.html?fbclid=IwAR2bU4I26Tdo-2fX-UJs6wvvlv2VcLRaP8R_fNkhg1isOcJ6q_3B7wXKyYc
Ο απρόσμενος χώρος των θαυμάτων
«Με μια σχεδία μοναχή όλοι μας απλοήγητοι
Θαρρέψαμε πως μας ανήκει η θάλασσα»
Πώς επιστρέφει κανείς κάπου από όπου δεν έφυγε ποτέ; Πώς
πεθαίνει κανείς αν είναι αθάνατος; Πόσο στραβά οφείλει να περπατήσει για να
σταθεί όρθιος; Πώς επαναπατρίζεται στον εαυτό του; Η Διώνη Δημητριάδου δεν
αστειεύεται θέτοντας τα ερωτήματα αυτά στον «Ευτυχισμένο Σίσυφο». Γιατί η
ποίηση δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από αυτόν, να μαζεύει συνεχώς τα πετραδάκια που
κατρακυλάνε στο θεόρατο βουνό όσο ο βράχος μεταφέρεται στην κορυφή και πίσω
πάλι ξανακυλά.
Η ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου απαρτίζεται από
τέσσερις άξονες συνδεόμενους μεταξύ τους με αόρατο νήμα. Ο πρώτος είναι αυτός
που αποτελεί και την κεντρική έννοια του βιβλίου: η αντιστροφή, η απατηλή
πορεία προς τα πίσω που ενδέχεται να καταλήξει να είναι προς τα μπροστά, η
παραμόρφωση ενός μαγικού καθρέφτη. Εκφράζεται σε στίχους της όπως «Στην άκρη
του μυαλού τους η αλήθεια/ – ή το ψέμα; - /πως τα ταξίδια που ορμούν/ στην άκρη
στου ορίζοντα/ βρέθηκαν να γυρίζουν πάλι/ στο ίδιο το σημείο» ή «Ανάποδα να
γίνουν όλα/ κι όπου το τέλος μια αρχή/ μα μια αρχή σαν πεμπτουσία/ του τέλους
που βιώθηκε/ όχι σαν νέα σκέψη». Οι υπαρξιακοί κύκλοι συνεχώς ανοίγουν και δεν
κλείνουν ποτέ καθώς «ό,τι φεύγει πάλι εδώ είναι/ καταργώντας τον μύθο της
φθοράς». Η ευθεία λοιπόν δεν υφίσταται ή, εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται για
όλους και ο χρόνος μπορεί να βιωθεί και αιρετικά.
Ο δεύτερος άξονας πραγματεύεται τον θάνατο μα και το
αντίθετό του. Ο στίχος του ποιήματος «Μικρή Παρασκευή», «Μόνο που η κάθε
αναμονή/ την απελπίζει πιότερο και από την ίδια την εικόνα/ στο έρημο ξωκλήσι/
κάποιο απόγευμα μικρής Παρασκευής/ τότε που πλεύρισε τον θάνατο/ κι απόκαμε να
τον κοιτά», ακολουθείται λίγες σελίδες αργότερα από τον στίχο «Μα όταν
κρυφομοιράζονται/ του πάθος του αθέατου/ τα μυστικά σημάδια/ μ’ εκείνη την
επίγνωση/ του σύντομου του χρόνου/ δεν είδες ωραιότερη/ σκηνή αθανασίας».
Πλευρίζουμε λοιπόν τον θάνατο τις μικρές Παρασκευές και όλες τις άλλες μικρές
ημέρες, έχουμε όμως μέσα μας την δυνατότητα της αθανασίας. Όπως ο Σίσυφος
δύναται να είναι ευτυχισμένος, πρέπει να τον φανταζόμαστε ευτυχισμένο, έτσι κι
εμείς δυνάμεθα να μας φανταζόμαστε πού και πού αιώνιους, πρέπει να μας
φανταζόμαστε έτσι για να ζήσουμε.
Ο τρίτος άξονας της ποιητικής συλλογής πιάνει τον εαυτό, την
απόλυτη κυριαρχία του και την παράλληλη αδυναμία πρόσβασής μας σε αυτόν. «Μια
μοναχή πατρίδα/ να επιστρέφουμε σ’ αυτήν/ συνειδητά επαναπατριζόμενοι» είναι το
μέσα μας κι όμως «Είδωλο με πρησμένα μάτια/ σημάδι ηθελημένης εισπνοής/ μιας
μαύρης εξουσίας/ μωλωπισμένο άλλοτε/ θύμα μιας «αναγκαίας» καταστολής» και, στο
ίδιο ποίημα, «Αλάθητος καθρέφτης/ έτοιμος να μας φτύσει/ γιατί έχει μνήμη».
Σκληρή και βάναυση πατρίδα, που μόνο εσένα έχουμε, η ποιήτρια λέει «κάπου
μακριά χαράζει φως/ μόνο που εδώ/ έτσι όπως ξαποστάσαμε σφιχτά ακουμπώντας/ τις
εκατό χιλιάδες μοναξιές μας/ δεν έχουμε πια βλέμμα καθαρό να δούμε λίγο/ πιο
ψηλά». Κι όμως. Θα πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος να συμβιώσουμε με αυτό που
είμαστε, να πάμε πάλι το βράχο στην κορφή.
Ο τέταρτος και τελευταίος άξονας της συλλογής πραγματεύεται
ακριβώς αυτό, πώς κανείς βρίσκεται ξαφνικά στον χώρο των θαυμάτων μέσα από την
ποίηση, όχι μονάχα ως γραπτό λόγο μα και ως στιγμιαία πράξη. «Θρασύς – ευτυχώς
– ο ποιητής/ προτίμησε γυμνόπους να διαβεί/ το απροσπέλαστο (κι ας το ‘ξερε)/
τραχύ του θαύματος» μα και οι «μαινάδες που τρελαμένες ψάχνουνε ποια θα
ξεσκίσει πρώτη τον άμοιρο θνητό». «Ξεσκίσει» βεβαίως διότι πρόκειται περί
άγριας παρέμβασης στον ψυχισμό ενός ανθρώπου θνητού, όταν η ποίηση βρίσκει τον
στόχο της. Είναι όμως μια παρέμβαση σωτήρια, όπως εκείνου του άγνωστου που
σώζει την αφηγήτρια στο πεζό ποίημα «Με μιαν ανάσα»: «Αιφνιδιαστικά από τον
απρόσμενο χώρο των θαυμάτων κι ας μην πιστεύεις σε τίποτα απ’ αυτά ήρθε το
μυστικό τοπίο και κάποιος που πάντα σε έσωζε στο αμήν αν έφτανες έκανε ένα έτσι
με τα χέρια του κι έβγαλε το τραπεζάκι του έξω και όλα τότε ακούστηκαν αλλιώς
κι ο τόπος σαν να υψώθηκε και ο κάμπος σαν να έδειξε το δρόμο για τη θάλασσα».
Αυτό το «ένα έτσι» που κάνει και το ποίημα ενίοτε, αυτό είναι που μας βοηθά ν’
ανηφορίζουμε με τη γνώση της κατάβασης.
Η ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, «Ο Ευτυχισμένος
Σίσυφος», είναι γραμμένη με μεγάλη προσοχή και αγάπη για όσους θαρρέψανε πως
τους ανήκει η θάλασσα και τους κατάπιε ο ωκεανός. Ο λόγος της είναι εντυπωσιακά
πυκνός αφήνοντας ταυτόχρονα χρόνο για ανάσες. Βαθιά ανθρώπινο και εξίσου
υπερβατικό έργο, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις.
Κατερίνα Ασημακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου