Μια βάρκα για τη Λέσβο
και άλλα ποιήματα
μια ελεγεία για τις κόρες της (Μεγάλης) Άρκτου
Nouri el Jarrah
επιμέλεια και μετάφραση από τα αραβικά:
Πέρσα Κουμούτση
ΑΩ εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/el-jarrah-nouri-ao-mia-barka-gia-ti-lesbo-kai-alla-poiimata-dimitriadou
μια ποίηση «τραγική» μιλά για το
προσφυγικό δράμα
Ένα
χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης αραβικής ποίησης προσφέρει στο ελληνικό
αναγνωστικό κοινό η έμπειρη μεταφράστρια Πέρσα Κουμούτση (κατευθείαν από τα
αραβικά) αποδίδοντας στην ελληνική γλώσσα το έργο του σπουδαίου Σύριου ποιητή Nouri
el Jarrah. Η ίδια στο προλογικό της σημείωμα χαρακτηρίζει «τραγική» την ποίησή
του έχοντας σαφή γνώση της γειτνίασης του ποιητικού του λόγου με τα όρια του
τραγικού, όπως έχουν δοθεί από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές, δάσκαλους του
είδους. Ο ποιητής, πρόσφυγας ο ίδιος σε παλαιότερα χρόνια (έφυγε από την
πατρίδα του το 1981), καταγράφει το σημερινό δράμα των Σύριων προσφύγων που
οδηγημένοι από τη μοίρα τους καταφεύγουν μετά από μακρύ και εφιαλτικό ταξίδι
(όσοι διασωθούν) στην πλησιέστερη ελληνική, σωτήρια ακτή της Λέσβου, για να
συναντήσουν εκεί ένα νέο εφιάλτη μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον. Πολύ δύσκολα
μπορεί να αποδοθεί το δράμα τους μέσα από τη λογοτεχνική γραφή· σκηνές
ανείπωτου πόνου δεν χρειάζονται τον φροντισμένο και ίσως λυρικά ωραιοποιημένο
λόγο – τον έχουν ήδη υπερβεί με τη σκληρότητα της αλήθειας τους. Η ποίηση,
όμως, απογυμνωμένη από κάθε εξωραϊσμό και αρκούμενη στο ελάχιστο των λέξεων,
ίσως είναι ικανή να δείξει ένα κομμάτι της απελπισίας των ανθρώπων – και αυτό
να θεωρηθεί αρκετό.
Ο Nouri el
Jarrah γράφει ενσωματώνοντας στην ποίησή του μύθους, θρύλους και παραδόσεις,
αντιστοιχίζει τα δικά του λόγια με τις παλαιές γραφές, παραπέμπει σε άλλα
μακρινά ταξίδια φυγής αλλά και (μάταιης ίσως αλλά ποθητής) επιστροφής στην
πατρίδα. Τα πρόσωπα για τα οποία μιλά είναι σύγχρονες μορφές ενός μεταποιημένου
Οδυσσέα, που δεν γνωρίζει πια παρά μόνο τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού χωρίς την
ελπίδα να δει ξανά καπνό αναθρώσκοντα από τα σπίτια της πατρίδας του. Την
ενδιαφέρουσα αναλογία επισημαίνει και ο ποιητής Παύλος Πέζαρος στον Πρόλογό του
στο βιβλίο γράφοντας για τον ιδιότυπο «διάλογο» - αντίστιξη μεταξύ αραβικής και
ελληνικής κουλτούρας με την επίκληση στη Σαπφώ και στη θάλασσα του Αιγαίου αλλά
κυρίως με τα επτά συν ένα αριθμητικά μέλη (πλάκες),
στα οποία ο Σύριος ποιητής χωρίζει την ποιητική του σύνθεση σαν να χαράσσει
τους στίχους του σε αρχαίες μαρμάρινες πλάκες ενσωματώνοντας μέσα τους τις Φωνές σαν τα λειτουργικά εμβόλιμα χορικά
Στάσιμα στην αρχαία τραγωδία.
[…]
Σύριοι,
εξαντλημένοι, δυστυχείς, εσείς που παλεύετε με τα
κύματα,
εσείς που ξεβράζεστε στις ακτές νεκροί, εμπύρετοι
κι
εσείς που με λαχτάρα ανείπωτη και πρόσωπα φωτεινά,
και
αναγεννημένη ελπίδα, φτάνετε στις θλιμμένες όχθες
αυτής
της γης της Λέσβου, που δεν σταμάτησε ποτέ να
θρηνεί
την καταστροφή της Τροίας.
[…]
Επιβιβάζεστε
σε βάρκες και σας καταπίνει η θάλασσα, εκτός
από
εκείνη της Λέσβου, ενώ εγώ, πεθαίνω στη Σικελία, στην
εξορία
όπου βρίσκομαι, μακριά από το σπίτι μου. Μην εμπιστεύεστε
τον
Ποσειδώνα, ούτε το καράβι του Οδυσσέα, μην πιστέψετε
τις
επιστολές, ούτε τις λέξεις. Δεν απέμεινε από το καράβι του Κάδμου
που
δραπέτευσε μαζί με την αδελφή του από την καμένη Σουρ,
παρά
μόνο τα συντρίμμια του.
(I. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΚΑ, ΣΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ
ΜΩΥΣΗ)
Η
μεταφράστρια, με την άριστη γνώση της αραβικής γλώσσας και των ιδιαιτεροτήτων
της, αποδίδει στην ελληνική γλώσσα (που έχει ‘δομικές’ γλωσσολογικές και νοηματικές αντιστοιχίες με την αραβική που
δεν υπάρχουν σε άλλες γλώσσες, όπως μας πληροφορεί) όχι μόνο το νόημα των
λέξεων και τη δομή του αρχικού κειμένου αλλά το ύφος καθώς και το πνεύμα της
ποίησης του Nouri el Jarrah. Αυτό άλλωστε είναι και το στοίχημα που δίνει ο
κάθε μεταφραστής καθώς αναμετράται με το ξενόγλωσσο κείμενο στο δύσκολο
εγχείρημα της πιστής αλλά και ποιητικής απόδοσης. Η αξία μιας ποιητικής
μετάφρασης καταδεικνύεται από την αίσθηση που σου δημιουργεί, καθώς διαβάζεις,
πως πρόκειται για ποίηση που γράφτηκε εξ αρχής στην ελληνική γλώσσα. Κάτι πολύ
σημαντικό.
[…]
Θρηνώ
τη Συρία που χάθηκε,
σαν
λάβαρο που το κομμάτιασε ο άνεμος.
Θρηνώ
τα παιδιά της και το νυχτερινό παιχνίδι τους,
τη
δίψα των κοριτσιών και τον πόνο στις φωνές τους.
Θρηνώ
το τραγούδι μου
που
δεν
έχει
επίλογο…
Φωνή
Κατέβηκα
από ένα βουνό της Δαμασκού,
στον
ήλιο του Δία…
Είδα
το γέλιο
στη
χαρά των παιδιών που έπαιζαν,
τις
κορδέλες που έσταζαν αίμα.
(VII. ΕΒΔΟΜΗ ΠΛΑΚΑ)
Ο Nouri el
Jarrah, ένας από τους σημαντικότερους Άραβες ποιητές του 20ου και 21ου
αιώνα, καταφέρνει να δώσει μια ποιητική σύνθεση που έχει μεν ως αφορμή το δράμα
των Σύριων προσφύγων, ωστόσο αφορά κάθε κατατρεγμένο όπου γης, κάθε άνθρωπο που
αναγκάζεται να στερηθεί τα απαραίτητα καταφεύγοντας (αν επιζήσει) σε ανοίκειο
(αν όχι εχθρικό εντελώς) περιβάλλον
αναζητώντας το πέρασμα σε μια καινούργια, πιο τυχερή ζωή. Αφορά όμως και όλους
εμάς που, μέσα στη θεωρούμενη ασφάλεια μιας προστατευμένης προσώρας ζωής, δεν
εννοούμε το δράμα του άλλου αλλά και την πιθανή ανατροπή των δεδομένων μας σε
ένα γύρισμα της τύχης ή πιο ρεαλιστικά σε μια παράμετρο των πολιτικών
συμφερόντων. Ως ποιητής νιώθει πως πρέπει να δώσει με τη φωνή του βήμα ελάχιστο
σε όποιον έχει στερηθεί το δικαίωμα να μιλάει. Γράφει ολοκληρώνοντας το
συνθετικό του ποίημα:
Σύριοι, εξαντλημένοι, εσείς που
τρέμετε από το κρύο στις ακτές. […] Μετά την καταιγίδα
και τη συντριβή, σηκωθείτε πάνω. Εγερθείτε, σε κάθε γλώσσα, σε κάθε βιβλίο, σε
κάθε εποχή, και σε κάθε φαντασία. Εξυψωθείτε παντού και λάμψετε, όπως η αστραπή
ανάμεσα στα δέντρα.
Στο εξώφυλλο
και στο οπισθόφυλλο δύο έργα του ζωγράφου Βαγγέλη Τζερμιά αποτυπώνουν με έξοχα
μινιμαλιστικό εικαστικό τρόπο όσα αφηγείται ποιητικά ο Nouri el Jarrah.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου