Ορχάν
Στην αυλή των
Παλαιολόγων
ιστορικό μυθιστόρημα
Γιάννης Δ. Μπάρτζης
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13627-orhan
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13627-orhan
Διαβάζω στην
προμετωπίδα του βιβλίου το απόσπασμα που επέλεξε ο συγγραφέας του Ορχάν Γιάννης Δ. Μπάρτζης, προκειμένου
να δώσει το ακριβές στίγμα του συγγραφικού του εγχειρήματος:
Εξάλλου η ακριβής αλήθεια μιας ζωής
στηρίζεται στην ανακρίβεια των περιγραφών της, εφόσον μάλιστα της είναι γραφτό
να γίνει παραμύθι, που θα ξαναειπωθεί με πολλούς τρόπους. (Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας)
Η μυθοπλασία
του Μπάρτζη έχει την αφορμή της στο ιστορικό παρελθόν – και μάλιστα σε μια εποχή
που έχει καταγραφεί με τα δραματικά της γεγονότα στη συνείδηση του λαού μας
διαμορφώνοντας έναν από τους πιο εμβληματικούς μας εθνικούς μύθους. Πώς μπορεί
να ιστορηθεί η πορεία προς την Άλωση μέσα από την αντιπαράθεση των Ενωτικών και
Ανθενωτικών, τη φθίνουσα διαδρομή της άλλοτε ισχυρής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας
φημολογούμενης κατάρρευσης που πολιορκούσε τη συνείδηση των κατοίκων της
Βασιλεύουσας πολύ πριν την αληθινή της άλωση από τον Οθωμανικό στρατό; Ο
συγγραφέας επέλεξε τη μυθιστορία· έτσι διατήρησε τα ιστορικά γεγονότα με την
αλήθεια τους εμπλουτίζοντας την αφήγηση με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, που
κρίνεται απαραίτητη σε κάθε περίπτωση που η τεράστια χρονική απόσταση
δημιουργεί κενά. Άλλωστε η συμβολή της είναι καθοριστική, όταν η γραφή νιώθει
πως χρειάζεται να στραφεί από την ψυχρή και ακριβή εξιστόρηση (έργο της
ιστορικής επιστήμης) στα πρόσωπα που κινούν τον μοχλό της ζωής και της
ιστορίας. Ακόμη περισσότερο αναγκαία κρίνεται η λογοτεχνική ματιά μέσω της
επινόησης, όταν το κεντρικό πρόσωπο (εδώ ο Ορχάν) έχει αφήσει ελάχιστα ίχνη
στην καταγεγραμμένη αποτύπωση του παρελθόντος, που διασώζονται στις αφηγήσεις
αυτοπτών μαρτύρων, όπως ο Φραντζής και ο Δούκας.
Ο πρίγκιπας
Ορχάν γνωρίζουμε πως είχε τη σειρά του (ακριβώς δεν ξέρουμε ποια, καθώς δεν
είναι σαφής η σχέση του με τον Πορθητή Μωάμεθ) στη διαδοχή του θρόνου του
Οθωμανικού κράτους. Για την προστασία του, λόγω των πολλών εκκαθαρίσεων που
λάμβαναν χώρα στην οθωμανική αυλή, τέθηκε υπό την προστασία των Παλαιολόγων –εν
είδει φιλοξενούμενου ομήρου– και οι σουλτάνοι της Αδριανούπολης, Μουράτ Β΄ και
Μωάμεθ Β΄ πλήρωναν ένα ετήσιο ποσό στους Παλαιολόγους για να τον κρατούν
ασφαλή. Κατά την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τον είχε
ορίσει (αυτόν τον αλλογενή και αλλόθρησκο) υπεύθυνο στα παράκτια τείχη της
Προποντίδας. Έχει σωθεί η μαρτυρία που αναφέρει το τέλος του Ορχάν, όταν
συνελήφθη από τους Τούρκους ντυμένος καλόγερος και αποκεφαλίστηκε.
Εδώ, όμως, η
μυθιστορία μπορεί να απλωθεί σε περισσότερα επίπεδα, και η καλή γραφή με τη
σειρά της έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ένα αληθοφανές πλαίσιο, μέσα στο
οποίο ενσωματώνει την ιστορική αλήθεια με το λογοτεχνικό ψεύδος προβάλλοντας τα
πρόσωπα (ιστορικά και επινοημένα) προς συμπλήρωση της εικόνας. Η μυθοπλασία της
λογοτεχνίας διασώζει τη μαγεία της, μέσω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων. Η
ιστορία (που με τη δική της τεκμηριωμένη αλήθεια είναι διαρκώς παρούσα στο
βιβλίο) εξισορροπεί τη συγκεκριμένη γραφή – μύθος και ιστορία, δηλαδή
μυθιστορία.
Μια ερωτική
ιστορία διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά τη σχέση του πρίγκιπα Ορχάν με την
Αισία, τη Χριστιανή αυλική. Είθισται στα ιστορικά μυθιστορήματα να
παρεμβάλλονται επινοημένες συνήθως ερωτικές ιστορίες· πιθανόν να θεωρείται
απαραίτητη συμπλήρωση στην εξιστορούμενη ζωή των ηρώων, ιδίως αν
ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Προσωπική θέση εκφράζω υποστηρίζοντας πως είναι
αναγκαία η αποδέσμευση της μεγάλης αφήγησης από καθορισμένες προδιαγραφές, που
δρομολογούνται στη λογική της καλύτερης πρόσληψης από το κοινό, καθόσον η
ανάγνωση έχει τη δική της δυναμική και συχνά ξαφνιάζει με τις επιλογές της –
τόσο πέρα από τις επιθυμίες των εκδοτών και των συγγραφέων. Διαβάζοντας τον Ορχάν και εκτιμώντας τις αδιαμφισβήτητες
αρετές της επινοημένης πλοκής και του παράλληλου σεβασμού της ιστορικότητας των
γεγονότων, εκτίμησα πως καθόλου απαραίτητη δεν ήταν η εμβόλιμη ερωτική σχέση.
Ο Ορχάν
αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του προσθέτοντας έτσι στη δραματοποίηση
των γεγονότων αλλά και απαλλάσσοντας με ευφυή τρόπο τον συγγραφέα από
προσωπικές παρεμβάσεις αναπόφευκτα φορτισμένες ιδεολογικά. Τον φανταζόμαστε να υπαγορεύει τα λόγια στον Ορχάν, ωστόσο ο
αναγνώστης παρασυρμένος από τη φυσικότητα μιας προσωπικής εξομολόγησης
(γραμμένης με την αληθοφάνεια μιας τέχνης που μόνον οι καλοί συγγραφείς
κατέχουν) λησμονεί πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια επινοημένη γραφή.
Πατρίδα μας είναι ο τόπος που
αγαπήσαμε… Είναι οι άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί την ίδια μοίρα… Την πόλη
αυτή τη λάτρεψα. Τη νιώθω δική μου. Δε
μου ήταν δύσκολο να φύγω πάλι για τη Βενετία, να σωθώ, εκείνες τις
ημέρες που ξεκίναγαν τα δύσκολα, τότε που η πολιορκία του Μωάμεθ δεν είχε
σφίξει ακόμα γύρω μας κλοιό θανάτου. Δεν το έβαλα ξανά στα πόδια… Ήταν
συνειδητή η απόφασή μου να μείνω και ν’ αγωνιστώ δίπλα στον αυτοκράτορα. Όχι
πάλι φυγάς από τον εαυτό μου και απ’ τη μοίρα μου! Παρέμεινα να πολεμήσω, να
’ναι ελεύθερη η Πόλη. Ελεύθερη σ’ αυτούς που την κρατάνε όρθια χίλια τόσα χρόνια.
Στους Ρωμιούς. Με ποικιλία λαών μέσα στο πλήθος των κατοίκων της. Φιλόξενη όπως
ήταν πάντοτε για μένα, για τους Βενετούς, τους Γενοβέζους… Πατρίδα για όλους
τους ταξιδευτές του κόσμου. Όμως ελεύθερη, στην ηγεσία των Παλαιολόγων. Η Πόλη
ετούτη με προστάτεψε, μ’ αγκάλιασε, έγινε σπίτι μου κι έδωσε αίσθηση ασφάλειας
στη ζωή μου. Πέρα απ’ τα ψηλά της τείχη, ελπίδα για εμένα δε φεγγίζει. (σελ. 139)
Βρήκαν την αφορμή που ήθελαν εκείνοι που τις στιγμές βαθιάς κρίσης αποφεύγουν κάθε προσωπική τους διακινδύνευση. Αυτοί που κρύβονται πίσω από το δικό τους μηδενικό. Που επιδιώκοντας κρύφιο ιδιωτικό συμφέρον, αρέσκονται να λοιδορούν όσους εργάζονται, να τους συκοφαντούν και να του κατακρίνουν. Φρύαξαν οι ανθενωτικοί για τη «βεβήλωση» και τη «λεηλασία» των ναών από τον αυτοκράτορα. Αντί να δίνουν μάχη στις επάλξεις, παίρνουν τους δρόμους και σκορπούν την ηττοπάθεια. Ανάβουν τα θρησκευτικά πάθη, σπέρνουν τη διχόνοια, καλλιεργούν δαιμονικούς φόβους και διαδίδουν προφητείες δήθεν βασισμένοι σε σημεία και τέρατα. Αυτοί οι εσωτερικοί «εχθροί» είναι χειρότεροι από τους Τούρκους έξω. (σελ. 399)
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα στα παραπάνω αποσπάσματα αποτυπώνει τα αισθήματά του για τη Βασιλεύουσα των αλλοεθνών (πλην όμως φίλων και συνοδοιπόρων), για την οποία αξίζει να δώσει και τη ζωή του. Παράλληλα σχολιάζει το διχαστικό θρησκευτικό κλίμα και τη φθορά των συνειδήσεων, εκείνες τις τελευταίες στιγμές του Βυζαντίου, δείχνοντας τον τρόπο που τα θρησκευτικά πάθη αναμειγνύονται με τις πολιτικές σκοπιμότητες οδηγώντας στον αφανισμό.
Το
μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε οριστική έκδοση (όπως γράφεται στο εξώφυλλο) από τον
Καστανιώτη. Ο συγγραφέας ξαναδούλεψε το κείμενο της αρχικής έκδοσης και έτσι
μας το παρουσιάζει τώρα αναθεωρημένο και συμπληρωμένο στα σημεία του.
Διώνη Δημητριάδου
Ορχάν
Στην αυλή των
Παλαιολόγων
ιστορικό μυθιστόρημα
Γιάννης Δ. Μπάρτζης
εκδόσεις Καστανιώτη
Διαβάζω στην προμετωπίδα του βιβλίου το απόσπασμα που επέλεξε ο συγγραφέας του Ορχάν Γιάννης Δ. Μπάρτζης, προκειμένου να δώσει το ακριβές στίγμα του συγγραφικού του εγχειρήματος:
Εξάλλου η ακριβής αλήθεια μιας ζωής στηρίζεται στην ανακρίβεια των περιγραφών της, εφόσον μάλιστα της είναι γραφτό να γίνει παραμύθι, που θα ξαναειπωθεί με πολλούς τρόπους. (Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας)
Η μυθοπλασία του Μπάρτζη έχει την αφορμή της στο ιστορικό παρελθόν – και μάλιστα σε μια εποχή που έχει καταγραφεί με τα δραματικά της γεγονότα στη συνείδηση του λαού μας διαμορφώνοντας έναν από τους πιο εμβληματικούς μας εθνικούς μύθους. Πώς μπορεί να ιστορηθεί η πορεία προς την Άλωση μέσα από την αντιπαράθεση των Ενωτικών και Ανθενωτικών, τη φθίνουσα διαδρομή της άλλοτε ισχυρής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας φημολογούμενης κατάρρευσης που πολιορκούσε τη συνείδηση των κατοίκων της Βασιλεύουσας πολύ πριν την αληθινή της άλωση από τον Οθωμανικό στρατό; Ο συγγραφέας επέλεξε τη μυθιστορία· έτσι διατήρησε τα ιστορικά γεγονότα με την αλήθεια τους εμπλουτίζοντας την αφήγηση με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, που κρίνεται απαραίτητη σε κάθε περίπτωση που η τεράστια χρονική απόσταση δημιουργεί κενά. Άλλωστε η συμβολή της είναι καθοριστική, όταν η γραφή νιώθει πως χρειάζεται να στραφεί από την ψυχρή και ακριβή εξιστόρηση (έργο της ιστορικής επιστήμης) στα πρόσωπα που κινούν τον μοχλό της ζωής και της ιστορίας. Ακόμη περισσότερο αναγκαία κρίνεται η λογοτεχνική ματιά μέσω της επινόησης, όταν το κεντρικό πρόσωπο (εδώ ο Ορχάν) έχει αφήσει ελάχιστα ίχνη στην καταγεγραμμένη αποτύπωση του παρελθόντος, που διασώζονται στις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, όπως ο Φραντζής και ο Δούκας.
Ο πρίγκιπας Ορχάν γνωρίζουμε πως είχε τη σειρά του (ακριβώς δεν ξέρουμε ποια, καθώς δεν είναι σαφής η σχέση του με τον Πορθητή Μωάμεθ) στη διαδοχή του θρόνου του Οθωμανικού κράτους. Για την προστασία του, λόγω των πολλών εκκαθαρίσεων που λάμβαναν χώρα στην οθωμανική αυλή, τέθηκε υπό την προστασία των Παλαιολόγων –εν είδει φιλοξενούμενου ομήρου– και οι σουλτάνοι της Αδριανούπολης, Μουράτ Β΄ και Μωάμεθ Β΄ πλήρωναν ένα ετήσιο ποσό στους Παλαιολόγους για να τον κρατούν ασφαλή. Κατά την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τον είχε ορίσει (αυτόν τον αλλογενή και αλλόθρησκο) υπεύθυνο στα παράκτια τείχη της Προποντίδας. Έχει σωθεί η μαρτυρία που αναφέρει το τέλος του Ορχάν, όταν συνελήφθη από τους Τούρκους ντυμένος καλόγερος και αποκεφαλίστηκε.
Εδώ, όμως, η μυθιστορία μπορεί να απλωθεί σε περισσότερα επίπεδα, και η καλή γραφή με τη σειρά της έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ένα αληθοφανές πλαίσιο, μέσα στο οποίο ενσωματώνει την ιστορική αλήθεια με το λογοτεχνικό ψεύδος προβάλλοντας τα πρόσωπα (ιστορικά και επινοημένα) προς συμπλήρωση της εικόνας. Η μυθοπλασία της λογοτεχνίας διασώζει τη μαγεία της, μέσω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων. Η ιστορία (που με τη δική της τεκμηριωμένη αλήθεια είναι διαρκώς παρούσα στο βιβλίο) εξισορροπεί τη συγκεκριμένη γραφή – μύθος και ιστορία, δηλαδή μυθιστορία.
Μια ερωτική ιστορία διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά τη σχέση του πρίγκιπα Ορχάν με την Αισία, τη Χριστιανή αυλική. Είθισται στα ιστορικά μυθιστορήματα να παρεμβάλλονται επινοημένες συνήθως ερωτικές ιστορίες· πιθανόν να θεωρείται απαραίτητη συμπλήρωση στην εξιστορούμενη ζωή των ηρώων, ιδίως αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Προσωπική θέση εκφράζω υποστηρίζοντας πως είναι αναγκαία η αποδέσμευση της μεγάλης αφήγησης από καθορισμένες προδιαγραφές, που δρομολογούνται στη λογική της καλύτερης πρόσληψης από το κοινό, καθόσον η ανάγνωση έχει τη δική της δυναμική και συχνά ξαφνιάζει με τις επιλογές της – τόσο πέρα από τις επιθυμίες των εκδοτών και των συγγραφέων. Διαβάζοντας τον Ορχάν και εκτιμώντας τις αδιαμφισβήτητες αρετές της επινοημένης πλοκής και του παράλληλου σεβασμού της ιστορικότητας των γεγονότων, εκτίμησα πως καθόλου απαραίτητη δεν ήταν η εμβόλιμη ερωτική σχέση.
Ο Ορχάν αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του προσθέτοντας έτσι στη δραματοποίηση των γεγονότων αλλά και απαλλάσσοντας με ευφυή τρόπο τον συγγραφέα από προσωπικές παρεμβάσεις αναπόφευκτα φορτισμένες ιδεολογικά. Τον φανταζόμαστε να υπαγορεύει τα λόγια στον Ορχάν, ωστόσο ο αναγνώστης παρασυρμένος από τη φυσικότητα μιας προσωπικής εξομολόγησης (γραμμένης με την αληθοφάνεια μιας τέχνης που μόνον οι καλοί συγγραφείς κατέχουν) λησμονεί πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια επινοημένη γραφή.
Πατρίδα μας είναι ο τόπος που αγαπήσαμε… Είναι οι άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί την ίδια μοίρα… Την πόλη αυτή τη λάτρεψα. Τη νιώθω δική μου. Δε μου ήταν δύσκολο να φύγω πάλι για τη Βενετία, να σωθώ, εκείνες τις ημέρες που ξεκίναγαν τα δύσκολα, τότε που η πολιορκία του Μωάμεθ δεν είχε σφίξει ακόμα γύρω μας κλοιό θανάτου. Δεν το έβαλα ξανά στα πόδια… Ήταν συνειδητή η απόφασή μου να μείνω και ν’ αγωνιστώ δίπλα στον αυτοκράτορα. Όχι πάλι φυγάς από τον εαυτό μου και απ’ τη μοίρα μου! Παρέμεινα να πολεμήσω, να ’ναι ελεύθερη η Πόλη. Ελεύθερη σ’ αυτούς που την κρατάνε όρθια χίλια τόσα χρόνια. Στους Ρωμιούς. Με ποικιλία λαών μέσα στο πλήθος των κατοίκων της. Φιλόξενη όπως ήταν πάντοτε για μένα, για τους Βενετούς, τους Γενοβέζους… Πατρίδα για όλους τους ταξιδευτές του κόσμου. Όμως ελεύθερη, στην ηγεσία των Παλαιολόγων. Η Πόλη ετούτη με προστάτεψε, μ’ αγκάλιασε, έγινε σπίτι μου κι έδωσε αίσθηση ασφάλειας στη ζωή μου. Πέρα απ’ τα ψηλά της τείχη, ελπίδα για εμένα δε φεγγίζει. (σελ. 139)
Βρήκαν την αφορμή που ήθελαν εκείνοι που τις στιγμές βαθιάς κρίσης αποφεύγουν κάθε προσωπική τους διακινδύνευση. Αυτοί που κρύβονται πίσω από το δικό τους μηδενικό. Που επιδιώκοντας κρύφιο ιδιωτικό συμφέρον, αρέσκονται να λοιδορούν όσους εργάζονται, να τους συκοφαντούν και να του κατακρίνουν. Φρύαξαν οι ανθενωτικοί για τη «βεβήλωση» και τη «λεηλασία» των ναών από τον αυτοκράτορα. Αντί να δίνουν μάχη στις επάλξεις, παίρνουν τους δρόμους και σκορπούν την ηττοπάθεια. Ανάβουν τα θρησκευτικά πάθη, σπέρνουν τη διχόνοια, καλλιεργούν δαιμονικούς φόβους και διαδίδουν προφητείες δήθεν βασισμένοι σε σημεία και τέρατα. Αυτοί οι εσωτερικοί «εχθροί» είναι χειρότεροι από τους Τούρκους έξω. (σελ. 399)
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα στα παραπάνω αποσπάσματα αποτυπώνει τα αισθήματά του για τη Βασιλεύουσα των αλλοεθνών (πλην όμως φίλων και συνοδοιπόρων), για την οποία αξίζει να δώσει και τη ζωή του. Παράλληλα σχολιάζει το διχαστικό θρησκευτικό κλίμα και τη φθορά των συνειδήσεων, εκείνες τις τελευταίες στιγμές του Βυζαντίου, δείχνοντας τον τρόπο που τα θρησκευτικά πάθη αναμειγνύονται με τις πολιτικές σκοπιμότητες οδηγώντας στον αφανισμό.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε οριστική έκδοση (όπως γράφεται στο εξώφυλλο) από τον Καστανιώτη. Ο συγγραφέας ξαναδούλεψε το κείμενο της αρχικής έκδοσης και έτσι μας το παρουσιάζει τώρα αναθεωρημένο και συμπληρωμένο στα σημεία του.
Διώνη Δημητριάδου
Ορχάν
Στην αυλή των
Παλαιολόγων
ιστορικό μυθιστόρημα
Γιάννης Δ. Μπάρτζης
εκδόσεις Καστανιώτη
Διαβάζω στην προμετωπίδα του βιβλίου το απόσπασμα που επέλεξε ο συγγραφέας του Ορχάν Γιάννης Δ. Μπάρτζης, προκειμένου να δώσει το ακριβές στίγμα του συγγραφικού του εγχειρήματος:
Εξάλλου η ακριβής αλήθεια μιας ζωής στηρίζεται στην ανακρίβεια των περιγραφών της, εφόσον μάλιστα της είναι γραφτό να γίνει παραμύθι, που θα ξαναειπωθεί με πολλούς τρόπους. (Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας)
Η μυθοπλασία του Μπάρτζη έχει την αφορμή της στο ιστορικό παρελθόν – και μάλιστα σε μια εποχή που έχει καταγραφεί με τα δραματικά της γεγονότα στη συνείδηση του λαού μας διαμορφώνοντας έναν από τους πιο εμβληματικούς μας εθνικούς μύθους. Πώς μπορεί να ιστορηθεί η πορεία προς την Άλωση μέσα από την αντιπαράθεση των Ενωτικών και Ανθενωτικών, τη φθίνουσα διαδρομή της άλλοτε ισχυρής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας φημολογούμενης κατάρρευσης που πολιορκούσε τη συνείδηση των κατοίκων της Βασιλεύουσας πολύ πριν την αληθινή της άλωση από τον Οθωμανικό στρατό; Ο συγγραφέας επέλεξε τη μυθιστορία· έτσι διατήρησε τα ιστορικά γεγονότα με την αλήθεια τους εμπλουτίζοντας την αφήγηση με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, που κρίνεται απαραίτητη σε κάθε περίπτωση που η τεράστια χρονική απόσταση δημιουργεί κενά. Άλλωστε η συμβολή της είναι καθοριστική, όταν η γραφή νιώθει πως χρειάζεται να στραφεί από την ψυχρή και ακριβή εξιστόρηση (έργο της ιστορικής επιστήμης) στα πρόσωπα που κινούν τον μοχλό της ζωής και της ιστορίας. Ακόμη περισσότερο αναγκαία κρίνεται η λογοτεχνική ματιά μέσω της επινόησης, όταν το κεντρικό πρόσωπο (εδώ ο Ορχάν) έχει αφήσει ελάχιστα ίχνη στην καταγεγραμμένη αποτύπωση του παρελθόντος, που διασώζονται στις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, όπως ο Φραντζής και ο Δούκας.
Ο πρίγκιπας Ορχάν γνωρίζουμε πως είχε τη σειρά του (ακριβώς δεν ξέρουμε ποια, καθώς δεν είναι σαφής η σχέση του με τον Πορθητή Μωάμεθ) στη διαδοχή του θρόνου του Οθωμανικού κράτους. Για την προστασία του, λόγω των πολλών εκκαθαρίσεων που λάμβαναν χώρα στην οθωμανική αυλή, τέθηκε υπό την προστασία των Παλαιολόγων –εν είδει φιλοξενούμενου ομήρου– και οι σουλτάνοι της Αδριανούπολης, Μουράτ Β΄ και Μωάμεθ Β΄ πλήρωναν ένα ετήσιο ποσό στους Παλαιολόγους για να τον κρατούν ασφαλή. Κατά την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τον είχε ορίσει (αυτόν τον αλλογενή και αλλόθρησκο) υπεύθυνο στα παράκτια τείχη της Προποντίδας. Έχει σωθεί η μαρτυρία που αναφέρει το τέλος του Ορχάν, όταν συνελήφθη από τους Τούρκους ντυμένος καλόγερος και αποκεφαλίστηκε.
Εδώ, όμως, η μυθιστορία μπορεί να απλωθεί σε περισσότερα επίπεδα, και η καλή γραφή με τη σειρά της έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ένα αληθοφανές πλαίσιο, μέσα στο οποίο ενσωματώνει την ιστορική αλήθεια με το λογοτεχνικό ψεύδος προβάλλοντας τα πρόσωπα (ιστορικά και επινοημένα) προς συμπλήρωση της εικόνας. Η μυθοπλασία της λογοτεχνίας διασώζει τη μαγεία της, μέσω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων. Η ιστορία (που με τη δική της τεκμηριωμένη αλήθεια είναι διαρκώς παρούσα στο βιβλίο) εξισορροπεί τη συγκεκριμένη γραφή – μύθος και ιστορία, δηλαδή μυθιστορία.
Μια ερωτική ιστορία διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά τη σχέση του πρίγκιπα Ορχάν με την Αισία, τη Χριστιανή αυλική. Είθισται στα ιστορικά μυθιστορήματα να παρεμβάλλονται επινοημένες συνήθως ερωτικές ιστορίες· πιθανόν να θεωρείται απαραίτητη συμπλήρωση στην εξιστορούμενη ζωή των ηρώων, ιδίως αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Προσωπική θέση εκφράζω υποστηρίζοντας πως είναι αναγκαία η αποδέσμευση της μεγάλης αφήγησης από καθορισμένες προδιαγραφές, που δρομολογούνται στη λογική της καλύτερης πρόσληψης από το κοινό, καθόσον η ανάγνωση έχει τη δική της δυναμική και συχνά ξαφνιάζει με τις επιλογές της – τόσο πέρα από τις επιθυμίες των εκδοτών και των συγγραφέων. Διαβάζοντας τον Ορχάν και εκτιμώντας τις αδιαμφισβήτητες αρετές της επινοημένης πλοκής και του παράλληλου σεβασμού της ιστορικότητας των γεγονότων, εκτίμησα πως καθόλου απαραίτητη δεν ήταν η εμβόλιμη ερωτική σχέση.
Ο Ορχάν αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του προσθέτοντας έτσι στη δραματοποίηση των γεγονότων αλλά και απαλλάσσοντας με ευφυή τρόπο τον συγγραφέα από προσωπικές παρεμβάσεις αναπόφευκτα φορτισμένες ιδεολογικά. Τον φανταζόμαστε να υπαγορεύει τα λόγια στον Ορχάν, ωστόσο ο αναγνώστης παρασυρμένος από τη φυσικότητα μιας προσωπικής εξομολόγησης (γραμμένης με την αληθοφάνεια μιας τέχνης που μόνον οι καλοί συγγραφείς κατέχουν) λησμονεί πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια επινοημένη γραφή.
Πατρίδα μας είναι ο τόπος που αγαπήσαμε… Είναι οι άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί την ίδια μοίρα… Την πόλη αυτή τη λάτρεψα. Τη νιώθω δική μου. Δε μου ήταν δύσκολο να φύγω πάλι για τη Βενετία, να σωθώ, εκείνες τις ημέρες που ξεκίναγαν τα δύσκολα, τότε που η πολιορκία του Μωάμεθ δεν είχε σφίξει ακόμα γύρω μας κλοιό θανάτου. Δεν το έβαλα ξανά στα πόδια… Ήταν συνειδητή η απόφασή μου να μείνω και ν’ αγωνιστώ δίπλα στον αυτοκράτορα. Όχι πάλι φυγάς από τον εαυτό μου και απ’ τη μοίρα μου! Παρέμεινα να πολεμήσω, να ’ναι ελεύθερη η Πόλη. Ελεύθερη σ’ αυτούς που την κρατάνε όρθια χίλια τόσα χρόνια. Στους Ρωμιούς. Με ποικιλία λαών μέσα στο πλήθος των κατοίκων της. Φιλόξενη όπως ήταν πάντοτε για μένα, για τους Βενετούς, τους Γενοβέζους… Πατρίδα για όλους τους ταξιδευτές του κόσμου. Όμως ελεύθερη, στην ηγεσία των Παλαιολόγων. Η Πόλη ετούτη με προστάτεψε, μ’ αγκάλιασε, έγινε σπίτι μου κι έδωσε αίσθηση ασφάλειας στη ζωή μου. Πέρα απ’ τα ψηλά της τείχη, ελπίδα για εμένα δε φεγγίζει. (σελ. 139)
Βρήκαν την αφορμή που ήθελαν εκείνοι που τις στιγμές βαθιάς κρίσης αποφεύγουν κάθε προσωπική τους διακινδύνευση. Αυτοί που κρύβονται πίσω από το δικό τους μηδενικό. Που επιδιώκοντας κρύφιο ιδιωτικό συμφέρον, αρέσκονται να λοιδορούν όσους εργάζονται, να τους συκοφαντούν και να του κατακρίνουν. Φρύαξαν οι ανθενωτικοί για τη «βεβήλωση» και τη «λεηλασία» των ναών από τον αυτοκράτορα. Αντί να δίνουν μάχη στις επάλξεις, παίρνουν τους δρόμους και σκορπούν την ηττοπάθεια. Ανάβουν τα θρησκευτικά πάθη, σπέρνουν τη διχόνοια, καλλιεργούν δαιμονικούς φόβους και διαδίδουν προφητείες δήθεν βασισμένοι σε σημεία και τέρατα. Αυτοί οι εσωτερικοί «εχθροί» είναι χειρότεροι από τους Τούρκους έξω. (σελ. 399)
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα στα παραπάνω αποσπάσματα αποτυπώνει τα αισθήματά του για τη Βασιλεύουσα των αλλοεθνών (πλην όμως φίλων και συνοδοιπόρων), για την οποία αξίζει να δώσει και τη ζωή του. Παράλληλα σχολιάζει το διχαστικό θρησκευτικό κλίμα και τη φθορά των συνειδήσεων, εκείνες τις τελευταίες στιγμές του Βυζαντίου, δείχνοντας τον τρόπο που τα θρησκευτικά πάθη αναμειγνύονται με τις πολιτικές σκοπιμότητες οδηγώντας στον αφανισμό.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε οριστική έκδοση (όπως γράφεται στο εξώφυλλο) από τον Καστανιώτη. Ο συγγραφέας ξαναδούλεψε το κείμενο της αρχικής έκδοσης και έτσι μας το παρουσιάζει τώρα αναθεωρημένο και συμπληρωμένο στα σημεία του.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου