Η παγίδα
μυθιστόρημα
Ανδρέας Μήτσου
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Ανδρέας Μήτσου: «Η παγίδα» (diastixo.gr)
Μπορεί να ξεφύγει ο δημιουργός της γραφής από τις
λογοτεχνικές περσόνες που επινοεί όταν πλάθει τις ιστορίες του; Πόσο αμέτοχος
στέκεται από τα πάθη τους και τις περιστροφές της μοίρας τους, αυτός που (στην
πιο απόμακρη και αποστασιοποιημένη μορφή του) προβάλλει ως ο παντογνώστης
αφηγητής; Γνωρίζει απλώς ή συμπάσχει; Και αν ναι, τότε ποιο πάθος αφηγείται, το
ανοίκειο και αλλότριο ή το οικείο προσωπικό βίωμα που υποκρύπτεται πίσω από τις
μορφές και τις περιπέτειες των ηρώων του; Γιατί, ίσως καλά γνωρίζει (ή έστω
ψυχανεμίζεται) όποιος μπήκε στον λαβύρινθο της γραφής, τίποτε δεν είναι
απολύτως ξένο προς αυτόν, είτε το αποκαλύπτει σε αυτοβιογραφική μορφή κειμένου
είτε το συγκαλύπτει κάτω από τον μανδύα μιας μυθοπλασίας. Πόσο έτοιμος, όμως,
είναι να μιλήσει για όλα αυτά φανερώνοντας τον τρόπο που χειρίζεται τον
προσωπικό του βιωμένο χρόνο αλλά ομοίως την παρατήρηση και εποπτεία των άλλων,
προκειμένου αναπόφευκτα αυτές οι δύο γενεσιουργές συνθήκες της γραφής να δέσουν
σε μια άρρηκτη σχέση, δυσδιάκριτη ως προς τα στοιχεία που τη συναποτέλεσαν;
Σπάνια συναντάμε ανοιχτές τις θύρες στο εργαστήριο της δημιουργίας.
Ο Ανδρέας Μήτσου, στο πρόσφατο βιβλίο του (μυθιστόρημα
το ονομάζει), ανοίγει διάπλατα θύρες και παράθυρα στο δικό του εργαστήρι και
μιλά για όλα. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται κυρίως στον χαρακτηρισμό του
εγχειρήματος ως μυθιστορήματος, καθώς εδώ ο ίδιος παίρνει τη θέση του ήρωα,
χωρίς ωστόσο να πρόκειται για μια αυτοβιογραφία. Στην ουσία πλάθει μια ιστορία
–τόσο αληθινή όσο και επινοημένη– με τα
πραγματικά της στοιχεία να εμπλέκονται με όσα στη μακρόχρονη συγγραφική του
πορεία έχει γράψει, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα.
Γιατί ο
συγγραφέας σε έναν απευθύνεται, που ο ίδιος έχει πλάσει, στο άγνωστο κομμάτι
του εαυτού του, για να του ομολογήσει τα δικά του κρίματα. Μια πρόφαση είναι ο
κάθε ήρωάς του. Το όχημα που θα τον οδηγήσει σ’ αυτή την οριακή συνάντηση και
στη θαμμένη μνήμη. (σ. 68).
Μιλώντας για τις αφορμές των ιστοριών του (από τις
πρωτόλειες ως τις σημερινές) εισχωρεί εκ νέου μέσα τους με καινούργια ματιά
μεταποιώντας τις αρχικές του παραστάσεις που τις γέννησαν και προκαλώντας νέες
προοπτικές ανάγνωσής τους. Ξεκάθαρο αυτό, ό,τι γράφουμε έχει τη θνητή του
αφορμή, που δεν μπορεί να επιζήσει όσο ανοίγει τις σελίδες του κοινοποιούμενο
σε όποιον αποδέκτη βρει πρόσφορο. Η κάθε ανάγνωση είναι μια φρέσκια εκδοχή του
αρχικού, εμπλουτισμένη με τα βιώματα του αναγνώστη, και φυσικά ακόμη και ο
δημιουργός του είναι μέσα στον χρόνο ένας διαφορετικός αναγνώστης, με νέα
βιώματα, νέα οπτική. Όταν, λοιπόν, ο Μήτσου εδώ ξαναδιαβάζει τα γραπτά του, δεν
είναι πλέον ο αρχικός τους δημιουργός μόνον αλλά και ένας νέος αναγνώστης, εν
μέρει αποστασιοποιημένος από την αφορμή τους. Έτσι, δείχνει πώς αυτά που έγραψε
(και ίσως έχουμε διαβάσει ήδη) αποκτούν προεκτάσεις καινούργιες, ανήκουν τόσο
στον ίδιο όσο και στον καθένα που τα προσεγγίζει εν είδει γιατρικού, ατομικού
εκ των πραγμάτων· ας μη γελιόμαστε, προσωπική η γραφή και η ανάγνωση, προσωπική
και η ίαση μέσω αυτών.
Ειλικρινά,
αυτό ελπίζει ο συγγραφέας μ’ ετούτη την αναδιήγηση, τη μεταφήγηση των ιστοριών
του, κι ας μην το παραδέχεται. Να βρεθεί εκείνος ο άλλος, ο καλύτερος εαυτός
του, ο ιδεατός αναγνώστης του, και να αποκαλύψει όσα ο ίδιος δεν τόλμησε.
Επειδή «δεν έφτανε», δεν είχε τη δύναμη και το σθένος. (σ. 204).
Ένα βιβλίο για όλους όσοι βρίσκονται στην «παγίδα» της
γραφής, δημιουργοί και αναγνώστες ομοίως. Μια φυγή στο παρελθόν, μια επεξεργασία
του, κι ας μην επιτελείται η ποθητή «τακτοποίηση», κι ας μεταποιούνται οι
μνήμες σε ό,τι βολικότερο, έτσι που να μην ξεχωρίζει η αλήθεια των πραγμάτων
από την επινοημένη μορφή τους. Εκεί που μοιάζει παντοδύναμη η γραφή για να
αποτυπωθούν τα ήδη βιωμένα, εκεί ακριβώς οι λέξεις αυτονομούνται, και πλέον όσα
γράφονται είναι μια νέα ιστορία, ή ένα νέο μυθιστόρημα, όπως εν τέλει ευφυώς το
ονομάζει εδώ ο Μήτσου, με δύο ήρωες: τον ίδιο και τη γραφή, σε μια αντίστιξη
σπουδαία, που αποκαλύπτει τόσο τη δυναμική των λέξεων όσο και την αντοχή του
συγγραφέα να μπορεί να δέχεται σε διαρκή ανανέωση τα πλήγματα – τρωθείς και
τρώσας ταυτόχρονα, θύμα και θύτης, αφού τα τραύματα και τα προκαλεί και τα
δέχεται, παγιδευμένος στη χάρτινη μορφή
που παίρνει η ζωή του, με την ελπίδα της ίασης πάλι μέσω της γραφής· ένας
κύκλος μέσα στον οποίο βρίσκεται χωρίς να μπορεί μα ούτε και να θέλει από αυτόν
να βγει. Ευάλωτος όσο ποτέ, σ’ αυτό το βιβλίο, αντιμέτωπος με τα γραμμένα του
και με τον εαυτό του, σε μια εκούσια καταβύθιση, επώδυνη και συνάμα ιαματική.
Μα ο χρόνος,
έτσι κι αλλιώς, χαμένος είναι κι ανυπόστατος. Συλλαμβάνεται και παίρνει μορφή
και αξία όταν γίνεται τέχνη, καλλιτεχνική μετουσίωση, και επομένως προσωπικό
βίωμα, και ανταμείβει μόνο όποιον μετέχει στη συνωμοσία που εξυφαίνεται με την
ανάγνωση. Οι αδιάβροχοι άνθρωποι είναι διεκπεραιωτικοί, φοβούνται μην τυχόν
μουσκέψουν, μην αρπάξουν πούντα. Μια πούντα που θα μπορούσε να τους καταστήσει
ευάλωτους. Και ευάλωτους μας καθιστά η λογοτεχνία. (σ. 25).
Το βιβλίο αυτό πιθανόν να διαβαστεί από έναν «αποστασιοποιημένο»
αναγνώστη, που μέσα του θα δει αποκαλύψεις και «οδηγίες» γραφής, τεχνικές και
αποτυπώσεις εμπειρικές ή θεωρητικές. Μα στη δική μου ανάγνωση, πρόκειται για το
πιο προσωπικό κείμενο που μπορεί να γραφεί από κάποιον που νιώθει τον πυρήνα
της γραφής, νιώθει και τη μοναξιά της – εσύ απέναντι στους άλλους (και ποιος
αλήθεια αφουγκράζεται την ιστορία σου;), απέναντι στις ίδιες τις λέξεις που
κάποια στιγμή ζητάνε τον λόγο για την αξιοπιστία τους, απέναντι εν τέλει στον
εαυτό σου που βλέπει στα γραμμένα σου την άλλη όψη του καθρέφτη. Το στοίχημα,
τελικά, είναι να αποδοθεί με τις λέξεις κάτι περισσότερο από αυτές. Τα λόγια
του ποιητή Walt Whitman θα παραθέσει ο Μήτσου για να δώσει όλη την ουσία της
γραφής: The words of my book nothing, the drift of it everything. (σ. 479). Γιατί,
πράγματι, δεν είναι τόσο οι λέξεις, όσο ό,τι ξεφεύγει από αυτές για μια
αυτόνομη πορεία στην πρόσληψη και του δημιουργού και του αναγνώστη, αυτό που
διαιωνίζει ό,τι γράφεται σε μια διαρκή, πολύμορφη και πλούσια ανανέωση.
Στο εξώφυλλο το έργο του Γκόγια Προσωπογραφία του Μανουέλ Οσόριο Μανρίκε Θουνίγα. Η παιδικότητα, η
αθωότητα της πρώιμης ηλικίας, τότε που αρχίζουν όλα, μαζί και η παγίδευση της
γραφής.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου