Ο Σίμος Ανδρονίδης
γράφει για την ποιητική συλλογή
της Μαρίας Σκουρολιάκου
Σώμα του Χρόνου
(κέντρο ευρωπαϊκών εκδόσεων ‘Χάρη Τζο Πάτση’, 2021)
H ποιητική
συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου, που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Σώμα του
Χρόνου,’ συνιστά το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ποιήτριας με το
ευρύτερο περιβάλλον, αφήνοντας χώρο παράλληλα για ό,τι θα προσδιορίσουμε
θεωρητικά ως ‘κριτικό στοχασμό.’
Ουσιαστικά, η ποιητική
συλλογή αποτελείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες, αν και το μεγαλύτερο μέρος
το καταλαμβάνουν τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, τα οποία, αν και δεν τιτλοφορούνται,
ενέχουν ιδιαίτερη θέση στην εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης. Στην ‘οικονομία’
και στη δομή της.
Η ‘Λήκυθος,’ οι ‘Σφραγιδόλιθοι’
η ‘Αύρα Ερωτινή’ αποτελούν τις τρεις τελευταίες ποιητικές ενότητες, εκεί όπου ο
τόνος καθίσταται περισσότερο άμεσος, προσωπικός και εξομολογητικός.
Μάλιστα, οι ‘Σφραγιδόλιθοι’
φέρουν την μορφή ενιαίου ποιήματος, το οποίο (και αυτό είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρον), το οποίο και παραπέμπει στη δομή ενός παραδοσιακού Ιαπωνικού
Χαϊκού (μικρό μέγεθος), αλλά παράλληλα, καταφέρνει να υπερβεί την δομή ενός Χαϊκού,
αποδίδοντας έμφαση, πέραν της αμεσότητας, και στην καθαρότητα ή αλλιώς, στη σαφήνεια
των νοημάτων.
Ως προς τη διαδικασία
συγκρότησης του ποιητικού ‘αρχείου’ (αν είναι δόκιμος ο όρος), η Μαρία Σκουρολιάκου
αντλεί από μία γενικότερη θεματολογία, δίχως όμως να αφεθεί να ‘χαθεί,’
ποιητικώ τω τρόπω, σε έναν ‘ωκεανό’ πληροφοριών και γεγονότων, κάτι που θα
μπορούσε να επηρεάσει επί τα χείρω τη δομή της συλλογής. Αντιθέτως, αποδίδει
έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία, επιχρωματίζοντας, ενίοτε με έναν λυρικό τόνο, στιγμές,
επιθυμίες και μνήμες.
Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής,
είναι χαρακτηριστικό του σημαντικού ρόλου στον οποίο και αποδίδει η ποιήτρια,
στην έννοια της δημιουργίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημιουργία επιμερίζεται σε
τρία επιμέρους επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο, αφορά το ερωτικό πράττειν, στο εγκάρσιο
σημείο όπου μέσω της εν-σώματης (η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι εν-σώματη),[1]
τριβής και αλληλεπίδρασης των σωμάτων, παράγεται (δημιουργείται) ο έρωτας και
ως πράξη αλλά και ως νόημα.
Το δεύτερο επίπεδο, έχει
να κάνει με τη δημιουργία που συνδέεται με την προσωπική και συλλογική εργασία,
με τον κάματο και τον μόχθο, εκεί όπου η δημιουργία ανά φάσεις αντανακλάται στο
αποτέλεσμα. Και, το τρίτο επίπεδο στο οποίο διακρίνουμε την ευδιάκριτη παρουσία
της είναι το υπαρξιακό-οντολογικό.
Και τι σημαίνει κάτι
τέτοιο; Σημαίνει πως, η δημιουργία, αυτή τη φορά σε μία σειρά από πεδία, είναι
αυτό που ‘μένει’ μετά θάνατον, αυτό που μπορεί να μνημονευθεί και να ενταχθεί
στη σφαίρα του αξιοσημείωτου. Με άλλα λόγια, η έννοια της δημιουργίας, και, σε
ένα βαθύτερο επίπεδο, η δημιουργία ως πράξη, καλλιεργεί το έδαφος για τη διαμόρφωση
‘ιχνών’ ζωής.
«Διέρρηξε τα πεπραγμένα
των ωρών και κατακόκκινες στιγμές εξέδωσε στην επερχόμενη των άλλων άνοιξη. Στο
βάθος του περιβολιού η τρυφερή σελίδα των ερώτων θάλπει ολοσέλιδα φιλιά ζωγραφισμένα
στον καμβά της κάμαρης. Τα σώματα τρυγούν της μνήμης τ’ ακριβό απόσταγμα: Νύχτες
και μέρες που μαθήτευαν πώς να φυτέψουν, να ποτίσουν, να μοχθήσουν τη σπορά,
την ηδονή και τη σοφία των δακρύων. Να χτίσουν απ’ την άμμο μακριά. Έτσι αφήσαμε
το χνάρι μας. Δακτυλικά αποτυπώματα στης μοίρας το βιβλίο. Αθέατη σκιά ο θάνατος,
αναγελά καθώς εκτίουμε του χρόνου την ποινή συγκάτοικοι από καιρό με τις επετηρίδες».[2]
Το κοινωνικό-πολιτικό
πρόσημο υπεισέρχεται εντός του εν ευρεία εννοία ποιητικού πράττειν, όχι όμως με
όρους συνθηματολογικούς και αφοριστικούς, αλλά, αντιθέτως, με όρους
ανθρωπιστικούς.
Και είναι ενδεικτικό των
προθέσεων της ποιήτριας, όσο και του τρόπου με τον οποίο χειρίζεται το υλικό της,
το γεγονός πως, μέσω της σημασιοδότησης ή αλλιώς, της νοηματοδότησης του πόνου[3]
ο ποιητικός λόγος συγκροτεί και παράλληλα εκθέτει ενώπιον του αναγνώστη, ο ρόλος
του οποίου ως ενεργού δρώντος (η ανάγνωση του ποιητικού λόγου καθίσταται μορφή
επικοινωνίας) δεν πρέπει να υποτιμάται, σύγχρονα καθεστώτα επισφάλειας.
«Ας μιλήσει ο πόνος. Για
τα σκυφτά κορίτσια, στα σπλάχνα της Ανατολής που βάφουν με σιωπή την έρημο. Για
τις γυναίκες, στης Δύσης τα παζάρια, σε διαδρομές κορμιά που σέρνονται με πληρωμένες
λ-έξεις. Ας μιλήσει ο πόνος. Για τα παιδιά τα προδομένα, που δεν ανθίζει στο
κορμί τους άνοιξη και ρημαγμένα απ’ των εισβολέων τα χέρια στοιχειώνονται να ζουν
πάντα μισά. Για τ’ άλλα, τα σκελετωμένα, που ψάχνουνε ψωμί και ύπαρξη κι όλο τα
σβήνουν οι πολιτισμένοι απ’ τις σελίδες του αίματος ασύστολα. Ας μιλήσει ο
πόνος. Για τους λαούς που άδικα συντρίβονται κι είναι στα άπατα βουνά ο θεός τους.
Που κουβαλούν στα βράχια της σιωπής αιώνες φρίκης, λεηλατημένα ιερά κι επιβολή
φερμένη από Δούρεια τάματα. Ότι ο θάνατος φορεί την όψη του Ιανού και λάμπει στ’
ακριβά συμπόσια με τους καλοντυμένους δράκους. Σωρεύει δέσμιους της πλάνης και
ζωντανούς που δεν μιλούν πιότερο απ’ τους νεκρούς. Στους κουρασμένους δρόμους
του ανθρώπου θρηνώ για τη χαμένη ισότητα».[4]
Σε αυτή την περίπτωση,
διαμέσου αλληγοριών και συμβολισμών, στοιχεία που διακρίνουν τον ποιητικό λόγο,
αποδίδεται μία συνθήκη, ή αλλιώς, μία κατάσταση, εξέλιξη που, θεωρητικώ τω τρόπω,
μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μία βαθύτερη ανάλυση ώστε να αναδείξουμε πως,
πρώτη ύλη για την συγγραφή αυτού του ποιήματος, είναι η αίσθηση του χρέους ή
αλλιώς, της ευθύνης (ας θυμηθούμε εδώ την Βεμπεριανή ηθική της ευθύνης): Της ευθύνης
του ποιητή, που οφείλει να ενεργοποιεί ανακλαστικά (και όχι ηθικολογικά) απέναντι
στον κόσμο και στις τωρινές αλλά και μελλοντικές γενεές.
Η αναφορά στις μελλοντικές γενεές μπορεί να
συσχετισθεί με την γέννηση του εγγονού της ποιήτριας και το πως κάτι τέτοιο επηρεάζει
την στάση της απέναντι στα πράγματα και την εξέλιξη του ποιητικού της λόγου.
Στο ποίημα ‘Ζωές,’ το
οποίο και θα σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε ως ποίημα ‘χώρου’ και όχι χρόνου, σκιαγραφείται
η καθημερινότητα ή τμήματα της καθημερινότητας στα «μικρά χωριά» της ελληνικής επαρχίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαγράφονται εύγλωττα μορφές που συναγωνίζονται στην
επίδειξη ενός ατακαδόρικου πνεύματος μέσα στα καφενεία, τα ενοχικά σύνδρομα, η
καχυποψία για το ποιος μπορεί να είναι ο ‘άλλος,’ η αίσθηση της παραίτησης, η πνιγηρή[5]
περιχαράκωση γύρω από ό,τι προβάλλεται ως ‘τοπικότητα,’ η ρουτινοποίηση, η διάψευση
και η κατάπνιξη της επιθυμίας. Το ποίημα αποπνέει μία αίσθηση πραγματισμού, καθιστάμενο
όσο αποσπασματικό ή αλλιώς, ελλειπτικό χρειάζεται ώστε να διεισδύει μέσα στον
πυρήνα της ελληνικής επαρχίας.
«Στα μικρά χωριά οι μέρες
φορούν ασπρόμαυρα γυαλιά. Τα πρωινά στην κεντρική πλατεία ψήνουν ζωές στη χόβολη,
πίνουμε συναισθήματα με πάγο, τρώνε φρέσκες ιδέες τοπικές. Στήνουν καρτέρι με
το βλέμμα σ’ όσες περνούν στη γέφυρα της αγοράς κι όταν φυσάει ο καυτός της ερημιάς
τους λίβας, πυροβολούνε στα τυφλά την πείνα τους. Η στέρηση αλυχτάει βουβά. Στο
φως ντύνεται στολισμένους όρθρους, στο δείλι βαρετούς εσπερινούς. Τις νύχτες
κρούουν τα παραθυρόφυλλα φαντάσματα εφηβικά. Στα καλντερίμια ακροβατούν ο Τσε
Κε Βάρα, η Κασσιανή, ο Πάρις και της Κορίνθου η μικρή εταίρα. Τα χρόνια
διπλωμένα στο συρτάρι μυρίζουν καμφορά συνήθεια. Στα μικρά χωριά ο κόσμος κάνει
κύκλους με άξονα τον ίσκιο του σε τροχιά ελλειπτικής οφθαλμαπάτης».[6]
Στο ‘Σώμα του Χρόνου’
συναρθρώνονται η προσωπική-οικογενειακή μνήμη, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας
συνιστά το ποίημα ‘Του Πατέρα’ με ευδιάκριτες κειμενικές επιρροές από το δημοτικό
τραγούδι,[7]
η προσδοκία[8] για την υπέρβαση
και την ‘ανα-γέννηση,’ (φύσης και ανθρώπων), η δυνατότητα της συν-ύπαρξης, το
παίγνιο με την γλώσσα με τρόπο ώστε να παραγάγει πολλαπλά νοήματα. «Θα’ θελα να
κόβεις το ψωμί των ημερών μου με το «μαζί».[9]
Η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου
καθίσταται συμπεριληπτική, με την έννοια της πατρίδας[10]
να αναπαρίσταται με τους όρους της μνημονικής
και βιωματικής σύνδεσης, όντας ο καθαυτός τόπος που εμπεριέχει την ίδια και τις
λέξεις της.
Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Σπουδάστρια του Ανοικτού Πανεπιστημίου στον Ελληνικό Πολιτισμό. Παρακολούθησε πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής της Φιλοσοφικής σχολής. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών, της UNESCO Tεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος, της Π.Ε.Λ, της Ε.Ε.Λ. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικά βιβλία και ένα παραμύθι. Ποιήματά της, άρθρα και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και διαδικτυακά και στη Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια «ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ». Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και Ιταλικά. Έχει δημοσιεύσει κριτικές για πολλούς και σημαντικούς ποιητές. (Η κριτική της για τον Γιάννη Ρίτσο είναι καταχωρημένη στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή). Το ποιητικό της έργο έχει κριθεί από εξαιρετικούς κριτικούς. Έχει βραβευτεί με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη» της Ε.Ε.Λ το 2017, για την ποιητική της συλλογή «Χρώμα Αύριο». Η συλλογή "ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ'' είναι το έκτο ποιητικό της βιβλίο.
Ο
Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα
Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός
συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων
Ελλάδος. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα
είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία
του Κράτους, κοινωνικά κινήματα, ποίηση,
λογοτεχνία και κριτική λογοτεχνίας.
Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας
Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του
Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.
Email: gregandro@hotmail.gr
[1] Η ποιήτρια επενδύει συμβολικούς, ποιητικούς ‘πόρους’
στο σώμα ως το καθαυτό ‘πεδίο’
χαρτογράφησης του γίγνεσθαι, των δια-προσωπικών σχέσεων, των αισθήσεων. Tώρα, ο κατά την Ν. Χαραλαμπίδου «λόγος
της ιστορίας», εμπεριέχεται στο ποίημα ‘Ένας
παλιός Νοέμβρης (θα μπορούσε να είναι μία έξυπνη υπόμνηση του Νοεμβρίου του 1973;
), εκεί όπου με άξονα τον προσδιορισμένο χρόνο (η ποιήτρια αρέσκεται στο να
οικοδομεί την ποιητική της αφήγηση γύρω από κάποιον άξονα ή αλλιώς, σημείο αναφοράς),
διαφαίνονται στιγμές της ιστορίας, θρησκευτικοί απόηχοι ( ο Χριστός λειτουργεί
ως αρχέτυπο), η επιθυμία της αλλαγής (Άνοιξη), η οποία αναγνωρίζεται και ονομάζεται,
δίχως να γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις για την επίτευξη της. Η αλλαγή ως
άνοιξη, λαμβάνει τη θέση της εντός ιστορίας. «Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Είδε της γης τους μαύρους ίσκιους στα παλάτια τους. Στις γειτονιές των πόνων τη
Γκουέρνικα. Έγραψε πάνω στην καρδιά του ‘Άνοιξη’’ και περπατάει τον κόσμο να τη
φέρει». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Ένας παλιός Νοέμβρης,’ Ποιητική
συλλογή ‘Σώμα του Χρόνου,’ Κέντρο
Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα, 2021, σελ. 22. Και, Χαραλαμπίδου, Ν., ‘Ο
λόγος της ιστορίας και ο λόγος της λογοτεχνίας: Δομές αναπαράστασης της ιστορίας
στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και στην πεζογραφία του Εμφυλίου,’ Ιστορική
πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945-1995), Απρίλιος 1995, Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1997, σελ. 249-277.
[2] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου,
Μαρία, ‘Σώμα του χρόνου….ό.π., σελ. 45. Ερωτικό περιεχόμενο διαθέτει και η ‘Αύρα
Ερωτινή’: Τα ποιήματα έχουν τη μορφή μικρών, καθημερινών και διόλου ανεπαίσθητων
στίχων, με επίδικο το να εμφανισθεί η σημαντικότητα που αποκτά ο έρωτας και η
αγάπη (ως μείζονες αξίες) στη ζωή του ανθρώπου. «Απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο μπήκε
αγέρας άλικος. Με πήρε την ανάσα καίγοντας. Έπεσε το μολύβι στο φιλί. Στο
πάτωμα οι λέξεις σκόρπισαν και η γυμνή σελίδα γράφτηκε με σώμα». Στο ίδιο, σελ.
65.
[3] Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ‘επωδυνότητα’
ως κοινωνική συνθήκη. Στο ποίημα ‘Μάριος’
το οποίο και είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον εγγονό της ποιήτριας (όπως και
η ποιητική συλλογή), διακρίνουμε, όχι μόνο τα συναισθήματα έντονης χαράς που
προκάλεσε στην ποιήτρια η γέννηση του εγγονού της, όσο και την έντονη επιθυμία
για μία καλή ζωή, επιθυμία που σημαίνεται ‘φορτισμένα’ μέσω της χρήσης των
λέξεων «ευχή» και «προσευχή». Οι συμβολισμοί και οι παρομοιώσεις, συμβάλλουν
στο να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον δοτικότητας και τρυφερότητας, εντός του
οποίου, εκείνη την στιγμή, βρίσκουν θέση η ποιήτρια (της οποίας ο ‘κόσμος’
μεταβάλλεται με θετικό τρόπο) με την ιδιότητα της γιαγιάς, και ο εγγονός. Η παρατηρηθείσα
δοτικότητα που προκύπτει ως απόρροια του ερχομού της νέας ζωής η οποία και θα
εκκινήσει να συγκροτεί το δικό της ‘βιογραφικό,’ συγκλίνει με τον αντίστοιχο
ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου, έτσι όπως κατατίθεται στη συλλογή ‘Πρωινό Άστρο’
που είναι αφιερωμένη ουσιαστικά στην κόρη του, Έρη. Άρα, διαθέτουμε δύο εκδοχές
‘αφιερωματικών’ ποιημάτων, τα οποία και επιδιώκουν να είναι συνειδητά προσωπικά,
επαρκώς συναισθηματικά (και λυρικά) από την στιγμή όπου εκφράζουν ψυχική
διάθεση και δη χαρούμενη ψυχική διάσταση, και επίσης, ανοιχτά στην προσδοκία (η
οποία προσδιορίζεται λαϊκότροπα), για μία όχι ανώφελη, αλλά ‘πλούσια ζωή.’ Βλέπε
σχετικά, Σκουριολάκου, Μαρία, ‘Μάριος…ό.π., σελ. 26. Και, Ρίτσος Γιάννης, ‘Πρωινό
Άστρο,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2010.
[4] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία,
‘Στους κουρασμένους δρόμους…ό.π., σελ. 16-17.
[5] Στον ποιητικό λόγο, η Ανάσταση
προσλαμβάνεται ανεστραμμένα, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση υπόμνησης ‘αυτού
που χάθηκε,’ ‘αυτού που δεν ονομάζεται,’ στο σημείο όπου το διαμορφωθέν
υπόβαθρο είναι ένα υπόβαθρο έγκλησης του ‘γιατί’ και του ‘πότε’: «Μια στρατιά
ξυπόλητοι Χριστοί μ’ ένα «γιατί» χτυπούν ξανά της γης τα ρόπτρα. Η Ανάσταση θρηνεί
διαμελισμένα όνειρα και δακρυσμένη καρτεράει τον άλλο Απρίλη». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου,
Μαρία, ‘Βυζαντινές φωνές…ό.π., σελ. 19.
[6] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου,
Μαρία, ‘Ζωές…ό.π., σελ. 30. Ο έστω και μακρινός απόηχος του λόγου του Μάνου Ελευθερίου
διακρίνεται στις ‘Ζωές,’ στο βαθμό που και ο Ελευθερίου δεν επινόησε, αλλά κατέγραψε
στιγμές και πρόσωπα της ελληνικής επαρχίας, χωρίς μάλιστα να καταφύγει στην καρικατούρα.
[7] Η μορφή της μητέρας, ίσως
περισσότερο μεγεθυμένη μνημονικά λόγω της απουσίας της, ενυπάρχει στο ‘Σώμα του
Χρόνου.’
[8] ‘Ίχνη’ επιρροών από το δημοτικό
τραγούδι εντοπίζουμε και στο ποίημα ‘Μοιρόγραφτο.’ Ο ποιητικός λόγος ανα-πλάθει
δημιουργικά αυτές τις επιρροές, με το ενδιαφέρον στοιχείο στο ‘Μοιρόγραφτο’ να
είναι το ό,τι αυτές οι επιρροές διαπλέκονται με το παίγνιο των παρομοιώσεων, σε
ένα λεπτό σημείο όπου το περιεχόμενο του ποιήματος εξατομικεύεται: Ένα άμεσο ‘εσύ’
αναδεικνύεται στην επιφάνεια. «Μην πάψεις να ‘σαι ουρανός. Μην γκρεμιστείς στο χώμα. Ντύσου τον ήλιο το πρωί
ο νους σου ν’ ασκητέψει. Την κάψα του μεσημεριού η σάρκα σου να νιώσει. Τη θλίψη
του απόβραδου να στοχαστείς στη δύση. Γιατ’ η ζωή βαθιά πονά, με του κορμιού τη
φλόγα κι αναγελά ο θάνατος σαν η ψυχή μισεύει. Όταν υψώνει ο άνθρωπος
απελπισμένο βλέμμα κι απλώνει, για να κρατηθεί ψηλά τα δυό του χέρια. Μα, σαν
σε κατοικεί το φως, δεν έχεις να φοβάσαι το πέταγμα το τρομερό, αφού από πριν το
ξέρεις». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Μοιρόγραφτο…ό.π., σελ. 49.
[9] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου,
Μαρία, ‘Σφραγιδόλιθοι…ό.π., σελ. 61. Στους ‘Σφραγιδόλιθους’ ο ποιητικός λόγος
καθίσταται στοχαστικός, αποκαλυπτικός όταν επιθυμεί να στηλιτεύσει την
ανθρώπινη συμπεριφοράς, ερωτικός, με χαρακτηριστικά συμβίωσης μέσα στον
ιστορικό χρόνο.
[10] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου,
Μαρία, ‘Πατρίδα…ό.π., σελ. 50. Με έναν παρόμοιο τρόπο προσεγγίζει την
συγκεκριμένη έννοια και η ποιήτρια Αρετή Γκανίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου