ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ
Νάν’ η αγάπη πέρασμα μιας συμπληγάδας πέτρας;
Το μίλημα στον άνεμο, φιλί απ’το νερό;
Το νούφαρο που άνθισε στο χώμα μιας γης χέρσας Ασφόδειλο της ζήσης μας με ριζικό πικρό;
Κρίσεις για το έργο
Λέξεις με ευγένεια, στίξεις
που σου κόβουν την ανάσα, ισόρροπη ύφαν- ση
συμφώνων και φωνηέντων, μέτρο και ρυθμός με υπερχρονικότητα, νοήματα και παραστάσεις με ηθικό φορτίο·
ποιήματα με ροή και καλαί- σθητο ήχο,
γεμάτα μουσική και λυρισμό, που εμπνέουν κάθε μουσικό για μελοποίηση και κάθε αναγνώστη για ταξίδια στο πριν και στο
μετά. Θα συνεχίσω να τα διαβάζω και να ιχνηλατώ τις όμορφες νότες
μέσα τους… Σ’ ευχαριστούμε Λία για την ψυχική
ανάταση που μας δίνεις μέσα από την
ποίησή σου και που συνεχίζεις αλλά και προεκτείνεις την πνευμα- τική μας παράδοση!
Αθανάσιος Ζέρβας, καθηγητής, κοσμήτορας Σχολής
Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών, Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
***
“Η λυρική
σας πνοή και θέρμη έχει κάτι το πρωτόφαντο, το τελείως
προσωπικό.”
Θανάσης Νιάρχος, 26/3/2006 (για τη συλλογή “Σπονδή ονείρου”)
***
“Είναι τόσο έντονη η λυρική διάθεσή σας, ώστε τα ανείπωτα τρυφερά,
τα μακρινά λησμονημένα, τα
παντοτινά θλιβερά, να τα μεταβάλλει σε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό, όπως μόνον
η ποίηση σε βοηθάει να τον εκβάλεις.
Με τον λυρικό αυτό αναστεναγμό σας να καβαλικεύει θάλασσες
και ωκεανούς, αισθάνεται κανείς πως η επικοινωνία ανάμε- σα στους ανθρώπους είναι κάτι εφικτό, ακόμα κι άγνωστοι να είναι
οι τελευταίοι μεταξύ τους.”
Θανάσης Νιάρχος, 25/12/2014 (για τη συλλογή “Attica”)
Εύγε!
Το απόλαυσα πλήρως.
Γιώργος Βέης, 14/8/2007 (για τη συλλογή “Εν Γη Ερήμω”)
***
“Σας αξίζει ένας μεγάλος έπαινος που, ενώ ζείτε μακριά, γράφετε σε
τόσο ευαίσθητα και δροσερά
Ελληνικά, έτσι που ο λόγος σας να μοιά- ζει
με «μίλημα νερού». Μακάρι οι άλλοι, που ζουν εδώ, να μπορούσαν σαν εσάς να πλαγιάσουν τα όνειρά τους στην ακρογιαλιά.”
Σαράντος Καργάκος,
16/6/2002 (για τις συλλογές “Αλκυονίδες”
και “Ερωδιού η κατοικία”)
***
“Επί τέλους, να, είπα και
μια γνήσια κατάθεση αισθημάτων, σκέψεων, αναθυμιάσεων
κλπ, κλπ, που δονούν και ταυτόχρονα φθάνουν στον στόχο τους, στον αναγνώστη. Ξαναφέρνουν, τα στιχουργήματά σας, την ποίηση,
στα νερά της. Σας ευχαριστώ.”
Κυριάκος Ντελόπουλος, 31/7/2014
(για τη συλλογή
“Attica”
Η Λία Σιώμου (Λία Αντωνοπούλου) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Απoφοίτησε από το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιοχημεία στο Michigan State University. Εργάσθηκε ως ερευνήτρια στο Michigan State University και στο Northwestern University στο Evanston Illinois. Επί 18 χρόνια εργάσθηκε ως επιστήμων στο Υπουργείο Ενεργείας της Αμερικής (U.S Department of Energy) στο Argonne National Laboratory, στα προάστια του Σικάγου.
Έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, Ερωδιού η Κατοικία και
Αλκυονίδες
(Εκδόσεις Δωδώνη 2001), και Μαγιοστέφανο, Σπονδή Ονείρου, Εν γη Ερήμω, Attica και Εις Μνήμην Ουτοπίας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2003,
2006, 2007, 2014).
Γ. Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ Α.Ε.
G. C. ELEFTHEROUDAKIS S. A. INTERNATIONAL BOOKSTORE
8 ARISTEIDOU • 105 59 ATHENS, GREECE.
TEL. (++30) 210.3317.600 • www.books.gi inteinet@books.gi • eleftheioudakispublications@gmail.com
Ποιήματα της Λίας Σιώμου
ΣΠΟΝΔΗ
ΟΝΕΙΡΟΥ, Γαβριηλίδης 2006
ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΠΥΘΜΕΝΑ
Λίμνη με τα απύθμενα
τα κύματά σου τα γαλήνια
νανούρισέ μου μια χαρά
στα νούφαρα, τα κρίνα.
Λίμνη στα ηλιοκαμένα σου
τα λεία τα κοχύλια
έχω κρυμμένα μυστικά
σαν τα φαρμάκια μύρια.
Λίμνη θα ’ρθω τ’ απόβραδο
να σμίξω στις σκιές σου
με δέντρα και φυλλώματα
κλωνάρια απ’ τις ιτιές σου.
Κάποια της σκέψης όνειρα
εκεί θα σεργιανίσω
Κάποιο καημό της ζήσης μου
έχω να σου μιλήσω.
Στ’ ακύμαντά σου τα νερά
τη δροσερή αγκαλιά σου
μη μου λικνίσεις μια χαρά
το δάκρυ μη μου σβήσεις.
Στ’ ανήλια σου κι απρόσιτα
και σκοτεινά ερέβη
μη και μου κρύψεις τον καημό
να μη μου
περισσεύει.
Συλλογή ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ Γαβριηλίδης, 2007
ΕΝ ΤΟΠΩ ΧΛΟΕΡΩ
Λίθο στον λίθο, τούβλο στο τούβλο, σκέψη στη σκέψη
έκτισα μια πυραμίδα,
εν γη ερήμω και ανύδρω.
Κι εκεί ως με
επιτύμβιο λίθο σφράγισα τη ζωή μου.
Ακίνητη υπό το βάρος
των αναμνήσεων
κουρασμένη από την
πολυχρόνια πορεία
εν γη ερήμω και
ανύδρω.
Σκορπιοί, οχιές και
ερπετά ποικίλα
έντομα ενοχλητικά με
φαρμακερές προβοσκίδες
σαμιαμίδια
φρικιαστικά οι συγκάτοικοι πυραμίδος
εν γη ερήμω και
αβάτω και ανύδρω.
Και άφαντος υπό τη
σκέπη πυραμίδος η ζωή μου.
Και έφεραν χρυσόν
και λίθους πολυτίμους
και λίβανο και
σμύρνα, ωδές δοξαστικές και δάφνης φύλλα.
Ή τα φεραν ή τα φερα
εγώ, τι σημασία έχει;
Σκωλήκων
αφυδατωμένων βρώση η κατάληξη
εν γη ερήμω και ανύδρω, εις σαρκοφάγον πυραμίδος.
Συλλογή ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ , Γαβριηλίδης 2003
ΜΗ ΠΥΡΟΦΑΝΙ Η ΜΝΗΜΗ
Βήμα το βήμα χάθηκαν
τα χρόνια απ’ τη ματιά
μου,
βλέμμα το βλέμμα κι η θωριά
καθρέφτης μου του νου
τα μυστικά της ζήσης μου
χαμένα όνειρά μου
βήμα το βήμα τα ’συρε
στην άμμο του γιαλού.
Κύμα το κύμα κύλησε
κι η θλίψη σου για μένα
ανάρια σ’ εσπερινού το φως
θαμπή σαν χαραυγή
δεμένη μ’ ένα όνειρο
που δεν το βλέπει μέρα
γεννήθηκε παλιά και ζει
δεν λέει να ξεχασθεί.
Μη και με είδες στ’ όνειρο
ανατολής τ’ αστέρι;
μη μέσα στις βραχοτοπιές
μαζί με τις μυρτιές;
Μη σε κλωνάκι της ελιάς
κάτασπρο περιστέρι;
μη πυροφάνι η μνήμη μου
στις ακροθαλασσιές;
Σε μακρινή οροσειρά
σ’ ανατολής λημέρια
αντάμα μ’ άνεμο αυγής
και με δροσιά δρυμού
μια θλίψη κι ένα δάκρυ
σμίξανε στον αιθέρα
λες αγκαλιά ζεστή, γλυκιά
σ’ απόγνωση χαμού.
Γλαρόπουλο που πέταξε
στα βράχια και εχάθη
γλαρόπουλο της ζήσης μας
με τα χρυσά φτερά
γέμισ’ ο άνεμος φιλιά
απ’ τη χαμένη αγάπη
θαλασσοπούλια φίλησαν
τ’ ανήσυχα νερά.
Κύμα το κύμα κι η χαρά
Στη θάλασσα εξεχάσθη
σαν τα κοχύλια του γιαλού
την ήπιε η μοναξιά
κύμα το κύμα κι ο συρμός
μέσα στον νου εχάθη
κύμα το κύμα κι ο καημός,
κι απόμεινε η ερημιά.
Συλλογή ΑΤΤΙΚΑ,
Γαβριηλίδης 2014
ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ
Κοίταξε κάπως τριγύρω
και
είδε
πικρή τη θέα του γήρατος να
τον
περιτυλίγει
Ί ίριδες θολές φεγγίζουν τα
Αδρανή
τα ρυτιδωμένα πρόσωπα.
και το δέρμα τελείως
αφυδατωμένο
σαν μάσκα νεκρική,
αποκριάτικη.
Κάπως οικτρό το θέαμα
τα οστά ήδη τεταπεινωμένα,
πεπαλαιωμένα
κινούνται
μετά δυσκολίας.
Ρομπότ με χαλασμένο τον
μηχανισμό τους.
Και το μέλλον πώς να το
περιγράψει κανείς;
Του Εωσφόρου
αγκάλιασμα;
Και ο στέφανος της
Ζωής
που
απομένει εξ
ακανθών
Ούτε κλωνάρια
δάφνης πια
μηδέ όνειρα
ή
προσδοκίες.
Ο δε σταυρός
του Γολγοθά
ξύλο
δικό του εστί
εις
το παρόν κρεμάμενον
Τα δε δάκρυα των
επιζώντων
σωστά το προβλέπει
κατακλυσμοί της μοίρας θα τα
σβήσουν
Όλοι θα τον ξεχάσουν.
Κανείς δεν θα
κλαίει πια για τους
Εσταυρωμένους.
Η δε γη θα καρπίσει
και πάλι
οπώρας δροσεράς, ωρίμους εν χρόνω
και τη
γεύσει γλυκείς
Συλλογή ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ, Γαβριηλίδης 2014
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Έλα σιμά σαν αύρα
της θαλάσσης κι άγγιξέ με
μες στης νυχτιάς την ησυχία
και τη σκοτεινιά.
Τα κύματα τ’ ακούω μόνο
δεν τα βλέπω
‘Oπως εσέ σ’ αισθάνομαι
κι ας είσαι μακριά.
Τα γκρίζα τα μαλλάκια σου
να χάιδευα και πάλι
και κάπως να ’γερνα
μες στη θερμή
σου αγκαλιά.
Και κάπως να ’σμιγαν
στο δροσερό ακρογιάλι
oι θύμησες απ’ τα φιλιά
που μου ’δινες
παλιά.
Ήταν στ’ αλήθεια η μυρτιά
που άνθισε κι ευώδιασε
τον άνυδρο τον κήπο
στη χέρσα μου καρδιά;
Και στα κλωνάρια
της θαρρείς
άνεμος και γυρόφερε
Τις σκέψεις και την προσμον
ή
για
μιαν ανέλπιστη χαρά;
Ω, έλα αγέρι δρόσισε
τον
πόθο μου για κείνον
μες στα ζεστά τα χέρια του
θε νά βρω λησμονιά
Ἑλα με την Ανατολή
και τον χρυσό τον ήλιο
Είς᾽ η χαρά της ζήσης
μου
κι ας είσαι μακριά
Συλλογή ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ, Δωδώνη, 2001
ΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΗ
Σε μια σιγή πώς βρέθηκες
Στου ονείρατος το διάβα
Και μάζεψες τα πέταλα
Ενός άνθους ταπεινού
Τα φύλαξες και έγειρες
Σ’ απατηλά λυχνάρια
Ξημέρωσε και έψαχνες
Αχνάρια του χαμού
Πώς κι έμεινε στη σκέψη σου
Οράματος μια γεύση
Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα
Ζεστό στα σωθικά
Φωτός σκιά που σ’ άγγισε
Διαβατική στην πλεύση
Ελπίδων και χαμόγελων
Μακριά στα ανοιχτά
Και έμεινες μ’ οράματα
Τα ονείρατα φευγάτα
Και κράτησες τις θύμισες
Γλυκιά σου συντροφιά
Και έσυρες τα βήματα
Σε άμμους κι ακρογιάλια
Κι η θάλασσα σου κάλυψε
Τ’ αχνάρια στη στεριά
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
στης άνοιξης την ώρα, τη νυχτιά
Στα μύρα της βραδιάς της ανοιξιάτικης
Σ’ εαρινής εσπέρας τη δροσιά
Ελπίδες θε να δω να γυροφέρνουνε
μ’ άνθια μπλεγμένες στην πικρή πομπή
Ελπίδες με γιούλια και βιόλες θαμμένες
Ελπίδες και βιόλες
που μέσα μου ζουν μυροβόλες
Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
και οι κομπάρσοι με κεριά θ’ ακολουθούν
Θα κλαίνε τα χαμένα όνειρα
Ανάσταση τη νύχτα θα ζητούν
Κάπου εκεί στα λούλουδα θε να ‘κρυψα
κάποιας αγάπης μύρο και δροσιά
Σε κάποιο γιούλι του Μαγιού
σαν δρόσο θα ‘σταξα, τα δάκρυα
που κυλάν απ’ τη ματιά
Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
μες στα στενά σοκάκια, τη γλυκιά βραδιά
Μια μπάντα θε να παίζει θύμισες
για γλυκασμό στα μύχια, στην καρδιά
Με το κουβούκλιο λες
πέρασε κι η ζήση μου
και μ’ άνθια στολισμένη
Με την καρδιά πικρή
σαν βιόλα μαραμένη
Με την καρδιά μου άγρυπνη
Ανάσταση να περιμένει
Συλλογή ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, Δωδώνη 2001
ΔΕΚΑΟΚΤΟΥΡΕΣ
Τι να σου λέει άραγε
γλυκό μου περιστέρι
το ταίρι σου μες στην υγρή
του πρωινού σιγή;
Τι λόγια και τι όνειρα
θε να σου γυροφέρνει
στ’ αχνό το φως της χαραυγής
στη γκρίζα ομίχλη της
ακτής;
Λες να ζηλεύω άραγε
την ήρεμη φωλιά σου
τον έρωτα που τραγουδάς
με τιτιβίσματά σου;
Λες το γλυκό το κάλεσμα
το χάραμα, το δείλι
Λες να ξυπνά σε μένανε
του χωρισμού τη δίνη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου