Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Ο φόνος είναι χρήμα Πέτρος Μάρκαρης εκδόσεις Κείμενα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Ο φόνος είναι χρήμα
Πέτρος Μάρκαρης
εκδόσεις Κείμενα
 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal




ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο

Σήμερα οι φτωχοί πρέπει να ξεσηκωθούν μόνοι τους, αν θέλουν να δουν άσπρη μέρα. Δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από κάποιο κίνημα, πρέπει να γίνουν μόνοι τους ένα κίνημα. Όλα τα άλλα είναι νοσταλγικές και δακρύβρεχτες ιστορίες από το παρελθόν. Και εγώ, ο Λάμπρος Ζήσης, έπρεπε να μετακομίσω από την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού στην ιδεολογία της φτώχειας. Τα υπόλοιπα είναι κινήματα των βολεμένων. (σ.14)

Ο Λάμπρος Ζήσης, που μιλάει εδώ, γνώριμη φιγούρα στους αναγνώστες του Μάρκαρη, αποτελεί την αντίστιξη στην προσωπικότητα του αστυνόμου Χαρίτου, μόνιμου πρωταγωνιστή στις αστυνομικές ιστορίες του συγγραφέα. Ο παλαιός αριστερός, με διώξεις και ιστορία στο κίνημα, παροπλισμένος πλέον αλλά ιδεολογικά ταγμένος στα πιστεύω του, αποτελεί πάντοτε τον λυτρωτικό αντίλογο στη λογική του κρατικού μηχανισμού, που φυσικό είναι σε μια αστυνομική ιστορία να προβάλλει στο θεματικό της κέντρο. Η αλήθεια είναι πως ο Μάρκαρης επινόησε τον βασικό ήρωά του, τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο,με μια ευαισθησία πρωτόγνωρη  σε όλους όσοι μέσα στη συνείδησή μας είχαμε (ως απότοκο των πολιτικών συνθηκών μέσα στις οποίες μεγαλώσαμε και ενηλικιωθήκαμε ιδεολογικά) την αστυνομική φιγούρα (τον «μπάτσο») ως απολύτως αρνητική και φορτισμένη με αισθήματα αποστροφής. Γι’ αυτό και δεν μας ξενίζει η προσέγγιση, όχι απλώς φιλική αλλά σχεδόν αδελφική, των δύο ανδρών, που κάτω από άλλες συνθήκες θα είχαν το λιγότερο εχθρικά (κι ας ήταν μη εκδηλωμένα) αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Δικαιολογημένη η προκατάληψη, δουλεμένη στη συνείδηση από γενιά σε γενιά. Κι όμως, ο Μάρκαρης βρήκε τον τρόπο να την υπερβεί. Ίσως η γραφή του δεν συνιστά και μια ταυτόχρονη αλλαγή στάσης (τουλάχιστον στους περισσότερους από εμάς) απέναντι σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς, όμως, κατορθώνει να διατηρεί επί τόσα χρόνια το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον αμείωτο, εξοικειώνοντάς μας με τον συμπαθή κατά γενική ομολογία ήρωά του. Ταυτόχρονα στα μυθιστορήματά του μπόρεσε να αποδώσει την κοινωνική κατάσταση γύρω από τους ήρωες, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν την ελληνική πραγματικότητα με αληθοφάνεια αλλά και με μια διάθεση ανάλυσής της στα πλαίσια πάντα μιας λογοτεχνίας που όλο και περισσότερο πλησιάζει το κοινωνικό (στα πλαίσια του polar) και όχι μόνο το αποκλειστικά αστυνομικό μυθιστόρημα. Για όποιον παρακολουθεί τη γραφή του Μάρκαρη ήταν αναμενόμενη η ιδεολογική στροφή του Ζήση, έτσι δοσμένη με πολλή προσοχή, ώστε να μην αποστασιοποιηθεί εντελώς από την ιδεολογία του, άρρηκτα δεμένη μαζί του και στερεωμένη στη συνείδησή  του με πολύχρονους προσωπικούς αγώνες. Ο Ζήσης θα εκτιμήσει σωστά τις συγκεκριμένες συνθήκες, από τη μια  τον κοινωνικό αποκλεισμό μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, και από την άλλη την πολιτική ανευθυνότητα και αναποτελεσματικότητα στη λύση των ζωτικών προβλημάτων. Και πιστός στη θέση ότι είναι αναγκαία η ανάληψη προσωπικής ευθύνης για όσα συντελούνται, θα επιχειρήσει να οργανώσει ένα κίνημα σε λαϊκή βάση, ακηδεμόνευτο από πολιτικά κόμματα, με τη δυναμική που μόνον τα αυθεντικά λαϊκά κινήματα μπορούν να έχουν: το κίνημα των φτωχών, που φιλοδοξεί να συμπεριλάβει τους άνεργους, τους άστεγους, τους μικροαστούς και μεσοαστούς, τους ντόπιους και τους μετανάστες.
Έτσι, για πρώτη φορά στα μυθιστορήματα του Μάρκαρη, οι κεντρικοί ήρωες θα είναι δύο, στους οποίους θα προσδώσει φωνή με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καθώς σε εναλλαγή θα παρουσιάζει δύο φαινομενικά διαφορετικές, παράλληλες ιστορίες. Στην πορεία, και όπως κομμάτι κομμάτι θα αναφαίνονται τα νέα στοιχεία για τις τρεις δολοφονίες που θα κληθεί να εξιχνιάσει ο Χαρίτος,  θα αποκαλυφθεί η σχέση μεταξύ τους.
Στην προσφιλή του θεματική των τελευταίων χρόνων, ο Μάρκαρης θα εστιάσει πάλι στο τοπίο που ακολούθησε το υποθετικό τέλος της οικονομικής και συνακόλουθα κοινωνικής κρίσης. Σε μια εποχή επενδύσεων από ξένους φορείς, δύο δολοφονίες επενδυτών (ενός Σαουδάραβα και ενός Κινέζου) θα συνταράξουν την ελληνική πραγματικότητα. Θα ακολουθήσει η δολοφονία ενός αρθρογράφου που σχολίασε τα γεγονότα. Όλα θα λυθούν, όταν γίνει ο συσχετισμός των δυο παράλληλων αφηγήσεων (του Ζήση και του Χαρίτου), όταν θα αποδειχθεί πως τα πράγματα ποτέ δεν είναι όπως φαίνονται.
Το νέο μυθιστόρημα του Μάρκαρη δεν ξαφνιάζει τον πιστό αναγνώστη του συγγραφέα. Τα πρόσωπα οικεία, σκιαγραφούν από τη μια το περιβάλλον του Χαρίτου στον χώρο της δουλειάς του στην αστυνομική διεύθυνση, από την άλλη το περιβάλλον της οικογένειάς του. Οι δύο αυτοί χώροι εναλλάσσονται προσφέροντας την ένταση της πλοκής ή τη χαλάρωση αναλόγως. Η σοφή μέσα στην απλότητά της Αδριανή, η γυναίκα του αστυνόμου, πάλι θα ανοίξει ένα διαφορετικό παράθυρο στα σκοτεινά τοπία που τον απασχολούν. Το οικογενειακό του καταφύγιο για μια ακόμη φορά σωτήρια λέμβος. Το Λεξικό του Δημητράκου, το αγαπημένο ανάγνωσμα του Χαρίτου, πάντα πρόσφορο σε ερμηνείες των λέξεων, κι ας παραδέχεται ο χρήστης του ότι δεν μπορεί πια να παρακολουθεί τη διαρκώς εξελισσόμενη εποχή που παρασύρει και τη χρήση των λέξεων ή την αλλαγή του νοήματός τους.

Α, ρε Δημητράκο, ζούσες σε έναν κόσμο που θεωρούσε επένδυση το ασήμι στα εικονίσματα και τα πλακάκια της κουζίνας. Αν ζούσες σήμερα, θα χρειαζόσουν φροντιστήριο για να καταλάβεις τι σημαίνει επένδυση. (σ.165)


Γνωστά τα μοτίβα. Για να ξεχωρίσουμε επομένως τη νέα ιστορία του Μάρκαρη, θα πρέπει να στραφούμε στο ιδεολογικό πλαίσιο πίσω από την πλοκή. Μέσα από τη στροφή του Ζήση σε άλλον ορίζοντα, πιο προσγειωμένο, αν και λιγότερο ιδεολογικά στιβαρό, αναγνωρίζουμε ένα από τα βασικότερα θέματα σύγχρονου προβληματισμού. Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς αλλά και ποιο το στήριγμα όσων νιώθουν να καταρρέει το πολιτικό τουλάχιστον πλαίσιο της θεσμοθετημένης μορφής της, αφήνοντας μετέωρο τον ιδεολογικό τους κόσμο; Πώς να καταργηθεί, κάτω από νέες συνθήκες ζωής,  η συνειδητή πίστη στα οργανωμένα άνωθεν σχήματα που καθορίζουν την πολιτική πράξη και τη συμμετοχή στα δρώμενα;

Μιλάει και τα λόγια του είναι μια σκούπα. Σκουπίζει ολόκληρη τη ζωή μου. όλους τους αγώνες και τις θυσίες , που τις πλήρωσα με ατ καλύτερά μου χρόνια: τα βασανιστήρια, τους διωγμούς, τις εξορίες […] Α, σε Λένιν, λέω μέσα μου. κατέλαβες τα χειμερινά ανάκτορα και νόμισες ότι θα καταργούσες τη φτώχεια. Την πάτησες κι εσύ κι εμείς, οι κληρονόμοι σου. (σ.36)

Ακόμα και το τέλος της ιστορίας θα πρέπει να θεωρηθεί μια συγγραφική πολιτική παρέμβαση, με το ψήγμα αισιοδοξίας που αφήνει να διαφανεί. Ο Μάρκαρης έχει γράψει το πιο πολιτικό του βιβλίο, το πιο οδυνηρό στην αλήθεια του, όπως ανακύπτει άλλοτε φανερά και άλλοτε υποκρυπτόμενη πίσω από την αστυνομική πλοκή, η οποία πλέον αποδεικνύεται το προκάλυμμα για μια ιστορία κυρίως πολιτικού προβληματισμού. Στις εκδόσεις Κείμενα, που επαναλειτουργούν και εισέρχονται με ιδιαίτερη δυναμική στο εκδοτικό τοπίο.

Διώνη Δημητριάδου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου