Όσο πιο μακριά από το σπίτι
διηγήματα
Γιώργος Παυλόπουλος
εκδόσεις
Στερέωμα
Παράξενα
ξενοδοχεία που χαμογελούν
Πόσες διαφορετικές εκδοχές έχει η
πρόσληψη μιας απλής φαινομενικά φράσης, ωστόσο με έντονη συναισθηματική φόρτιση;
Όσο πιο μακριά από το σπίτι. Κάποιος
ανακαλύπτει την έννοια του χρέους κρυμμένη πίσω από τις λέξεις: πόσο μακριά από
το σπίτι οφείλει να βρίσκεται κανείς;
Κάποιος άλλος κατευθύνει την ερμηνεία του στο μέτρημα της απόστασης, στο πόσο
πρέπει να απομακρύνεται κανείς από το
σπίτι. Ή μήπως η ουσία βρίσκεται στο πώς αισθάνεται κανείς, πόσο μακριά
χρειάζεται να νιώθεις μακριά από το
σπίτι. Όλοι συμφωνούν στο μέγιστο δυνατό της απόστασης: όσο γίνεται πιο μακριά.
Αυτό το ευφυές παιχνίδι των λέξεων, όπως παρουσιάζεται στην ιστορία που
δανείζει τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή, δίνει τη βασική ιδέα που διατρέχει
όλα τα διηγήματα. Ίσως, μάλιστα, να μην απέχει από την πραγματικότητα η εικασία
ότι ήταν αυτό το διήγημα που προκάλεσε την επινόηση των υπολοίπων. Αρχικά η
διάθεση της φυγής από τα στενά πλαίσια μιας συνήθειας που καταντά βασανιστική,
ακριβώς γιατί σε απομακρύνει από το απρόοπτο και το ανοίκειο – τόσο αναγκαία
συνθήκη ζωής για να αναιρεθεί η ισοπεδωτική ομοιομορφία. Από την άλλη η
επιθυμία να νιώσεις την προσωρινότητα, την ουδέτερη κατάσταση μακριά από τις κάψουλες νοσταλγίας, όπως εύστοχα χαρακτηρίζονται τα σπίτια. Αυτές οι
διαφορετικές εκδοχές της απόστασης από το σπίτι, όλες συγκεντρωμένες στο τίτλο
του παράξενου ξενοδοχείου, παραπέμπουν κατ’ αναλογία στα υπόλοιπα ξενοδοχεία
των διηγημάτων του Παυλόπουλου. Κάθε ένα και ένα μεταποιημένο συγγραφικά όνειρο,
με τη μυθοπλασία να συντρέχει κάθε επιθυμία, αλλά και κάθε παραδοξότητα να
μεταπλάθεται σε πραγματικότητα για τους ενοίκους. Είναι οι επιθυμίες που
διαμορφώνουν την οικειοποίηση του καινοφανούς και του παράλογου εντάσσοντάς το
στο πεδίο των αληθινών πραγμάτων.
Ο Γιώργος Παυλόπουλος, σε ρόλο επινοητή
αρχικά, παρατηρητή και καταγραφέα κατόπιν, σκηνοθετεί τις ιστορίες του
στήνοντας τα σκηνικά σε χώρους πολύ απομακρυσμένους από τη λογική πρόσληψη. Το
πρώτο ξάφνιασμα έρχεται με τις ονομασίες των ξενοδοχείων, που τα καθιστούν
πρωταγωνιστές υπονοώντας από μόνες τους μια ιστορία πίσω από την ιστορία, τον
αρχικό πυρήνα που αντέχει μέσα στον χρόνο για να εγκιβωτίζει μέσα του τις
περιστασιακές παρουσίες των πελατών. Στο επινοημένο συγγραφικά σύμπαν του
Παυλόπουλου συνυπάρχουν τα πιο παράξενα υλικά κατασκευής που δομούν τα πιο
απίθανα κτήρια, ταυτόχρονα επικοινωνούν μέσα από τις σελίδες οι πιο απίστευτοι
θαμώνες/πελάτες των πιο παράδοξων απαιτήσεων ή των πιο απλών αναγκών – πώς
βολεύεται, για παράδειγμα, κάποιος σε
ένα ξενοδοχείο-σπιρτόκουτο;
Οι ιστορίες του Παυλόπουλου, οι με τόση
τέχνη και λεπτουργία υφασμένες, δεν αποσκοπούν σε κοινωνικά μηνύματα και
συνειρμικές παραπομπές στην καταρράκωση των ανθρωπίνων σχέσεων, όπως με μια
επιπόλαιη ανάγνωση μπορούν ίσως να ερμηνευθούν. Περισσότερο εδώ αναγνωρίζεται μια
ελεύθερη ιδεολογικών δεσμεύσεων περιδιάβαση στις δυνατότητες της γραφής με
πρόθεση να ξεφύγει από τα τετριμμένα μιας ξεπερασμένης ή έστω κατά κόρον
δουλεμένης θεματικής, προκειμένου να διαφανεί το ευφάνταστο τοπίο της
λογοτεχνίας, τόσο ακόμη αδιάβατο από τους νεότερους συγγραφείς. Ακόμη κι αν οι ιστορίες αυτές δεν είχαν το
θετικό πρόσημο μιας περίτεχνης, προσεγμένης γραφής, θα άξιζε την προσοχή μας και
μόνον η θεματική τους. Εδώ, όμως, συνυπάρχει η επινοητικότητα του συγγραφέα με
την πολύ ενδιαφέρουσα μορφή.
Η αίσθηση διαχρονικότητας διατρέχει τις
ιστορίες. Τα ξενοδοχεία είναι διαρκώς εκεί, να περιμένουν τους πελάτες τους, τους
πιστούς των μετακινήσεων και των
προσωρινών διανυκτερεύσεων, ακόμη κι αν κάποια προορίζονται για μια
απρόσμενη κατεδάφιση· παραμένουν στη μνήμη ή, καλύτερα, στο ενδιάμεσο της
ασταθούς πραγματικότητας και του υπαρκτού ονείρου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει
τη λογοτεχνική αλήθεια, όπως αυτή ενισχύεται με το όσο το δυνατόν ισχυρότερο
ψεύδος; Η ρεαλιστική αληθοφάνεια χρειάζεται το υπερβατικό, το φανταστικό
στοιχείο. Γνωστή και η άποψη του Ντοστογιέφσκι: Το ψέμα σώζει το ψέμα («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877).
Οι
εναλλαγές και οι αιφνιδιασμοί –με την πλοκή συχνά να απουσιάζει και τη γραφή να
περιορίζεται μόνο μέσα στην περιγραφή ανθρώπων και πραγμάτων ή με τον αφηγηματικό
ιστό να προχωράει χωρίς ίχνος περιπέτειας– δημιουργούν το ευφάνταστο ελκυστικό
τοπίο για τον αναγνώστη, που θα πρέπει επιπλέον να αρκεστεί στο ελάχιστο σώμα
των διηγημάτων· μικρή φόρμα επέλεξε σ’
αυτό το βιβλίο του ο συγγραφέας. Αξίζει εδώ ένα σχόλιο, καθώς ο Παυλόπουλος
ξεκίνησε με τρία μυθιστορήματα για να καταλήξει στη μικρή φόρμα, ακολουθώντας
έτσι μια αντίστροφη πορεία από ό,τι συνηθίζεται. Επαληθεύει, έτσι, το γεγονός
ότι η γραφή στην ουσία είναι μία, με διαφορετικές μορφές, και δεν αποτελεί η
κάθε μία από αυτές πέρασμα για την άλλη. Καταφέρνει με τον τρόπο που χειρίζεται
τη μικρή φόρμα να κερδίσει τον αναγνώστη μέσα τον ελάχιστο χρόνο ανάγνωσης που
αναλογεί στις μικρές του ιστορίες. Στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) μένουν
απαρατήρητα, ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία, μικρά συγγραφικά ατοπήματα· η μικρή
φόρμα δεν συγχωρεί λάθη και αστοχίες. Δύσκολη, επομένως, η επιλογή για τον
συγγραφέα που δοκιμάστηκε με επιτυχία ήδη τρεις φορές στο μυθιστόρημα με
ιστορίες πλήρεις. Κι αν στο πρώτο του μυθιστόρημα «300 βαθμοί Κέλβιν το
απόγευμα» (Αλεξάνδρεια 2007)* πήγε πίσω στο τέλος του 19ου
αιώνα και στην άκρη του κόσμου, στην Αρκτική θάλασσα, στο δεύτερο, τον «Ατμό»
(Κέδρος 2011)** ήρθε πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πράγματα για να
αναζητήσει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παρηκμασμένο (πολιτικά και κοινωνικά)
περιβάλλον και στην εσωτερική διάβρωση των προσώπων. Στο τρίτο του βιβλίο, «Το
όριο και το κύμα» (Ποταμός 2014) έδειξε τη φυσική συνέχεια των προηγούμενων
γραφών του αποδεικνύοντας πως η αληθινή του έλξη ήταν προς τον μεταιχμιακό
εκείνο χώρο, όπου συναντιέται η ασφυκτική κοινωνική πραγματικότητα με την
ατομική βούληση, το κομβικό σημείο της συνειδητοποίησης του ασύμπτωτου ανάμεσα
στον πόθο για εξήγηση και στη σιωπή του σύμπαντος. Ήταν, επομένως, αναμενόμενη η στροφή στο διήγημα, προκειμένου
να αποτυπώσει πολλαπλές όψεις αυτής της (καφκικής σε θεματική σύλληψη)
επεξεργασίας της θεωρίας του παραλόγου, όπως τη συνέλαβε και την ανέλυσε ο
Αλμπέρ Καμύ. Τα 36 διηγήματα έδωσαν την ευκαιρία να ερευνηθεί ο κόσμος της
παράλογης συνύπαρξης από διαφορετικές οπτικές γωνίες, άλλοτε με κωμικούς και
άλλοτε με πιο δραματικούς τόνους – σε κάθε περίπτωση όψεις του τραγικού. Τα
ξενοδοχεία των διηγημάτων είναι ζωντανές αποδείξεις για την αυθαίρετη αλλά
ευεργετική ερμηνεία του κόσμου, έξω από κοινωνικές συντεταγμένες, παραδοσιακές
δεσμεύσεις, στερεοτυπικές ιδεολογικές κατασκευές. Οι άνθρωποι που διαμένουν στα
ξενοδοχεία αυτά περιπαίζουν τη μία και μοναδική αλήθεια των πραγμάτων,
χαμογελώντας για τη θρασύτητά τους, όπως ακριβώς και τα «άψυχα» κτήρια που τους
φιλοξενούν.
Στο ξενοδοχείο με το όνομα Αν στρίψει η βίδα είναι μόνο αυτό το
υποθετικό Αν που διαφοροποιεί το
σκηνικό από το απόλυτο και βεβαιωμένο του Χένρυ Τζέιμς «Το στρίψιμο της βίδας».
Στο ξενοδοχείο με το όνομα Το μαύρο εμβατήριο μεταμορφώνεται ο ελεγειακός
τόνος του Γιόζεφ Ροτ του «Εμβατηρίου Ραντέτσκυ» σε πικρή πραγματικότητα
αποσύνθεσης υλικών και ανθρώπων. Στο ξενοδοχείο με το όνομα Οι λέξεις των ποιητών κυρίαρχη η φιγούρα
του θυρωρού, σαν να έχει βγει από τις σελίδες της «Δίκης» του Κάφκα, είναι εκεί
για να φυλάει το κτίσμα και τους ποιητές, που γράφουν ο καθένας ένα ποίημα
χωρίς ποτέ να αναφέρουν τη λέξη ξενοδοχείο, αδιαφορώντας για τον χώρο που τους
περιβάλλει. Μόνον εκείνος, ο μη ποιητής, θα θεωρήσει χρέος του (μα και ποθητή
ελπίδα) να γράψει κάποτε ένα ποίημα, φυσικά εκτιμώντας όπως του αξίζει το
οίκημα που τον φιλοξενεί· ένα ποίημα με τη λέξη ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο με το όνομα Ο ελληνικός τοίχος περνάει μέσα από τις τρεις και κάτι σελίδες του
όλη η κακοδαιμονία της ελληνικής πραγματικότητας από αρχής σύστασης του
ελληνικού κράτους ως την τωρινή κρίση – μάλλον ό,τι πιο σύντομο μα και πιο
εύστοχο έχει γραφεί ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Στο έξοχο διήγημα Οι γελαστές κυρίες δεν είναι τόσο η
διακειμενικότητα που επιτυγχάνει ο Παυλόπουλος με τις «Εύθυμες κυράδες του
Ουίνδσορ» του Όττο Νικολάι ή με τις θαλασσινές γραφές του Τζόζεφ Κόνραντ, όσο η
αυθύπαρκτη οντότητα των ζωγραφισμένων γυναικείων μορφών, ικανών να αποτελέσουν
θέμα μιας ιστορίας:
Οι
Γελαστές κυρίες είναι ένα αναπαλαιωμένο πανδοχείο στις όχθες του ποταμού Φρόυκ,
το οποίο χαρακτηρίζεται πλέον ως πανδοχείο δύο αστέρων. Πρόκειται για ένα
κτίσμα χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και η μόνη ενδιαφέρουσα πινελιά
είναι τα τέσσερα ζωγραφισμένα γυναικεία πρόσωπα στα παραθυρόφυλλα του δευτέρου
ορόφου. Τα πρωινά, όταν οι ένοικοι αερίζουν τα δωμάτιά τους, τ’ ανοιχτά
παραθυρόφυλλα κοιτάζουν προς τη θάλασσα. Δεν πρέπει να φανταστεί κανείς
γυναίκες που χαμογελούν από τα βάθη της καρδιάς τους, πρόκειται μάλλον για ένα
ανεπαίσθητο μειδίαμα. (σ.22)
[…]
Γυναίκες
και παραθυρόφυλλα ατενίζουν τη θάλασσα με την οποία πάλεψε ο Τζόζεφ Κόνραντ στη
νιότη του. (σ.24)
Αν ο Γιόζεφ Ροτ θέλησε να καταγράψει τις
περιπλανήσεις του στην Ευρώπη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα από χώρα σε
χώρα εστιάζοντας στα διάφορα ξενοδοχεία που τον φιλοξένησαν θεωρώντας τον εαυτό
του πολίτη των ξενοδοχείων (Joseph Roth, «Τα
χρόνια των ξενοδοχείων», Άγρα 2019), δίνοντας ταυτόχρονα την εν εξελίξει εικόνα
της Ευρώπης του μεσοπολέμου, ο Γιώργος Παυλόπουλος άφησε χωρίς ταυτότητα τον
χώρο και τον χρόνο στα διηγήματά του. Έτσι, απρόσκοπτα, έξω από τοπικούς ή
χρονικούς περιορισμούς, λειτουργούν οι ιστορίες του ανάμεσα στο ψεύδος και στην
αλήθεια, το όνειρο και την πραγματικότητα, χαρίζοντας την αισθητική απόλαυση
μιας πρωτότυπης γραφής σε θεματική επιλογή και μορφολογική επεξεργασία.
*Μέρος του μυθιστορήματος «300 βαθμοί Κέλβιν το
απόγευμα» δημοσιεύθηκε σε αμερικάνικη λογοτεχνική επιθεώρηση.
**Το μυθιστόρημα «Ατμός» βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή
των βιβλιοθηκών Yale, Harvard, Princeton και Columbia.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου