Βράχια
Γιώργος Βέης
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
παλίμψηστο
φυσικό τοπίο
…ο κόσμος ένα γυαλάκι μόνο
μια μπίλια χρωματιστή
που την κατάπιε πρωί πρωί κατά λάθος
το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της.
[Το
αίνιγμα]
Τα «Βράχια» του Γιώργου
Βέη υποδεικνύουν την αναγνωστική οδό ήδη από το εξώφυλλο με τη βραχώδη
απεικόνιση της φύσης στο έργο της Κλάρας Πεκ Βέη. Η φύση με την απόκρημνη,
επικίνδυνη μορφή της σε γήινους τόνους και με ένα βαθυκόκκινο φόντο να
πλαισιώνει την αγωνιώδη προσπάθεια της ανάβασης. Ο άνθρωπος μέσα στη φύση, ως
αναπόσπαστο στοιχείο της ουσίας της – όποτε εννοεί τη θέση του αυτή. Αλλά και ο
άνθρωπος απέναντι από τις δυνάμεις που τον ξεπερνούν σε φυσική ισχύ και σε ορατή
σκοπιμότητα – ποιος διανοείται μια επιτυχή αναμέτρηση με την αιτιοκρατία, στην
ουσία αδιαπέραστη για τη θνητή λογική; Το μόνο του κατόρθωμα συνιστά απλώς μια
επινόηση «φυσικών» νόμων, στην ουσία των οποίων αδυνατεί να εισχωρήσει,
αποτελώντας κομμάτι τους – πώς να εννοήσει το όλον εφόσον δεν μπορεί να
τοποθετηθεί απέναντί του ως παρατηρητής;
Ο Βέης στην πρόσφατη
ποιητική του συλλογή έχει εγκιβωτίσει τον φυσικό χώρο μέσα στους ποιητικούς του
τόπους, έχει ανοίξει ένα ελάχιστο άνοιγμα στη οριακή ανθρώπινη συνείδηση,
προκειμένου να διεισδύσει η άλλη ερμηνεία της ύπαρξης. Έτσι, τοποθετώντας τη
φύση στο κέντρο των ποιημάτων του, υποχωρεί ο ίδιος ως ποιητικό υποκείμενο,
επιτρέποντας τη θέα ενός άλλου τοπίου.
Όπως βγαίνει από το πηγάδι
μαζί με το δροσερό νεράκι
το λουλούδι του Κάτω Κόσμου
τον αόρατο υάκινθο εννοώ
που θα μας φέρει τέλος την άλλη άνοιξη
έτσι βγαίνει από τα σωθικά μας
το θάρρος του θανάτου
[Ο πειρασμός της
σαφήνειας]
Πόσο προκλητική η
σιωπή των φυσικών πραγμάτων μπροστά στον διακαή πόθο του νοήμονος όντος για μια
λογική εξήγηση, για την ποθητή σαφήνεια του σύμπαντος κόσμου. Και πόσο
ατελέσφορη η προσπάθεια εξήγησης, πόσο αδύναμη η λογική ικανότητα στην
αναμέτρησή της με την άλλη «λογική», τα όρια της οποίας ούτε φαντάζεται.
Ωστόσο, αναζητά διαρκώς τα σημάδια στα ίχνη (δυσδιάκριτοι ή αόρατοι συχνά οι οδοδείκτες)
που αφήνουν τα άλλα όντα μέσα από τη δική τους βίωση του κόσμου.
… έρχεται, λέει το πρωί, ο κορυδαλλός
να συντρίψει τα έργα των τρελών ανθρώπων…
[Προαύλισμα]
Μοναδική ανταμοιβή
ένα αμυδρό, αχάραγο μήνυμα, έτσι όπως καμιά φορά θαρρεί ότι πήρε μια απάντηση.
Και είναι τότε που πρέπει να αποφασίσει αν ό,τι είδε ή ό,τι εννόησε είναι
πράγματι ο δρόμος μιας εξήγησης ή μήπως όλα σε όνειρο μέσα, άλλη μια παγίδα
στημένη καλά για τις σωτήριες ψευδαισθήσεις του.
Αυτό το μειλίχιο φως
δεν είναι παγίδα της θεάς […]
όχι, δεν είναι πλάνη
θέλει απλώς να σε φέρει
όσο πιο κοντά γίνεται
στο παν…
[Ηραίον Σάμου]
Ο ποιητής προσφέρει
ένα σισύφειο σκηνικό, με τη σιωπή του σύμπαντος να συνοδεύει τη διαρκή
αναζήτηση μιας ερμηνείας των μυστικών της ζωής. Ψίχουλα εν είδει αναγνωριστικών
σημάτων μόνον μπορεί να ακολουθήσει όποιος φλέγεται να κατανοήσει. Και τότε θα
πρέπει να θεωρήσει θεϊκό (ή φυσικό;) δώρο μια υποψία από φως στο βάθος του
σκοτεινού πηγαδιού. Ο χρόνος κυλάει ερήμην της ανθρώπινης οντότητας με τη δική
του διάρκεια, χωρίς καμία σχέση να έχει με τα επινοημένα διαστήματα που τάχα
τον ορίζουν. Ο ποιητής στέκεται εκστατικός μπροστά σε απομεινάρια που σεβάστηκε
και διέσωσε ο χρόνος, κομμάτια από φορεσιές (λαμπρές κάποτε), και τους
αφιερώνει αυτή την ύστερη μνεία υπογραμμίζοντας ποιητικά τον μάταιο αγώνα της
θνητότητας να κατακτήσει την αιωνιότητα μέσα από αποκτήματα – παραδομένα όμως
και αυτά στην άφευκτη σταδιακή φθορά και μετά στη λήθη περιπαίζοντας την απατηλή
υπόσχεσης αθανασίας.
Τ’ ακούω το βράδυ
καθώς αγγίζει το ένα το άλλο
παιδιά της μνήμης ηχηρά
αναζητώντας τα χέρια
λένε το γλέντι εκείνο
πριν τον χαμό.
[Ασημένια βραχιόλια-
Αττική 19ος αιώνας]
Θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή η ποιητική
κατάθεση του Βέη μια επιστροφή στην
Αρκαδία; Δεν είναι τόσο η αναφορά στα φυσικά πράγματα που συνηγορεί για μια
τέτοια επάνοδο στη γνησιότητα, στην αυθεντικότητα των απαντήσεων (κι ας μην
εννοούνται ή να μην αρκούν ως απαντήσεις), όπως η φύση σ’ εκείνη την πρώιμη
αθωότητά της μπορεί να δώσει. Περισσότερο ακόμη είναι η ώριμη και συνειδητή
αναζήτηση του ποιητή σε ένα τοπίο πολύ μακριά από το επιφανειακά εννοούμενο και
βολικό που τον περιτριγυρίζει. Στα «Βράχια» δεν διακρίνεται μόνο μια δύσκολη
ανοδική πορεία, μια επαναλαμβανόμενη (μάταιη ίσως) απόπειρα να προσεγγιστεί η
κορυφή με το άχθος στους ώμους ενός σύγχρονου Σίσυφου. Είναι ταυτόχρονα μια διείσδυση
στο βάθος των νοημάτων· κι αν είναι η φύση που καθίσταται αρωγός στην
ανιχνευτική πορεία, τότε όλα τα ποιήματα της συλλογής μιλούν γι’ αυτήν, αυτήν
αναδεικνύουν στο θεματικό τους κέντρο. Ξύνοντας όλο και πιο βαθιά το φυσικό
τοπίο, ανακαλύπτει το παλίμψηστο των μορφών του, πέρα από την πρώτη,
επιφανειακή προσέγγιση.
Κι αν ίσως αποδειχθούν όλα τίποτα
παραπάνω από μια σχισμή του ονείρου, που
αδυνατεί να δώσει πλήρη εικόνα της πραγματικότητας, ο ποιητής προσγειωμένος
αίφνης κατανοεί και γράφει:
έτσι
είναι τα μάτια μας πολλές φορές
λες
και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία
ιδίως
τα θεάματα των ημερών
υπάρχουν
αποκλειστικά και μόνο
για
τα όνειρα των παιδιών.
[Άδειοι περιστερώνες]
Όχι ότι είναι λίγο αυτό. Απομένει μια
ταύτιση με τα γήινα μεγέθη, σ’ εκείνο το ευφυές του ποιητή: Αγρός, όπως άνθρωπος δηλαδή. Κανένα
όνομα να μην αφεθεί στην τύχη, όλα απηχούν τη βαθύτερη ουσία. Άλλωστε στην
προμετωπίδα του βιβλίου ο ποιητής θυμάται τον άλλο ποιητή (γιατί πιο πολύ
ποιητής παρά φιλόσοφος εν τέλει αποδεικνύεται) και γράφει: […] παλαιά παροιμία ὅτι χαλεπά τά καλά ἔστιν ὅπῃ ἒχει μαθεῖν και δή το
περί τῶν ὀνομάτων οὐ σμικρόν τυγχάνει ὂν μάθημα. (Πλάτων, Κρατύλος).
Μια διαφορετική ποιητική πρόταση
καταθέτει εδώ ο Γιώργος Βέης. Δανειζόμενη τα λόγια του άλλου ποιητή που γίνεται
η μνεία του στο τέλος του βιβλίου, θα πω κι εγώ ότι ρουφά τη μουσική του κόσμου
στάλα στάλα (Μιλάς με τον αϊτό και με τον
πελεκάνο,/ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα… Από τη Φοινικιά του Κωστή Παλαμά). Μια
φιλοσοφική προσέγγιση στο μυστήριο της ύπαρξης μέσα από μια ποίηση σπάνιας
εσωτερικότητας.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου