"Ο Δολοφόνος"
Γιώργος Αριστηνός
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
http://fractalart.gr/o-dolofonos/
http://fractalart.gr/o-dolofonos/
η αισθητική και ηθική
αίγλη του εγκλήματος
Ο Thomas de Quincey στο βιβλίο του «Η
δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών» (1827), μιλούσε για την απόλαυση που
προσφέρει ο φόνος. Μια απόλαυση που έχει ένα ηθικό υπόβαθρο, για παράδειγμα την
τροφοδοτεί ένα αίσθημα μίσους ή εκδίκησης καταξιώνοντας έτσι το έγκλημα ως
ηθική επιλογή και όχι ως αυθόρμητη και περιστασιακή παρεκτροπή από τους ηθικούς
κανόνες. Στον «Δολοφόνο» του
Αριστηνού έχουμε έναν κατά συρροή δολοφόνο (δολοφονεί τέσσερις γυναίκες), του
οποίου τα κίνητρα δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν εύκολα, τουλάχιστον με τα
κριτήρια που πρόσφορα έχουμε για το είδος αυτό της παραβατικότητας. Ο ίδιος
δηλώνει πως η δολοφονία δεν εμπεριέχει ούτε ιδιοτέλεια ούτε ωφελιμισμό και την
κατατάσσει στο υψηλότερο σκαλί στην ηθική κλίμακα ως «ύψιστη αρετή του ανθρωπίνου γένους». Ο φόνος γι’ αυτόν είναι μια
μορφή τέχνης:
Μόνο έτσι ήθελε να τον
αντικρίζει, με το ίδιο μάτι που έβλεπε και την τέχνη, με τα σχήματα λόγου, τις
μεταφορές και τις μετωνυμίες, τα πρωθύστερα και τα υπερβατά, τα χιαστί και τα
ομοιοτέλευτα, τις αντιστροφές, τα ασύνδετα και τα ισόκωλα.
Ο Μάρκος, ο ήρωας του Αριστηνού σκιαγραφείται μέχρι τη
λεπτομέρεια και μας δίνει μια εικόνα ενός εστέτ, που απολαμβάνει την ομορφιά
μέσα από τα δικά του κριτήρια, επιδιώκει την τάξη και τιμωρεί τη διασάλευσή της
από την απροσεξία, την αδιαφορία, τη σκοπιμότητα ή την κακή αισθητική των άλλων.
Είναι μια αλκοολική φιγούρα γνώριμη σε λογοτεχνικές σελίδες, εκ πεποιθήσεως μισογύνης,
ρατσιστής, ταυτόχρονα ένας ναρκισσιστής, ανικανοποίητος στον ερωτισμό του και ναρκισσευόμενος
στον αυτοερωτισμό του. Μια λογοτεχνική περσόνα που χτίστηκε μυθοπλαστικά από
τον συγγραφέα προκειμένου να γίνει το όχημα για ένα πρωτότυπο εγχείρημα. Γιατί,
νομίζω πως είναι εμφανές ότι ο Αριστηνός εδώ απλώνει τα λογοτεχνικά όρια του
αστυνομικού μυθιστορήματος, τα ωθεί να τεντωθούν και να αποτυπώσουν, μέσα από
μια ένταση έξω των ορίων, την ευρηματικότητα της μυθοπλασίας αλλά και την υποκειμενική
διάσταση (όσο και πολυπλοκότητα) της ηθικής. Εννοώ πως, αν η ουσία του
εγκλήματος για τον ήρωα βρίσκεται στην αισθητική του πληρότητα, αν κεντάει τον
παράξενο και τρομακτικό καμβά του για να αποδείξει την αντίληψή του για το
ωραίο (ακόμη κι αν αυτό αποτελεί εκδήλωση του ναρκισσισμού του) αλλά και για να
αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα αισθητική συμμετρία, τότε πολύ κοντά βρίσκεται και
η αποδοχή του εγκλήματος ως απολύτως σύμφωνου με την ηθική τάξη. Η αισθητική
είναι στην πραγματικότητα ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ψυχή μας επιλέγει να
κατοικήσει διαμορφώνοντάς το και η ίδια με τις δικές της λεπτομέρειες και
ντύνοντάς το με τις ηθικές της προδιαγραφές –προσωπικές φυσικά, ας μην έχουμε αυταπάτη για την υποκειμενικότητα των
αισθητικών αλλά και ηθικών συνθηκών. Έτσι, η αισθητική στάση παραπέμπει έμμεσα
στην ηθική ποιότητα και αντιστρόφως.
Η ενδιαφέρουσα μέσω του μυθιστορήματος εισχώρηση στην
ψυχολογία του ήρωα επιτρέπει να δούμε την εστία του κακού όχι μόνον στον ίδιο, ως
ένα άξιο παρατήρησης ον, που ωθείται από μια ακατανίκητη ορμή στο έγκλημα, αλλά
ως μία κοινή ανθρώπινη συνθήκη. Ο συγγραφέας στο επιλογικό του σημείωμα θεωρεί
πως η δολοφονική φύση «όσο κι αν
προσχώνεται από τους κοινωνικούς θεσμούς και τις σωτηριολογικές θεωρίες, άλλο
τόσο βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει το ευαγές έργο της». Αν
προσεγγίσουμε το μυθιστόρημα μέσα από αυτή την οπτική, τότε ο ήρωας τείνει να
εκληφθεί ως ο άνθρωπος που παλεύει μέσα του την ηθική θεμελίωση της έννοιας του
κακού, ακόμα κι αν αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στην προσωπική του αποσυναρμολόγηση
και κατάρρευση, αναιρώντας έτσι τη φυσική έλξη (ή μήπως πρόκειται μόνο για μια
εξοικείωση με τις κοινωνικές νόρμες;) που έχει γι’ αυτόν η τάξη και η ευρυθμία.
Νιώθει να βαδίζει προς μια καταστροφή
που ο ίδιος έχει ετοιμάσει εκών άκων, και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την
αποτρέψει.
[…] στριφογυρίζω
αδιάκοπα όπως η σκνίπα γύρω από το φως της λάμπας (η απίστευτη δόνηση στο
εσωτερικό της σκνίπας, που την κάνει να στρέφεται στον γενέθλιο θάνατο), έτσι
ακριβώς.
Η εσωτερική διαταραχή του θυμικού του ήρωα επικουρείται από
μια γλώσσα που με την πολυπλοκότητά της και τις λεκτικές της επινοήσεις απηχεί
τις διακυμάνσεις του ψυχισμού του, καταγράφει σταδιακά την πορεία του από την
ηρεμία και την πρόσκαιρη απόλαυση ως την κορύφωση και τη διάπραξη της
τελετουργικής δολοφονίας· ο θάνατος έρχεται όχι ως νομοτελειακή κατάληξη της
ζωής αλλά ως κορύφωσή της διεκδικώντας τη θέση του στην αξιακή της κλίμακα. Η
εναλλαγή των ρηματικών προσώπων στην αφήγηση (μιλά ο παντογνώστης αφηγητής σε
τρίτο πρόσωπο και εναλλάσσεται με τον δολοφόνο που μιλά σε πρώτο πρόσωπο)
μετατρέπει τον αναγνώστη από εξωκειμενικό παρατηρητή (η φυσική του θέση) σε
αυθαίρετο εισβολέα στον ψυχικό κόσμο του ήρωα (η προνομιακή του θέση).
Αν δεν ήταν (σύμφωνα με την ειδολογική διευκρίνιση στο
εσώφυλλο) μυθιστόρημα, ο «Δολοφόνος» θα μπορούσε να είναι:
α) μια δοκιμιακή
γραφή για το μυθιστόρημα ως είδος, που πλάθεται και αναπλάθεται από τον ευφυή
συγγραφέα αναιρώντας τα κλασικά του χαρακτηριστικά και αποδεικνύοντας τη
δυναμική του φύση μέσα από τις μεταποιήσεις και μεταμορφώσεις του – στην
περίπτωση αυτή η πλοκή της ιστορίας θα λειτουργούσε ως αποδεικτικό υλικό.
ή β) η αποτύπωση μιας θεωρίας (με δοκιμιακή πάλι πρόθεση
αλλά με μυθοπλαστικό μανδύα) για την έννοια του Κακού, όπως δεν την έχουμε
επαρκώς ως τώρα συλλάβει. Ο τίτλος «Ο Δολοφόνος» στη λιτότητα της μορφής του
προδίδει ίσως πως ό,τι θα ακολουθήσει στις σελίδες του βιβλίου δεν είναι τίποτε
άλλο από τον αναλυτικό ορισμό του δολοφόνου ως αρχετυπικής φιγούρας. Η
τελευταία πρόταση της ιστορίας είναι ενδεικτική:
Ένας δολοφόνος,
καθαρός σαν έννοια.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου