"Το δάχτυλο στο στόμα"
της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη
Ξυπνά
απ' τ' άγρια χαράματα. Σηκώνεται απ' το κρεβάτι. Σχεδόν αυτόματα με το που
ανοίγει τα μάτια. Το χουζούρι στο κρεβάτι που τόσο της άρεσε το έχει καταργήσει
από καιρό. Ανοίγει τον υπολογιστή. Πάει στο μπάνιο. Βρέχει το πρόσωπο με κρύο
νερό και μετά πάει στην κουζίνα. Αυτόματα σαν τηλεκατευθυνόμενη. Οι ίδιες
επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάθε πρωί. Ετοιμάζει την καφετιέρα για τον πρωινό
καφέ. Τοποθετεί το φίλτρο. Ρίχνει μέσα δυο μεζούρες καφέ, μετά ρίχνει στο πίσω
μέρος της συσκευής το νερό. Περιμένοντας κάνει τις καθιερωμένες ασκήσεις
κινησιοθεραπείας για να χαλαρώσουν κάπως οι μαγκωμένες αρθρώσεις. Να τεντωθούν
οι μύες του λαιμού και της ράχης. Κοιτάζει το ημερολόγιο. Πέμπτη 6 Δεκέμβρη.
Του Αγίου Νικολάου σήμερα αναλογίζεται. Απ’ τις λίγες γιορτές που θυμάται χωρίς
να συμβουλευτεί το εορτολόγιο. Στην κουζίνα πλημμυρίζουν ρυθμοί και τραγούδια μαζί με τον χουρχουρητό
ήχο της καφετιέρας.
Βλέπει
τον εαυτό παιδί να κάθεται με τις γυναίκες στο κρεβάτι της μάνας και να
παρακολουθεί μ’ ενθουσιασμό. Από δίπλα τα’ αδέλφια να κοιμούνται. Αυτή δε θέλει
με τίποτε να την πάρει ο ύπνος και να χάσει το γλέντι. Το τραπέζι έχει
τραβηχτεί στην άκρη του δωματίου. Στο κέντρο αγκαλιάζονται και χορεύουν
γελαστές ανδρικές φιγούρες. Οι υπόλοιποι σε κύκλο γύρω τους. Ενδιάμεσα σηκώνουν ένας ένας κάποια γυναίκα
που διαλέγουν και χορεύουν μαζί της
καρσιλαμά. Φέρνουν στροφές, απομακρύνονται και μετά έρχονται πάλι κοντά
αντικριστά, δίπλα δίπλα ή πλάτη με πλάτη, απομακρύνονται πάλι, πλησιάζονται,
κάνουν στροφή, απομακρύνονται. Επικεντρώνει την προσοχή της στον μπαμπά. Τον
ακούει που τραγουδά ενώ χορεύει. “Yürü yavrum, yürü,/başmak yavrum yürü*” Τα
γόνατα λίγο λυγισμένα. Το κεφάλι γέρνει ελαφρώς προς τα δεξιά. Απλωμένα τα
χέρια. Ο αντίχειρας και ο μεσαίος του δεξιού χεριού ακουμπούν φευγαλέα κι
επαναλαμβανόμενα βγάζοντας κάθε φορά τον γνώριμο ήχο ρυθμικά. Η παλάμη του
αριστερού χεριού γέρνει χαλαρά προς τα κάτω με τα δάχτυλα λίγο ανοιχτά. Τα
μάτια χαμηλωμένα. Τα φρύδια κάπως σμιχτά. Στα χείλη ανεπαίσθητο μειδίαμα.
Έκφραση εκτόνωσης και χαράς, πληρότητας θα έλεγες. Εκστατικής ηδονής αλλά και
κάποιου πόνου συνάμα.
Αφήνει
τις ασκήσεις και πάει μέσα στον υπολογιστή. Ψάχνει στο γιου τιουμπ το Κόνιαλι.
Ακούει. Πρέπει οπωσδήποτε να μάθει το νόημα των στίχων. Από παιδί άκουγε το τραγούδι χωρίς να
καταλαβαίνει. Αυτή η λέξη “γιάρουμ” πολύ
της αρέσει κι όμως δε γνωρίζει τι σημαίνει, σκέφτηκε μουρμουρίζοντας “γιαόρουμ
γιάβρουμ γιάρουμ”. Βρίσκει τους στίχους στα τούρκικα και στα ελληνικά.
Κάθε
χρόνο τέτοια μέρα γινόταν χαμός στο πατρικό. Ολονύχτιο φαγοπότι με τραγούδι και
χορό. Γιόρταζαν τον μεγάλο αδελφό. Το πρώτο παιδί και μοναδικό αγόρι της
οικογένειας. Ο μπαμπάς πολύ μερακλής. Το μικρό σπίτι δυο δωματίων όλο κι όλο
άνοιγε διάπλατα. Ερχόταν οι φίλοι κρατώντας σαν τους μάγους τις τούρτες με την
ολόλευκη σαντιγί περιτυλιγμένες με τη διαφανή ζελατίνα. Ήταν σχεδόν η μοναδική
φορά κάθε χρόνο που έτρωγαν τούρτα για όσες μέρες κρατούσε μέχρι να τελειώσουν
όλες. Η μάνα τις έκρυβε ψηλά πάνω στη ντουλάπα κι αυτά σκαρφάλωναν κρυφά και
χώνοντας τα δάχτυλα στην τούρτα έτρωγαν στα κλεφτά λίγη απ’ τη σαντιγί που
μπορούσαν να φτάσουν.
Οι άνδρες κάθονταν γύρω από το τραπέζι με τον μπαμπά. Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν, μεράκλωναν και σηκώνονταν για χορό. Τα πιάτα πηγαινοέρχονταν. Η μάνα με κάποιες άλλες στο πίσω δωμάτιο ετοίμαζαν τους μεζέδες. Δε διασκέδαζε η μάνα. Φρόντιζε τους επισκέπτες, κυρίως τον μπαμπά και τους φίλους του. Είχε την έγνοια να τους ευχαριστήσει. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν του χορού. Ήταν τόσο αβέβαιη και αδέξια που όταν ο μπαμπάς ή κάποιος άλλος την τραβούσαν με το ζόρι για χορό έχανε τα βήματα και την ισορροπία. Οι γυναίκες δεν κάθονταν με τους άντρες. Έπαιρναν ένα κέρασμα με λικέρ και φοντάν. Ενδιάμεσα πηγαινοέρχονταν κι αυτές στο πίσω δωμάτιο και ψιλοτσιμπούσαν. Τον περισσότερο χρόνο θρονιάζονταν όλες μαζί ένα μπουλούκι πάνω στο κρεβάτι της μάνας κοιτάζοντας τους άνδρες και περιμένοντας να τις σηκώσουν για χορό. Η μια πάνω στην άλλη στην κυριολεξία. Έτσι που μια χρονιά έσπασε το κρεβάτι κι έγειρε απ’ τη μια πλευρά στο πάτωμα βουλιάζοντας σαν βάρκα. Ήταν την ίδια χρονιά που ένας φίλος του μπαμπά μερακλώθηκε τόσο που έβγαλε το πιστόλι και πυροβόλησε στο ταβάνι του σπιτιού. Όλοι είχαν κατατρομάξει τότε, δεν ήταν συνηθισμένοι στις μπαλωθιές. Η μάνα είχε στεναχωρηθεί που τρύπησαν το ταβάνι.
Ασυναίσθητα
φέρνει το δάχτυλο στο στόμα. Νιώθει την κάψα.
Το
βράδυ θα μαζευτούν εθιμοτυπικά στο σπίτι του αδερφού. Χωρίς τραγούδια και
χορούς. Τίποτε δε θα θυμίζει εκείνες τις ιδιαίτερα εύθυμες και ανέμελες βραδιές
που φάνταζαν τόσο στα παιδικά μάτια...
*“Βάδιζε
μωρό μου, βάδιζε,/το πασουμάκι μωρό μου να περιφέρεις”
Η Καϊτατζή
Χουλιούμη Δέσποινα είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) της Σχολής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του
Πανεπιστημίου Ουψάλα. Είναι μέλος της Εταιρίας
Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και μέλος της Εταιρίας η Συντροφιά της Karin Boye ( Karin Boye Sällskapet). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Λιγοστεύουν οι λέξεις, 2017, Εκδόσεις
Μελάνι, Διαδρομές, 2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Συναισθηματικό αλφαβητάρι, 2009, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Ο Δρόμος, 2006,
Εκδώσεις Δήμου Σερρών, Δέρμα από Πεταλούδες-Επιλογές Σουηδικής Ποίησης,
2018, εκδόσεις intellectum, δίγλωσσο βιβλίο σε δική της μετάφραση. Ποιήματα,
μεταφράσεις, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις της, έχουν δημοσιευτεί στο ΘΕΥΘ,
Νέα Εποχή, http://www.poiein.gr, http://staxtes.com/ http://www.intellectum.org, http://frear.gr/, http://fractalart.gr/, http://staxtes.com/, https://tokoskino.me, και άλλες Λογοτεχνικές σελίδες και περιοδικά
με τα οποία συνεργάζεται, όπως και μεταφρασμένα ποιήματά της στα αγγλικά,
ιταλικά, γερμανικά και βουλγαρικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου