Τέρμα Θεού
Αντωνία Μποτονάκη
εκδόσεις Γαβριηλίδη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
http://fractalart.gr/terma-theou/
http://fractalart.gr/terma-theou/
το προσωπικό άλγος
και η θεϊκή σιωπή
Τα
ποιήματα είναι οστά λευκά
πλυμένα
με γλυκό κρασί
απαλλαγμένα
μνήμης αλγεινής
Έτσι προλογίζει ποιητικά η Αντωνία Μποτονάκη τη νέα της συλλογή,
και μας οδηγεί με τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις της στα ενδότερα, όπου θα συναντήσουμε
όχι μόνο τα ποιήματά της αλλά παράλληλα θα ανιχνεύσουμε την Ποιητική της. Ας μη
θεωρηθεί αυτό αυτονόητο σε κάθε ποιητική κατάθεση· είναι λίγες οι φορές που τα
ποιήματα αναδεικνύουν, πέρα από το δικό τους νοηματικό βάθος, την ουσία της
γραφής τους, το πώς και το γιατί της δημιουργίας τους. Εν προκειμένω τώρα, η
ποιήτρια στη δεύτερη ποιητική της εμφάνιση (η πρώτη στέφθηκε με την απόλυτη
επιτυχία μιας βράβευσης – Βραβείο Ζαν Μωρεάς 2017 για πρωτοεμφανιζόμενη
ποιήτρια) προχωράει πιο πέρα από όσα διαβάσαμε στην «Αγήτρα της σκιάς», Ιωλκός 2017. Εκεί είχε δώσει την εικόνα του
κόσμου όπως τον αντιλαμβανόταν ως ένα ενιαίο σύνολο, μέσα στο οποίο η ίδια –
θνητή απελπισμένη ύπαρξη – έπρεπε να βρει το πέρασμα από τον απολύτως προσωπικό
χώρο στον κοινό τόπο, στο σημείο
συνάντησης με τον πάσχοντα άνθρωπο, τον Άλλο. Εδώ επιχειρεί μια πρόσβαση στον
αθέατο κόσμο που υπάρχει (αν υπάρχει) πέρα από τα ορατά ανθρώπινα μέτρα.
[…]
Πάει καιρός που ξέμεινα από πίστη
μα προπαντός από ταπείνωση
κι όταν νυχτώνει
εύφλεκτες σκέψεις κι αναμνήσεις λούζομαι
και ικετεύω κάποιος να βρεθεί
τη σπίθα για ν’ ανάψει.
(Ό,τι με συνιστά να
σβήσω)
Σε αλγεινό τοπίο πορεύεται η ποιήτρια, μοναχικό. Με την
απόλυτη συνειδητοποίηση της βίωσης του χρόνου που προχωράει σε βάρος της
ανθρώπινης θνητότητας. Σε αναζήτηση (μάταιη κι αυτή;) μιας δύναμης που να
εκπορεύεται από το άφατο και που να προσφέρει την επαρκή δικαιολογία της
ύπαρξης – διαφορετικά καταρρέει όλος ο προσωπικός κόσμος μέσα σε συντρίμμια
ζωής.
[…]
Να μας δοθεί ζητούσαμε ο χρησμός
Σε ρυθμό τετράσημο, πωγωνίσιο.
Κι
απλώνεις το χέρι μες στα σκοτεινά
μα τίποτα δε βρίσκεις να πιαστείς
μόνο ασφοδίλια, ασφοδίλια μόνο
μες στα τσαλακωμένα σεντόνια.
μα τίποτα δε βρίσκεις να πιαστείς
μόνο ασφοδίλια, ασφοδίλια μόνο
μες στα τσαλακωμένα σεντόνια.
Είναι
βέβαια και το ψιθύρισμα της βελανιδιάς.
(Διάπλους)
Είναι τότε που βιώνεται στις απόλυτες διαστάσεις της η
μοναξιά, τότε που νιώθεται βαθιά το νόημα του κενού και γίνεται αντιληπτή η
άδεια θέση της θεότητας μέσα στον κόσμο. Και όλο αυτό (αλίμονο!) παράλληλα με
το θρόισμα της ιερής βελανιδιάς, που από τα πολύ παλιά ξέρει να γεμίζει τον
άμοιρο θνητό με την υπόσχεση του θαύματος. Αν ο χρησμός δεν αιτιολογεί την
ύπαρξη θεού, δεν έχει ουσία ούτε κι αυτός. Η Μοίρα παντοδύναμη να εξουσιάζει
τους θεούς κι αυτοί να ορίζουν τα
ανθρώπινα – αδύναμος ο άνθρωπος και ταπεινός στα πόδια των θεών. Στο ποίημα «Τάμα» (από τα καλύτερα της συλλογής) ισορροπώντας
ανάμεσα στο κυριολεκτικό τοπίο και στον εύγλωττο κόσμο των συμβόλων, η ποιήτρια
αποδίδει με τον πιο εύστοχο τρόπο τη σχέση των παραπάνω μεγεθών, την ανισότητά
τους, τη ματαιωμένη ελπίδα αλλά και τη διαρκή ανατροφοδότησή της:
Την
ώρα που γονυκλινής
με
δάκρυα
σπονδές
σου πρόσφερα
κι
έτρεμα μη δεν τις δεχτείς
-σεμνός
και ταπεινός ως ήσουν-
δεν
είδα, δεν κατάλαβα;
Μυριάδες
τ’ αναθήματα στη ζώνη σου
όλα
χρυσά ή αργυρά στη χάρη σου ταμένα
κρεμόντουσαν
σαν τσίχλες ματωμένες
ζεστές
ακόμα απ’ το κυνήγι
κι
ανάμεσά τους
δυο
παπούτσια του χορού.
Τι
να τα κάνω -θα μου πεις-
που
χωρίς πόδια σέρνομαι ξοπίσω σου;
Από το σημείο αυτό είναι εμφανές το περιεχόμενο της
ποίησης της Μποτονάκη, καθώς αυτή
ανοίγεται στον χώρο της Ποιητικής. Πώς και κυρίως γιατί γράφονται τα
ποιήματα; Είναι ίσως ο τρόπος να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα; Μήπως έτσι
διασώζεται η ψευδαίσθηση της σθεναρής ανθρώπινης παρουσίας μέσα σ’ έναν κόσμο
θεϊκής σιωπής; Θα μπορούσε να δράσει η ποίηση με την ιαματική της δύναμη, και
για πόσο;
Είπα να σταματήσω πια να γράφω.
Με τάραξαν
μ’ αναστατώσανε τα ποιήματα
εντέλει μ’ εξουθένωσαν
με ξέκοψαν ακόμα παραπάνω
κι αν είχε μια ελπίδα η μάνα μου
μ’ αναστατώσανε τα ποιήματα
εντέλει μ’ εξουθένωσαν
με ξέκοψαν ακόμα παραπάνω
κι αν είχε μια ελπίδα η μάνα μου
πως σαν τους άλλους θα γενώ κι εγώ
την
έχασε κι αυτή,
πως θε να σταματήσω να γυρίζω ξημερώματα
κορμιά να ψάχνω να μ’ αποτελειώσουν
κι ύστερα στα σκαλιά μπροστά
κουδούνια να διαβάζω
κι όνομα να μη βρίσκω
κορμιά να ψάχνω να μ’ αποτελειώσουν
κι ύστερα στα σκαλιά μπροστά
κουδούνια να διαβάζω
κι όνομα να μη βρίσκω
κάτι να
θυμίζει.
Στ’ άδειο να μπαίνω σπίτι μεθυσμένος
να στέκω στις μισοκλειστές γρίλιες μπροστά,
- ολόκληρη ζωή εκεί ορθός να στέκω -
μες στο πηχτό του ακάλυπτου σκοτάδι
«πάει έσβησε κι αυτό» να ψιθυρίζω,
«πάει κι ετούτο, πάει και τ’ άλλο» συνεχώς.
Στ’ άδειο να μπαίνω σπίτι μεθυσμένος
να στέκω στις μισοκλειστές γρίλιες μπροστά,
- ολόκληρη ζωή εκεί ορθός να στέκω -
μες στο πηχτό του ακάλυπτου σκοτάδι
«πάει έσβησε κι αυτό» να ψιθυρίζω,
«πάει κι ετούτο, πάει και τ’ άλλο» συνεχώς.
Έτσι λοιπόν.
Κουράστηκα.
Μα σβήνουν γρήγορα τ’ απέναντι τα φώτα.
(Πώς
γράφονται τα ποιήματα)
Η
Μποτονάκη γράφει με έναν λόγο που έχει επίγνωση του περιεχομένου του, μακριά
από τις εύκολες στιχουργίες, από τον γλυκερό ρομαντισμό που θανατώνει την
ποίηση· η βιωματική γραφή της αντιφεγγίζει μια ζωή που δεν χαρίζεται στους
τιμητές της, που χαράζει μια πορεία (συχνά μοναχική) γεμάτη από γνώση και πείρα
– δεν γράφεται αλλιώς η ποίηση. Μια ποίηση που αναστατώνει την ποιήτρια (ικανή
και αναγκαία συνθήκη για να γραφτεί) και στη συνέχεια προκαλεί τον αναγνώστη
της να συμπορευθεί μαζί της. Κι αν, όπως γράφει, είναι πηχτό το σκοτάδι του ακάλυπτου, συμφιλιώνεται με την αλήθεια που
προτείνει το ποιητικό υποκείμενο. Το ποίημα απαιτεί προσωπικό άλγος, ποτέ δεν
είναι εύκολη υπόθεση για τον αληθινό ποιητή. Οι δρόμοι του είναι σκοτεινοί, δεν
λάμπουν μέσα του ούτε ήλιοι ούτε νοσταλγικά φεγγάρια. Και όταν πάρει σάρκα
λεκτική το άλγος, τότε ανοίγεται προς όλους τους θιασώτες της ποίησης που
νιώθουν προσωπική τους υπόθεση την ανάγνωση του αλλότριου πάθους – η ποιητική
αφορμή έτσι κι αλλιώς είναι πάντοτε προσωπική για την κάθε ανάγνωση.
Σκέφτομαι
πως, αν η ποίηση γράφεται με τέτοιον τρόπο, έχει τη δύναμη να μιλήσει ακόμα κι
αν βρίσκεται, κατά πως λέει και ο τίτλος της συλλογής, στο Τέρμα Θεού. Ακόμα κι αν η απόγνωση που γεννάει η μοναξιά έχει
φτάσει και αυτή στα όρια των προσωπικών δυνάμεων, που εξαντλημένες πλέον απέναντι στην παρουσία/απουσία
ανθρώπων και θεών γέρνουν και ακουμπούν μέσα στα ποιήματα. Και τότε έρχεται
αρωγός ο άλλος ποιητής, με τη θανάσιμη μοναξιά του να συντροφεύσει την ποιήτρια
κείνος ο άγιος της νιότης της, ο
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου:
-πάντα καρτέρι στήνουν στα περάσματα
οι ποιητές-
Έτσι
θα γράψει ξέροντας πως, όταν η άνωθεν ελπίδα καταργείται, τουλάχιστον οι
ποιητικές παρουσίες είναι πάντα εκεί· δεν σιωπούν μα ούτε και υπόσχονται καμία
αόρατη στήριξη. Συμμετέχουν στο άλγος, και αυτή είναι πολύτιμη βοήθεια.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου