Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Κύκλος αναστάσιμος (3 ανέκδοτα ποιήματα) της Διώνης Δημητριάδου μαζί με 3 φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal https://www.fractalart.gr/kyklos-anastasimos/


Κύκλος αναστάσιμος



(3 ανέκδοτα ποιήματα)



της Διώνης Δημητριάδου


μαζί με 3 φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/kyklos-anastasimos/









τα σημάδια

Ένα παιδί κάθεται στην ακτή, εκεί που σκάει το κύμα και ενώνει το υγρό του σώμα με τη γη. 
Όλη μέρα. Μια αγναντεύει τον ορίζοντα, όσο πάει το μάτι, 
μια σκυμμένο κάτι γράφει πάνω στη νοτισμένη άμμο. 
Τη νύχτα μένει ξαπλωμένο και μετράει τα ουράνια μήκη.
Αν το ρωτήσεις το όνομά του, θα σου απαντήσει:
«Ποιο θέλεις να σου πω; Έχω πολλά».
Αν απορήσεις από πού έρχεται, θα γελάσει με την αφελή ερώτηση.
Αν θελήσεις να μάθεις τι σκαλίζει στην υγρή επιφάνεια, 
θα σου πει:
«Θα έπρεπε να ξέρεις».
Κι αν πλησιάσεις για να δεις, θα σβήσει τα σημάδια βιαστικά.
Μόνο ένα θ’ αφήσει, απάντηση στην απορία σου.
Έναν σταυρό στην άμμο.
Κι ας ξέρει πολύ καλά πως πιο πολύ με ερώτηση αυτό μοιάζει.
Μα ποιος μπορεί να περιμένει όλες τις απαντήσεις από ένα παιδί;

***



το μερτικό

Εκείνος, λυτρωμένος, βάδιζε μέσα στο φως.
Και πίσω ακολουθούσε ένα πλήθος αλλοπρόσαλλο.
Κάποιοι τον χλεύαζαν, άλλοι τον λοιδορούσαν.
Μερικοί τον κοίταζαν με ελπίδα. 
«Ίσως κι εμείς;» ρωτούσαν,
και η σκέψη τους ήταν στο σάρκινο και ευτελές του κόσμου τους.
Και μόνο κάποιος, λίγο πιο πίσω αυτός,
δεν έτρεχε κοντά του ούτε σκορπούσε τα λόγια του εδώ κι εκεί.
Μόνο αναρωτιόταν
«αν είναι έτσι που μας λες,
τότε πού είναι το δικό του μερτικό αθανασίας;»
και έσφιγγε το χέρι του δικού του αγγέλου,
του μικρού και άδοξου, που έσβηνε ώρα την ώρα.

***




στη λίμνη Τιβεριάδα

Το ήξερε από τότε που παιδί ακόμη 
έπαιζε με τα άλλα χωριατόπαιδα, 
τα αμέριμνα για όλα τα κατοπινά. 
Το είχε αφουγκραστεί 
απ’ τα κρυφομιλήματα  στα μάτια των γονιών του.
Δεν το ’πε σε κανέναν, μα μέσα του το έλεγε διαρκώς  
«θα ’ρθει μια μέρα που θα φύγω από ’δω».
Και να, τώρα που κάθονταν μονάχος περιμένοντας 
αυτούς που δεν τον πίστεψαν 
πόσο πολύ θα το ’θελε να γίνει πάλι 
ένας από τους φτωχούς ψαράδες 
που ρίχνανε τα δίχτυα τους στη λίμνη Τιβεριάδα.
Μόνο που γνώριζε πως ήταν ασθενής η θέλησή του. 
Κι ακόμη πως σε λίγο θα έπρεπε να εξηγήσει τα μελλούμενα 
(όσο πιο απλά μπορούσε) σ’ αυτούς τους μεροκαματιάρηδες. 
Που θα τον κοίταζαν χωρίς να τον γνωρίζουν.
Τους δύσπιστους στα θαύματα.
Όμως αυτός τα δίσημα τα λόγια, τα προφητικά 
θα ήθελε να τα άφηνε σημάδια ανερμήνευτα.
Αυτός μονάχα μια κουβέντα θα ήθελε να πει 
σαν μήνυμα σε φίλο αγαπημένο.
Να πει πως όλα τα αόρατα, τα απίθανα, συμβαίνουν. 
Κι όμως, καθώς οι αλλοτινοί του σύντροφοι 
«ποιος είσαι;» τον ρωτήσαν 
απάντησε:  «ένας ξένος». 
Λίγο προτού
βαδίζοντας πάνω στη λίμνη 
αφήσει την ολιγόχρονη ζωή του.

Διώνη Δημητριάδου
(φωτογραφίες: Βούλα Παπαϊωάννου)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου