Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Άνδρες του Αίματος Μάνος Ελευθερίου εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Άνδρες του Αίματος

Μάνος Ελευθερίου

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/eleutheriou-manos-metaichmio-andres-tou-aimatos-bibliodetimeni-ekdosi-dimitriadou





Το Κατά Μάνον

Για το τέρας όμως ελάχιστοι μιλούν. Οι περισσότεροι φοβούνται και να το σκέφτονται. Όσοι το ύμνησαν περνούν τη ζωή τους εν ευδαιμονία. Όσοι το κατηγόρησαν χάθηκαν σαν να αναλήφθηκαν. Οι υπόλοιποι άφησαν τα κοκαλάκια τους στις ρεματιές.
Το κύκνειο άσμα του Μάνου Ελευθερίου δεν είναι τραγούδι – αν και θα μπορούσε να είναι· ένα μακροσκελές αφηγηματικό άσμα με την κρυπτικότητα των στίχων του να απαιτεί τα ερμηνευτικά ‘κλειδιά’ που θα το ανοίξουν για να ξεχυθεί από μέσα του ο λόγος, κοφτερός μα και συμπονετικός συνάμα, έτοιμος να σταθεί δίπλα στον πάσχοντα άνθρωπο και να του προσφέρει μια θέα στον κόσμο από την εσωτερική πλευρά – ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει να βρεθεί μέσα στο σώμα του τέρατος. Όμως, δεν είναι τραγούδι. Είναι μια μακρά αφήγηση, από εκείνες που διστάζεις να τις ονομάσεις γιατί φοβάσαι μήπως κάτι από το σώμα τους ξεφύγει από την ονοματοθεσία, γιατί οι λέξεις είναι ζωντανές,  οι λέξεις έχουν αίμα, αόρατο βέβαια.
Ένας μύθος είναι, από εκείνους που οι πανάρχαιοι ιστορητές αρέσκονταν να αφηγούνται δίνοντας ταυτόχρονα την αλήθεια της ιστορίας και τον φανταστικό μανδύα της επινόησής τους. Ένας τρόπος να ειπωθούν τα πράγματα μέσα από τον καθρέφτη της παραβολής. Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· έγραφε ο Σεφέρης (Τελευταίος σταθμός, 1944).
Στους «Άνδρες του Αίματος» δεν υπάρχει χρόνος και χώρος, καθώς όλα συμβαίνουν (ή θα μπορούσαν να συμβούν) σε κάθε χωροχρονικό (προσωπικό ή συλλογικό) τοπίο. Αυτό που κάθε φορά μεταλλάσσει τα λόγια του αφηγητή σε απολύτως ενδεικτικά μιας συγκεκριμένης περίπτωσης είναι η διάθεση του ακροατή/αναγνώστη να τα ερμηνεύσει με τα δικά του μέσα, τα προσωπικά του βιώματα. Και ετούτα είναι πολλά. Γιατί –να το πούμε κι αυτό–  η ανάγνωση εδώ έχει τις απαιτήσεις της. Ζητά το ξέσπασμα ψυχής, ανάλογου βάθους και παρόμοιας έντασης με αυτό του γράφοντος.
Εν μέρει ιστορητής και εν μέρει προφήτης ο αφηγητής θα πρέπει να νοηθεί ως υπεριπτάμενος (έστω λίγο) πάνω από τον υπαρκτό κόσμο, ώστε να είναι σε θέση παντεπόπτη και παντογνώστη κι έτσι να κοιτάξει στο παρελθόν για να το ιστορήσει αλλά και να προείπει τα μελλούμενα με τη φωνή που καλά γνωρίζουν οι μελετώντες τις παλαιές γραφές. Κι αν πει κανείς πως στην αφήγηση αυτή ταιριάζει ο τίτλος «Το κατά Μάνον», ας μη θεωρηθεί βλάσφημη η ρήση. Τα αφηγούμενα ίσως είναι η ιστορία του τόπου, τα παθήματα των ανθρώπων κι ας μην ονοματίζεται κανείς. Ωστόσο, λίγο να ξεφύγουμε από τον καθ’ ημάς μικρόκοσμο, διαβάζουμε όλη την ιστορία την ανθρώπινη όπου γης. Με τους δυνατούς και τους αδύναμους, τους ευρισκόμενους σε αξιώματα περιβεβλημένα με τον ιερό μανδύα που όλα τα καλύπτει και όλα τα δικαιολογεί ελέω δόγματος, με το πανίσχυρο τέρας, που μέσα του όλοι διαβιούμε μέχρι να νιώσουμε εν συνειδήσει ή εξ αποκαλύψεως πως εμείς του παρέχουμε την ισχύ του και την τρομακτική του όψη.
Και το τέρας; Αυτό πάντα θα υπάρχει. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να ’χει κάτι να φοβάται κι ας το κοροϊδεύει μετά. Πάντα, όμως, έχει την ανάγκη να σκέφτεται και ν’ αναρωτιέται αν υπάρχει κάτι ανώτερο απ’ αυτόν, μακρινό, άγνωστο και αόρατο από τον ίδιο, με υπερφυσικές δυνάμεις, που με το ένα χέρι ελεεί και  το άλλο τιμωρεί, να μπορεί να το αμφισβητεί, να το έχει φίλο, σύμμαχο και εχθρό, να μάχεται γι αυτό και στο όνομά του να μεγαλουργεί ή να δολοφονεί λαούς. Το τέρας πάντα θα υπάρχει.
Μεσσίες αληθινοί και ψευδώνυμοι, άγγελοι εξ ουρανού και σοφοί διδάσκαλοι, πιστοί μαθητές και προδότες, όχλος και λαός, μονάδες περιώνυμες και μάζα ομοιόμορφη. Συλλήβδην η εικόνα του κόσμου, τότε παλιά και τώρα. Δεν αποτελεί μια καταγγελτική φωνή μόνο για τον πολύπαθο κόσμο του 20ου αιώνα· δεν συνιστά μόνο μια προφητική αναγγελία για τη δική μας πραγματικότητα. Ο Ευδόκιμος και ο Διδάσκαλος είναι δικοί μας όσο και όλης της ανθρωπότητας. Και οι αυτονόητοι συνειρμοί με τις θρησκευτικές περσόνες απλώς εξηγούν γιατί όλοι οι λαοί όλων των εποχών αναζήτησαν παρόμοιες μορφές για τους θεούς τους και παρόμοιους μύθους επινόησαν για την ανθρώπινη αδυναμία και τη θεϊκή ισχύ. Ο εξ αποκαλύψεως λόγος που γράφτηκε στο ταπεινό αιγαιοπελαγίτικο νησί απηχεί τον τρόμο του ανθρώπου για το άβατο των ουρανών, για το άγνωστο εσαεί του μέλλοντος και για το βάθος της απόγνωσης, το άχθος της ζωής.
Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
(Τα λόγια και τα χρόνια, 1968-71)

Η τελευταία αυτή γραφή του Μάνου Ελευθερίου συμπυκνώνει μέσα της όλα του τα κείμενα, όλα του τα τραγούδια. Περισσότερο ακόμη, έχει μέσα της όλη του τη ζωή, όπως βιώθηκε μέσα σε  προσωπικό άλγος και κίνδυνο.
Ποιος τη ζωή  μου, ποιος παραφυλά,
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά,
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
(Ποιος τη ζωή μου, 1971)

Και είναι σαν (νιώθοντας πως όλα κάποτε τελειώνουν) να θέλησε να τα μαζέψει μέσα σε μια κρυπτική όσο και αποκαλυπτική παραβολή. Συντελεσθείσα, λοιπόν,  η πορεία και έτσι πλήρης γνώσεως καταλήγει ο αφηγητής:
Και ενθάδε και εν τη χιλιέτει πορεία και πολύ περισσότερο ακόμα ην διεληλυθαμεν (όπως μπορέσαμε και αξιωθήκαμε και όπως αντέξαμε έως τώρα) ευ πράττωμεν πάντοτε από νεαράς ηλικιας, εν μέσω κινδύνων, ατυχίας και τρόμων, και με πολλά πένθη κάποτε και θλίψεις και χωρισμούς και μεγάλης ευτυχίας ενίοτε,
ευ πράττωμεν, λοιπόν, πάντοτε μήποτε είπει ο εχθρός μας:
Ίσχυσα προς αυτόν.


Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου