Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Η Χρύσα Φάντη γράφει για την ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου "Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος" ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Η Χρύσα Φάντη 
γράφει για την ποιητική συλλογή 
της Διώνης Δημητριάδου 
"Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος"
 ΑΩ εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/dimitriadou-dioni-ao-o-eutuchismenos-sisufos-fanti


Η συλλογή Ο ευτυχισμένος Σίσυφος αποτελεί το όγδοο κατά σειρά λογοτεχνικό πόνημα της Διώνης Δημητριάδου. Πρόκειται για τριάντα πέντε ποιήματα χωρισμένα σε πέντε ενότητες, με τους αντίστοιχους τίτλους («Το παραμύθι στη σπηλιά», «Μια φωτογραφία», «Ζηλόφθονος και μίζερος ένας μικρός σκορπιός», «Σε ξύλινα πατώματα και στα θαμπά τα τζάμια», «Με μιαν ανάσα») να συγκροτούν ταυτόχρονα και την πρώτη πρόταση (πάλι εν είδει τίτλου) στα ισόποσα πεζά που τις εγκαινιάζουν. Εμφανή τα στοιχεία που έχουμε επισημάνει και στα πιο πρόσφατα έργα της, Απόκρημνες λέξεις και Βιωμένος Χρόνος (2017), με την ελληνική επαρχία να συγκροτεί κλειστό ορίζοντα αλλά και την Αθήνα με τις νεανικές εξάρσεις και τις αλλεπάλληλες αυταπάτες και διαψεύσεις της να επαναφέρει και να ανασυνθέτει μνήμες, κάτω από το πρίσμα ενός Σίσυφου γλυκόπικρα ευτυχή. Ρητές και εδώ οι αναφορές και οι παραπομπές στον Ηράκλειτο (Περί φύσεως) τον Ηρόδοτο (Ιστορίαι, 3, 40, 2,) τον Αλμπέρ Καμί («πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο») τον Tom Waits (Τhe wrong side of the road), αλλά και οι υποδόριες συγγένειες με Καβάφη και Καρυωτάκη, στο πνεύμα ενός σύγχρονου διαλεκτικού σκεπτικισμού.

Σκηνές και καταστάσεις φαινομενικά αντίθετες που διαδέχονται η μια την άλλη, με τη ζωή μέσα από ένα βλέμμα ηρακλείτειο «να κρέμεται από ένα μοναχικό αγκίστρι» σε ένα μόνιμα εναλλασσόμενο δίπολο ηρεμίας και πάλης.
Στην αρχή της πρώτης ενότητας, το πεζό με τον τίτλο «Το παραμύθι στη σπηλιά» ποιεί μνεία στους δράκους που δεν ζουν σε σπηλιές ούτε και τρέφονται από τα φοβισμένα μάτια των παιδιών, αντίθετα, περισσότερο θύματα παρά θύτες, είναι και οι ίδιοι φοβισμένοι και αξιολύπητοι, οντότητες σύγχρονες ή ιστορικές και μυθολογικές, που μοιάζουν με τέρατα ενώ στην πραγματικότητα είναι ψυχές παιδιών που βίωσαν τον τρόμο και την απόρριψη. Οι δράκοι στο παραμύθι της Δημητριάδου θυμίζουν τον Μινώταυρο στο Περί Φυσικής της Μελαγχολίας του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Georgi Gospodinov), δυστυχισμένο δημιούργημα ενός απορριπτικού πατέρα και μιας μάνας που αμέσως μετά τη γέννα έσπευσε να το αποκηρύξει και να το εγκαταλείψει.
Στο επόμενο και πρώτο κατά σειρά κείμενο σε αμιγώς ποιητική μορφή (και δεύτερο μαζί με το μότο) η ποιήτρια μας εισάγει σε μια άχρονη και ταυτόχρονα σύγχρονη δυστοπία (τοπίο ξερό, κατάμαυρο κουκούτσι, σκοτεινοί καιροί, γυαλί που μαυρίζει η φλόγα) για να καταλήξει σε ένα πικρό συμπέρασμα: «τι λίγοι που απομείναμε / στο κέλυφος της γης» (σελ.13) με μόνες δροσερές ανάσες το ρήμα ξαναγεννιέται και τη φράση «χρώματα γαλάζια». Σκηνές και καταστάσεις φαινομενικά αντίθετες που διαδέχονται η μια την άλλη, με τη ζωή μέσα από ένα βλέμμα ηρακλείτειο «να κρέμεται από ένα μοναχικό αγκίστρι» σε ένα μόνιμα εναλλασσόμενο δίπολο ηρεμίας και πάλης, «πάνω σε ένα τοπίο ξερό που ομνύει σε σκοτεινούς καιρούς, ατέλειωτο παιχνίδι ανάμεσα στον πόθο για ερμηνεία και στην παράλογη σιωπή», καθότι: «κύκλος όλα τ’ ανθρώπινα και φθονερόν το θείο». Άμεσες, όπως ήδη αναφέραμε οι αναφορές σε Καμί, Ηράκλειτο, και Ηρόδοτο στο αμέσως επόμενο, με τον στίχο να ξεδιπλώνει ολόκληρο τον στοχασμό της δημιουργού του για «την τάξη αυτού του κόσμου», για να ακολουθήσει στην επόμενη σελίδα (σελ.17) το εξαιρετικά πρωτότυπο άτιτλο ποίημα, με την εντός παρενθέσεως δεύτερη σκέψη-φωνή να τονίζει τα σκωπτικά στοιχεία: «στερέωσε το καπέλο του / μια παλιά ρεπούμπλικα στη ράχη της καρέκλας / (μα αυτό δεν ήταν σημαντικό). Στη σελ. 18, με όχημα λέξεις (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα και επιρρήματα) με πρώτο συνδετικό το παρά (παρακείμενος, παρακοιμώμενος, παραδίπλα κλπ.) κλείνει η πρώτη ενότητα, με την αναφορά στον προσφιλή της ποιήτριας βιωμένο προσωπικό Παρακείμενο.
Με έναυσμα μια φωτογραφία που δρα σαν χρόνος «που δείχνει τα δόντια του» και «λειτουργία απαθανάτισης που στρέφεται εναντίον εκείνου που απαθανατίζει», στο εξαιρετικά σύντομο πεζό της δεύτερης ενότητας με τον τίτλο «Μια φωτογραφία» (σελ. 19), η ποιήτρια διαπραγματεύεται το ζήτημα της πάλης ανάμεσα στο εφήμερο και την επιθυμία για διάρκεια,ενώ πάνω στο ίδιο θέμα οικοδομείται και το ποίημα με τον τίτλο απών, κύκλος που κλείνει, αδράχτι ανελέητο (που) στρέφει / και μας κοιτά. Ακολουθεί το άτιτλο ποίημα στη σελίδα 23, για μια κίνηση που μένει μετέωρη κάθε απόγευμα, «στην ώρα εκεί της ώχρας», αμφίβολη ανάμεσα στο «έξω ενός παράθυρου» και το «μέσα από έναν καθρέφτη»∙ το τελευταίο υπό το φως ενός πικρού σαρκασμού, όπως και «μια αποθήκη του μυαλού / προσεκτικά συγυρισμένη», ενώ στο αμέσως επόμενο, με τον τίτλο «Μια μικρή Παρασκευή», έχουμε πάλι την αναφορά στο απόγευμα μέσα από μία νέα στενοπορία, σκοτεινιά συνοδευμένη από μια εικόνα ταφής. Σημειώνουμε εδώ τα: «ώχρα», «ορφανή μνήμη», «θλίψη», «απόγνωση», «τα αφρόντιστα χλωρά ξερά ρημάδια της ζωής», «την ανέλπιστη προσπάθεια αναμονής για ανάσταση», και τέλος, «τη χλωρή φακή στο πιατάκι», όσπριο που φυτρώνει μόνο για μια ολιγοήμερη ζωή («Αδώνιδος κήποι»). Η δεύτερη αυτή ενότητα κλείνει με ένα ποίημα (κι αυτό άτιτλο) αφιερωμένο στον ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο, και με αναφορά στην πόλη που η ποιήτρια μεγάλωσε, μέσα από ένα σκηνικό μάλλον δυστοπικό (σκοτεινά κλιμακοστάσια, σκιές, στενά μπαλκόνια, κλειστοί φωταγωγοί, όρθιες συρμάτινες αντένες), αλλά με την έκπληξη μιας φωτεινής και ηρωικής κατάληξης: «εμείς τις αγαπήσαμε τις πόλεις / γιατί μας δίναν πάντοτε / τα πιο αληθινά μεγέθη».
Στο δηλητήριο ενός «μικρού ζηλόφθονου και μίζερου σκορπιού» αναφέρεται το τρίτο κατά σειρά πεζό και αρχή της τρίτης ενότητας, με την αφηγήτρια να υιοθετεί στάση στοχαστικής γενναιότητας και καβαφικής στωικότητας: «Όπου και να πας θα σε βρω, για σένα το ετοιμάζω» (τα λόγια του σκορπιού) κι εκείνη σε απάντηση: «δεν έτρεξα να φύγω, μάταιο ήταν σκέφτηκα, μόνο του είπα: χτύπα γερά και γρήγορα, έτοιμη είμαι για το μεγάλο σάλτο […] όχι δεν φεύγω, αν είναι να γυρίσει να με βρει εδώ».Στο ίδιο μήκος κλίματος και το επίσης άτιτλο ποίημα από όπου αλιεύουμε τους ακόλουθους στίχους:
παράνομα σκιρτήματα
κατατρεγμένοι ποταμοί
στο απόκρημνο του εδάφους άθλια προσφυγάκια
[…]
μ’ εκείνη την επίγνωση
του σύντομου του χρόνου
δεν είδες ωραιότερη
σκηνή αθανασίας.

Στο σώμα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν διαφέρει από την ποίηση, αφιερωμένα τα ακόλουθα:
μόνο το σώμα
(από συνήθεια παλιά)
κράταγε ακόμη μιαν αναλαμπή
[…]
σώμα καταργημένο
διαψευσμένο
κατακρεουργημένο
[…]
σώμα στις φλόγες
στις κραυγές
στις οιμωγές

στην αποθέωση
του ενός προσώπου
[…] έτσι κι η ποίηση

(«Μνήμη του σώματος»)
Στα Ξύλινα πατώματα χρόνου που πέρασε πιστώνονται οι υπαινικτικές σκέψεις και εικόνες στο τέταρτο κατά σειρά πεζό της συλλογής, με τη μνήμη και τη σκέψη να γυρνούν στα τότε Πατήσια και την πλατεία Βικτωρίας, μνήμη σωματική («ξυράφια έχουν τα λόγια, κι η απουσία θεριά») και γήινη υποψία για μια κάποια Χαρά στο τέρμα Πατησίων, και στη συνέχεια αναφορά στις τσόντες στο Άλμα στην Πιπίνου, εκεί «όπου πλέον δεν θα φοβάται να τον δει να ξεπροβάλλει από τη γωνία για να της πει για κάποια λειψή αφισοκόλληση […] έτσι κι αλλιώς, ο αγώνας στημένος ήταν». Στην ίδια θερμοκρασία και τα επόμενα:
οδός ανεστραμμένη
να αντιστραφεί η αιτία
[…]
κι αυτός αποσυνάγωγος
όσο θυμόταν πίσω
το τελευταίο που ήθελε
ήταν η ενσωμάτωση
σ’ αυτό το σκυλολόι

«με τα θηρία πιο καλά
παρά με σας»

τους φώναξε
[…]
στ’ ανάθεμα λοιπόν
και στο εξώτερο το πυρ
ο απεχθής
ο ειδεχθείς

Στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη αφιερωμένο το άτιτλο ποίημα στη σελίδα 45: «Ο καθρέφτης με τις ανθεκτικές θαμπές γωνίες, αλάθητος και έτοιμος να μας φτύσει γιατί έχει μνήμη», ενώ η τέταρτη ενότητα κλείνει με τους στίχους:
κάπου μακριά ξωμάχοι της γραφής γεννιούνται
κι εμείς εδώ ακόμα στιχοπλέκουμε κανόνες
[…]
αδύναμοι να αγγίξουμε τη φλέβα της ζωής 
Συγκλονιστικό το πέμπτο κατά σειρά πεζό, «Με μιαν ανάσα»,που πράγματι, «μόνο απνευστί και διαβάζεται και αντέχεται», κείμενο από το οποίο απουσιάζουν παντελώς τα σημεία στίξεως. Η ελληνική επαρχία την άνοιξη: «κι ήταν σαν τώρα άνοιξη κι εσύ να μην αντέχεις την αφόρητη κι αθάνατη ελληνική επαρχία» […] και πάλι «οι άηχοι τόποι και οι ανούσιες ουσίες για να νικηθεί το ανούσιο», και «το αμόκ της φυγής πάνω σε μια μηχανή, με την αίσθηση του πνιγμού (το μαντήλι της Ισιδώρας στους τροχούς) και τη θάλασσα να τη νιώθεις αλλά να μην μπορείς να τη δεις», ενώ η μνήμη γυρνά στα παρελθόντα ανήμπορη πλέον να τα αλλάξει: «λες να κατέβεις από τη σχέση, δεν σου πάει τέτοιος θάνατος αλλά δε σ’ αφήνει το σώμα και η έξη της αφής». Στον Κώστα Ριζάκη αφιερωμένο το ποίημα με τον τίτλο «Γιατί το θαύμα γδέρνει»: «ποιητική αδεία / ή αλλιώς / θρασύς –ευτυχώς– ο ποιητής / προτίμησε γυμνόπους να διαβεί / το απροσπέλαστο (κι ας το ’ξερε) / τραχύ του θαύματος» και στη συνέχεια, πέντε ποιήματα ποιητικής, με τους αντίστοιχους τίτλους: «παρά θιν’ αλός», «ελάχιστο ποιητικό», «το ύψος των περιστάσεων», «ποιητικό κενό», και «ανακύκλωση»∙ το τελευταίο, εμφανώς αυτοαναφορικό, να κλείνει τη συλλογή: «των άλλων τα γραφτά / πάντα εκεί / πάντα αξημέρωτα / να μπαίνουν και να βγαίνουν / στ’ ανείπωτα δικά μου».
Ιδιαίτερα σκωπτικά, λακωνικά, μελαγχολικά, ενίοτε δε και χαρμόσυνα πεισιθανάτια,τα ποιήματα της Δημητριάδου στη συγκεκριμένη συλλογή, όπως και σε όλο το προγενέστερο έργο της, ποιητικό και πεζό, στηρίζονται στα δικά τους θεμέλια, αξιοποιώντας ταυτόχρονα με τον καλύτερο τρόπο τις αναγνωστικές εμπειρίες της δημιουργού τους και τα ποικίλα και πολλαπλά λογοτεχνικά τους πατήματα.

Χρύσα Φάντη

(η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου