Το τελευταίο αντίο
Βασίλης Βασιλικός
εκδόσεις Διάπλαση
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10849-to-teleutaio-antio
η απαθανάτιση του
πένθους
Δεν ήθελε παρηγοριές
και συλλυπητήρια. Ο χαμός του δεν χρειαζόταν λόγια. Με την καινούργια αμπάρα
που γυάλιζε σταυρωτή πάνω στην πόρτα, νόμισε πως ήταν ένας φυλακισμένος. Όπως
ήταν πραγματικά, σε μια φυλακή, ως τώρα οι δυο τους. Του έλειψε ο σύντροφος, ο
συγκρατούμενος. Τον εκτέλεσαν το πρωί κι αυτόν τον καταδίκασαν να ζήσει στο
εξής χωρίς ταίρι.
Πώς τροφοδοτεί τη γραφή η απώλεια; Η βίωση του εσωτερικού
κενού, αυτού του πένθους που δεν «συνομιλεί» με τους άλλους, που δεν έχει στην
ουσία ανάγκη την παρουσία της συλλυπητήριας συνδρομής τους, είναι μια απολύτως
προσωπική υπόθεση. Και σαν τέτοια επιλέγει μόνον τη συνδρομή της γραφής, με την
αίσθηση (ή το ένστικτο τάχα;) πως αποτελεί έναν τρόπο να απαθανατιστεί η
απολεσθείσα μορφή, να δοθεί μια παράταση, λίγος χρόνος ακόμη στη «ζωή» της μη
ζωής. Ωστόσο, η σωστική λέμβος της γραφής στην πραγματικότητα χωράει μόνον τον
επιβαίνοντα συγγραφέα. Το δικό του πένθος είναι που καταγράφεται και έτσι
απαθανατίζεται, η προσωπική του ανάγκη να μιλήσει εις εαυτόν για τη συντριπτική
απώλεια που βιώνει. Αν από τη στιγμή που γράφεται κάτι αυτονομείται και
ταξιδεύει σε αλλότριους κοινωνούς/αποδέκτες της γραφής, είναι κάτι που
αποδεικνύεται εγγενές χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας. Και ως προς αυτή την
εκδοχή «συμπαράστασης» ή αναγνωστικής σύμπλευσης, το προσωπικό πένθος δεν
μπορεί τίποτα να κάνει.
Οι παραπάνω σκέψεις αφορούν την επανέκδοση από τις εκδόσεις
Διάπλαση του βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού «Το
τελευταίο αντίο». Ένα βιβλίο που δύσκολα το κατατάσσεις σε μια κατηγορία (η
τωρινή έκδοση το ονομάζει μυθιστόρημα, το 1980 όμως βραβεύτηκε στην κατηγορία
Διήγημα – βραβείο που δεν αποδέχθηκε ο συγγραφέας). Ο τίτλος του, σαφέστατος
στην οδυνηρή αλήθεια του, αντλείται από απόσπασμα της ιστορίας:
Ήρθες και ξάπλωσες στα
πόδια μου, το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα, αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου
είπες χωρίς φωνή το τελευταίο αντίο. Μ' αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που
εγώ δεν το κατάλαβα τότε. Κοιμήθηκες λίγο απ' την άλλη μεριά της καρδιάς σου.
Αυτό ήταν το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σώματά μας
αγγιχτήκαν. Δεν είπες τίποτα. Μ' αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά,
ωραία. Το λογικό σου δεν έπιανε το μήνυμα για να μου το εκφράσεις. Μα ούτε σου
άρεσαν οι μελοδραματισμοί. Ένα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου, που είκοσι
χρόνια άλλη δεν γνώρισε απ' την αγκαλιά μου.
Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει πως τα 21 κεφάλαια του
βιβλίου είναι μικρά διηγήματα με κοινή θεματική αναφορά – με κάποια να στηρίζουν
την «πλοκή» τους γύρω από τον θάνατο της συντρόφου του συγγραφέα και κάποια
άλλα να απομακρύνονται με τη μεταφορικότητά τους, ενισχύοντας όμως το καθένα με
τη δική του ιδιαίτερη «φωνή» την εσωτερική και βαθύτερη θεματική τους σχέση. Εγώ
θα προτιμήσω την εκδοχή του μυθιστορήματος. Με τα κομμάτια της ενδιαφέρουσας γραφής
να ποικίλλουν ως προς τη μορφή, τα πρόσωπα, τους αφηγηματικούς τρόπους. Με τη
σκέψη πως το μυθιστόρημα ως είδος επιτρέπει ίσως τις πολλαπλές μεταμορφώσεις
του, αρκεί να διατηρεί τις ελάχιστες συνιστώσες που το κατατάσσουν στην
κατηγορία αυτή. Με συνδετικό ιστό για να τα ενώνει την αίσθηση του άχθους που
φέρεται τους ώμους του πάσχοντος υποκειμένου, τη βαθιά μελαγχολία του πένθους
που προσπαθεί να εσωτερικευθεί ακόμη περισσότερο με τη γραφή – και όχι να
εκτονωθεί ή να βρει κοινό τόπο με τους αναγνώστες. Με τη μνήμη να φέρνει στην
επιφάνεια σκηνές, εικόνες, κινήσεις, πρόσωπα από την εποχή της καθημερινότητας,
που τώρα εκτιμάται η αξία της· η αιφνίδια ανατροπή του σκηνικού διαφοροποιεί
και τον τρόπο που ερμηνεύεται ο κόσμος, αξιολογεί με άλλα κριτήρια (κατ’ ανάγκη
αποκτηθέντα) και ιεραρχεί τις προτεραιότητες. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών
των νέων δεδομένων η απόσυρση από τις κενές κοινωνικότητες, τις ανούσιες
φλυαρίες. Η απομόνωση στον χώρο από τον οποίο τώρα η παρουσία αποκομμένη μεταλλάχθηκε
σε επώδυνη απουσία. Εκεί που τα αγαπημένα χρηστικά αντικείμενα, πράγματα
προσωπικά -πλούσια ή ευτελή αδιάφορο- υπαινίσσονται βασανιστικά τη δική τους
μετάλλαξη σε άχρηστα. Εδώ έρχεται το εξώφυλλο με τη λιτή αλλά εύγλωττη εικόνα
(έργο του Βασίλη Κουτσογιάννη): ένα ρούχο ριγμένο στην καρέκλα. Αφημένο
πρόχειρα, ακριβώς γιατί κάποιος πρόκειται να το φορέσει σε λίγο. Μέσα στη
σιωπηλή του αχρηστία πλέον, άδειο από το σώμα που έντυνε, συμπάσχει με το
υποκείμενο που γράφει. Η σιωπή κυρίαρχη στο σπίτι.
Δηλαδή τι κουράγιο να
κάνω, σκεφτόταν καθώς έβγαινε απ’ την εξώπορτα και προχωρούσε προ τη στάση του
λεωφορείου. Αυτά τα σακάκια της με σκότωναν. Δεν υπάρχει πια. Ό,τι και να λέω
για να την αναστήσω, όσο κι αν τη σκέφτομαι, τα πράγματα είναι αμείλικτα.
Μιλούν καλύτερα απ’ όλους, λεν την αλήθεια. Οι άνθρωποι είναι όλο
ψευτοπαρηγοριές. Υπομονή. Κουράγιο. Ο χρόνος, θα συνηθίσεις… τα πράγματα δεν
έχουν ευτυχώς λαλιά. Κι υποδηλώνουν ακριβώς εκείνο που τους λείπει: τον κάτοχό
τους.
Η μορφή που απουσιάζει είναι η ίδια σε όλα τα μέρη του
βιβλίου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σκέφτομαι πως η αποσπασματικότητα που
διατρέχει το βιβλίο ίσως ήταν η μόνη επιλογή που είχε ο συγγραφέας θέλοντας να
αποδώσει (για τη δική του διάσωση και μόνο) το βάθος του κενού, στο οποίο
βρέθηκε· κυρίως τη μοναξιά ου σ’ αυτό το απύθμενο βάραθρο. Γράφει με όποιον
τρόπο έχει κάθε στιγμή πρόσφορο, γνωρίζοντας καλά πως η αφορμή της γραφής είναι
μία, το πρόσωπο που τον ταλανίζει πλέον με τη σιωπή του είναι ένα. Αλλά και το
πένθος είναι δικό του· δεν γίνεται να το μοιραστεί με κανέναν. Θυμάται τα δικά
της λόγια και βρίσκει πως στοχεύουν τον ίδιο:
«Καθένας πονάει μόνος
του», του είχε πει πέρυσι, ένα τέτοιο βράδυ. «Τη χαρά τη μοιράζεσαι. Τον πόνο
δεν μπορείς να τον μοιραστείς».
Στο «Τελευταίο αντίο»
ο Βασιλικός έχει απαθανατίσει το πένθος του. Το πρόσωπο που χάθηκε το φέρει
μέσα του με την αναπόφευκτη επίδραση του χρόνου πάνω του· η γραφή αδυνατεί να
το αποδώσει πιστά, όμως αιχμαλωτίζει μέσα της τη θλίψη της απώλειας. Ίσως γι’
αυτό και το βιβλίο συγκινεί διαχρονικά διαφορετικούς αναγνώστες, πέρα από τη
γνώση των πραγματικών γεγονότων. Η βίωση του πένθους μοναχικά και αδυσώπητα
είναι κοινός τόπος, κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η λογοτεχνία έρχεται συχνά να
υπογραμμίσει αυτή τη διαπίστωση.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου