Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Χίλιες ανάσες Ιωάννα Καρυστιάνη εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/karustiani-ioanna-kastaniotis-xilies-anases-dimitriadou


Χίλιες ανάσες

Ιωάννα Καρυστιάνη

εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/karustiani-ioanna-kastaniotis-xilies-anases-dimitriadou



μια πολυδιάστατη ιστορία

Στους μικρούς τόπους, στις ασήμαντες παρουσίες στον χάρτη, συμβαίνουν σπουδαία γεγονότα; Ή μήπως οι ζωές που έτυχε να γεννηθούν εκεί, με τον μικρόκοσμό τους να περιορίζεται στα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα που διεκδικεί ο τόπος τους ως γεωγραφική θέση, σαρώνονται από μια πεζή καθημερινότητα χωρίς την αξίωση του εξαιρετικού; Κι όμως, ποιος μπορεί να ορίσει αυτό το εξέχον και εξαιρετικό του βίου και με ποια κριτήρια, αν όχι με τα απολύτως προσωπικά του μέτρα και σταθμά; Και είναι τότε που το μικρό και αμελητέο αποβαίνει σημαδιακό, κι έρχεται με τη σειρά του να καθορίσει τον τρόπο που θα βιωθεί η ζωή – ασήμαντη άραγε κι αυτή; Ή όπως θα πει μια από τις ηρωίδες του βιβλίου:

Πώς όμως ο τόπος όπου αναπνέουμε, σκεφτόμαστε τα πάντα και ερωτευόμαστε μπορεί να είναι ασήμαντος;

Το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη έχει βρει για τόπο του μια κουκκίδα στον χάρτη, το νησί Κουκούτσι (παλιά το έλεγαν Λιθάρι), που έχει αυτό το όνομα, κατά πως θέλησε αυτός που το ξαναβάφτισε, γιατί

οι φαταούλες κυβερνώντες ροκάνισαν τον καρπό του ιδρώτα γεωργών, κτηνοτρόφων και αλιέων και έφτυσαν στα μούτρα τους τα κουκούτσια.

Σ’ ετούτον τον μικρό επινοημένο τόπο θα χωρέσουν ζωές καταπιεσμένες, καταργημένες, γεμάτες ανομολόγητες ενοχές, ανταγωνισμούς, έρωτες εφηβικούς που τελείωσαν τραγικά για να φέρουν σαράντα χρόνια μετά ερωτήματα ακόμη αναπάντητα. Ανάμεσά τους η Πηγή Βογιατζή, που θα κληθεί να αποφασίσει αν τα απομεινάρια του αντρικού κορμιού που μπλέχτηκε στα δίχτυα του ψαρά είναι ο Στέλιος, ο άντρας της ο εξαφανισμένος κοντά τρεις μήνες. Σκληρό πράγμα η επίσημη αναγνώριση πάνω στον πάγκο του ιατροδικαστή. Τα ίχνη ασαφή – βλέπει αυτό που θέλει να δει, αυτό που φοβάται, αυτό που την ξαλαφρώνει από μια επώδυνη αναμονή;

[…] η Πηγή Βογιατζή κομμάτια από την εξάντληση και στα πρόθυρα του αμόκ από αυτό που είδε μπροστά της, τρόμαξε μήπως παραταθεί κι άλλο το όργιο της τζάμπα αναμονής και αποδιαλύσει κι αυτήν και την κόρη της. Δεν ζητούσε πια παρά έναν τάφο, Θεέ μου, λυπήσου μας και δώσε ημίν, δώσε μου έναν τάφο, να τελειώνουμε.

Πολύ περισσότερο αν μέσα της η απουσία έχει πλέον εδραιωθεί. Τα σημάδια δείχνουν πως μπορεί να είναι αυτός, σημάδια όμως που συνδέουν αυτόν τον παράξενο θάνατο με εκείνο το παλιό τραγικό γεγονός σαράντα χρόνια πριν, εκεί στον Φουντωτό Βράχο, το 1975, με θύμα την όμορφη Νίνα, δεκαοχτάχρονη και ποθητή από τους τρεις φίλους – ο ένας ο Στέλιος, ο άντρας της, που μόλις πριν λίγο τον αναγνώρισε στο πτώμα σε αποσύνθεση που της έδειξαν.

Η Πηγή Βογιατζή μες στον πόνο της σκεφτόταν πως αφού ο άντρας της ήταν που ήταν να πεθάνει, ας πέθαινε κάπου αλλού, για να μην αναρωτιούνται μερικοί-μερικοί για πιθανή σύνδεση του 2015 με το 1975, για να μη λένε πως το κόκκινο σημάδι ήταν η ανοιχτή πληγή.

Η Πηγή νιώθει χαμένη (Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε πέντε λέξεις κοφτά. Δεν ξέρω πού να είμαι), ψάχνει τον χώρο για να στεριώσει την παρουσία της έτσι μετέωρη που βρέθηκε ανάμεσα σε ερωτήματα αδυσώπητα. Η δική της ερώτηση «πού να είμαι» και όχι «πού είμαι» με τις ερμηνείες της είναι συγκλονιστική: πού πρέπει να είμαι; πού περιμένουν ο άλλοι ότι πρέπει να είμαι; πού θέλω να είμαι; Θα αποφασίσει να βρει την άκρη του νήματος μόνη της ψάχνοντας ένα κόκκινο σημάδι στον βράχο κι ένα μικρό φιλντισένιο κουμπάκι-μηλαράκι. Κι όταν θα βρει την άκρη, θα πρέπει να σκεφτεί τι θα την κάνει, γιατί συχνά η αλήθεια των γεγονότων δεν είναι το μόνο που αναζητά κανείς· παραμένει το βαθύτερο ‘γιατί’ που πλάθει τις ζωές των ανθρώπων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, που καθορίζει τις συμπεριφορές, χωρίζει συντρόφους και καταργεί φιλίες.

Η Καρυστιάνη φτιάχνει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα με ήρωες που άλλοτε μιλούν και ξεσπούν την πίκρα τους και άλλοτε κρύβουν μέσα τους βασανισμένες πτυχές ζωής που δύσκολα αποκαλύπτουν στους γύρω τους καλυπτόμενοι πίσω από προσωπεία αδιαφορίας ή παραίτησης. Είναι που έχουν να διαχειριστούν κάποιοι από αυτούς χρόνια δύσκολα με φυλακίσεις και εξορίες, με ένα χαμένο όραμα επανάστασης. Και πώς να τα εξηγήσεις αυτά στους νεότερους και άκαπνους; Γιατί τη γενιά αυτή τη βαραίνουν, εκτός απ’ τα παλιά βιώματα και τις παλιές αμαρτίες, κι άλλα πιο τωρινά λάθη· πολλές οι απανωτές διαψεύσεις και ενοχές και πώς να τις διαχειριστείς;

— Θοδωρή, αργεί πολύ. — Ποιος; — Το βαπόρι, του απάντησε χαζά μετά από αρκετή παύση, αν και είχε σκοπό να του πει, η επανάσταση, να τον περιλάβει και να του τα ρίξει μονορούφι, οι μεγάλοι τα γαμήσατε όλα, ντρέπομαι που ούτε τολμώ να την ονειρευτώ πια, ούτε αυτή η ίδια θα ονειρεύεται πώς να ξαναξεκινήσει κάπου και πώς να πιάσει, κοιμάται ξερή στα βιβλία σου, έμεινε στο ράφι

Ένα μυθιστόρημα με περισσότερα επίπεδα από το ένα που δηλώνεται με το ξεκίνημά του. Η εξαφάνιση του Στέλιου και το πτώμα που φαίνεται να του ανήκει θα γίνει η αφορμή για να ξετυλιχτούν σελίδες της ζωής των ηρώων – με προεξάρχουσα την Πηγή και γύρω της τις δύο φίλες της Πόπη και Πέπη (Πηγή, Πέπη, Πόπη, τα ονόματά τους και μόνον ήταν ένας άριστος οιωνός καλής χημείας), τον Ηλία και τον Ισίδωρο (μαζί με τον νεκρό Στέλιο αποτελούν την άλλη τριάδα της ιστορίας), τη Νίνα, την Αμαλία, την Ελίζαμπεθ, τον Θόδωρο. Όλοι τους έχουν να συμπληρώσουν με την παρουσία τους (κάποιοι με την απουσία τους), με τις εξομολογήσεις τους, τις αποκαλύψεις τους μια ψηφίδα στην ιστορία.

Και γύρω απ’ αυτούς το νησί να τους εμπεριέχει όλους, να τους ζυμώνει μέσα στις μικρές του προδιαγραφές. Τι να σου κάνει κι αυτό όμως;

Υπάρχουν μέρη που είναι είκοσι χρόνια μπροστά και άλλα που μένουν είκοσι χρόνια πίσω. Το Κουκουτσάκι δεν μπορούσε να πάρει μπρος. Κι αν με διαυγή ατμόσφαιρα και μεγάλη ορατότητα ατένιζε το περίγραμμα πολλών νησιών μακριά κι αυτό ήταν οπωσδήποτε μια παρηγοριά, με τη μούρη του ουρανού αλευρωμένη έμοιαζε κατάμονο, ένας ξεχασμένος ντενεκές στην αποθήκη της θάλασσας.

Ο χώρος που από μόνος του θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα μυθοπλασίας, με τις αδυναμίες του και τις εμμονές του να μας θυμίζουν μια Ελλάδα του περιθωρίου που αγωνίζεται να διασώσει κάτι από την ομορφιά του τοπίου ή της παράδοσης – συχνά χωρίς να το κατορθώνει.

Κι έπειτα  όλη η ιστορία τοποθετημένη μέσα στην Ελλάδα της κρίσης, της ανέχειας, της οικονομικής δυσπραγίας, της τραγωδίας των μεταναστών και προσφύγων, που δεν προβάλλεται σε πρώτο πλάνο (πολύ σωστά) αλλά υπογραμμίζεται πίσω από σχόλια, από καταστάσεις των προσώπων, από τα αδιέξοδα που βιώνουν, από επιλογές που με δυσκολία παίρνουν.

Μα να ξεψαρίζει πτώματα από δίχτυα; Σαν του πατέρα της; Να κλείνει στον κόρφο της πνιγμένα μωρά; Γραμματέας στο γραφείο του Χάρου; Εκεί πιάσανε τόπο τα πτυχία; Λέσβος, Χίος, Λέρος, Κως, Σάμος ανήκουνε πια στην εμπόλεμη ζώνη της Συρίας. Πώς την άφησες; Θα πάθει, κορίτσι πράμα. Από την πρέζα των διαδηλώσεων θα περάσει στα πιο σκληρά, θα μπει στα ψυχοφάρμακα.

Έτσι η ιστορία μοιάζει να ανοίγει ένα ένα τα φύλλα της και να προκαλεί σε διαφορετικές αναγνώσεις. Είναι άραγε το μεδούλι της μυθοπλασίας η σχέση της Πηγής με τον άντρα της; Είναι ίσως η σύνδεση των τωρινών γεγονότων με τα θαμμένα μέσα στον χρόνο, που έρχονται καμιά φορά απρόσμενα στην επιφάνεια για να δώσουν τη δική τους ξεχασμένη αλήθεια; Ή μήπως η ουσία βρίσκεται στους τόπους -μικροί ή όχι αδιάφορο- που με τη δική τους δυναμική επιβάλλονται πάνω στις ζωές των ανθρώπων, και τότε ένα ασήμαντο νησάκι όπως το Κουκούτσι διεκδικεί τον βασικό ρόλο στην ιστορία; Κι αν το πλάνο σκηνοθετικά ανοίξει περισσότερο, τότε μήπως πρόκειται για μια ιστορία για τη σύγχρονη Ελλάδα που ξέρει μοναδικά να ταλαιπωρεί τα παιδιά της με ή δίχως το άλλοθι της τωρινής κρίσης; Όπως κι αν διαβαστούν οι Χίλιες ανάσες, οι ήρωες της ιστορίας θα ξεχωρίσουν. Χτισμένοι όλοι με την αληθοφάνεια που αποκαλύπτει όχι μόνο μια καλή πένα αλλά και μια βιωματική γραφή, που γνωρίζει πως και η πιο επινοημένη μυθοπλασία απαιτεί τον μέσα σπόρο του προσωπικού πάθους για να ανθίσει μέσα στα βιβλία, απαιτεί και τα κομμάτια της προσωπικής ζωής (τη δόση της αλήθειας δηλαδή), που παρεισφρέουν κάτω από τις επινοημένες φιγούρες των προσώπων και τα φανταστικά γεγονότα. Η Καρυστιάνη και σ’ αυτό το μυθιστόρημα νιώθεις πως ωθεί  τους ήρωές της στα όριά τους, στα άκρα, προκειμένου να βιώσουν τον χρόνο που τους δόθηκε με το κόστος που φέρουν οι επιλογές τους. Ψάχνουν, παλεύουν να δουν τι κρύβεται πίσω από τις επιφάνειες τις λείες και στιλπνές, να γευτούν την αγριάδα του εξαίσιου, που αλλιώς θα μείνει ανεξιχνίαστο, αν αρκεστούν σε μια ζωή επίπεδη. Δεν ημερεύουν εύκολα, δεν εφησυχάζουν στις ευκολίες του βίου. Τα πλάσματα που βαδίζουν στα μέσα σκοτάδια, διαβάζουν τα άγραφα και μιλούν τα ανείπωτα. Είναι μια στάση ζωής  που δείχνει -πίσω από τη μυθοπλασία που απαιτεί η γραφή- μια επιλογή της ίδιας που τα γράφει όλα αυτά και που αφήνει τους ήρωές της κάποια στιγμή να ομολογούν το επιθυμητό:

Τι σκατά κάνουν στη ζωή οι άνθρωποι, αν μία στο τόσο δεν νιώθουν τον συναγερμό του θεσπέσιου, αν δεν πέφτουν ξεροί από κάτι πανηγυρικό και μαγεμένοι ατενίζοντας το παλλόμενο σχήμα μιας πολλά υποσχόμενης έντασης, αν τα φυλλοκάρδια τους δεν βαράνε μεθυσμένα στο αγνάντιο μιας γλυκιάς προσμονής;

Όποια ανάγνωση κι αν επιλεγεί, πίσω από κάθε πτυχή της ιστορίας μια η αλήθεια (προβαλλόμενη στον προσωπικό δαίμονα ή στο συλλογικό πάθος):

Η ζωή τρίβεται πάνω στους ανθρώπους κάποιες φορές σαν χαδιάρα γάτα, άλλες σαν βούρτσα απολέπισης και άλλες σαν καλοακονισμένο λεπίδι που γδέρνει, γδέρνει αλύπητα. Παλεύεται; Χίλιες ανάσες λοιπόν, γιατί τόσες λείπουν. Τόσες και άλλες τόσες.

Διώνη Δημητριάδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου