Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

"Ο επικήδειος" διήγημα της Αρετής Πάνου


Ο επικήδειος

διήγημα

της Αρετής Πάνου




Για το Βαλέριο Κόιτο η μέρα είχε ξεκινήσει ευοίωνα. To πρωί στα λουτρά η κουβέντα ήταν πολύ ευχάριστη. Όλοι θεωρούσαν την   είσοδό του στη σύγκλητο βέβαιη και πανηγυρική· η φυσική θέση για έναν ευπατρίδη σαν κι αυτόν, με τόσα ανδραγαθήματα στις μακρινές εκστρατείες.  Η Ρώμη έχει ανάγκη τη γενναιότητα και την αφοσίωσή του. Έπρεπε λοιπόν να είναι έτοιμος κάθε στιγμή, με την πορφυρή του  τήβεννο απαστράπτουσα, τον εναρκτήριο λόγο και τα κόκκινα παπούτσια του καλογυαλισμένα.  Ειδικά τον λόγο, κατασταλαγμένο και ζωντανό ταυτόχρονα, να κάνει καλή εντύπωση στους πατρίκιους, να  τους ταρακουνήσει· υπάρχουν τόσα προβλήματα που ζητάνε λύση, στην απώτατη περιφέρεια αλλά και στην ίδια την καρδιά του κράτους.  Τους πιο ηλικιωμένους τους παίρνει ο ύπνος πάνω στα έδρανα. Όλοι συμφωνούσαν, η γερασμένη σύγκλητος χρειάζεται νέο αίμα.  Η Ρώμη έχει αρχίσει να γερνάει.

Εύκολα η συζήτηση στράφηκε στον θάνατο. Απόκτησε σοβαρότητα και  φιλοσοφικό βάθος. Ποιος θάνατος είναι ωραίος και ποιος άσχημος και ποιος μπορεί να το ξέρει. Καθώς όμως οι σκλάβοι τους άλειβαν και τους έτριβαν με αρωματικά έλαια, δεν έμεινε για πολύ εκεί.  Γύρισε στις γυναίκες της Ρώμης, ωραίες κι άσχημες, στις ερωτοδουλειές, στα σκάνδαλα και τις δολοπλοκίες. Ο Βαλέριος, ένας ομορφάντρας στα σαράντα πέντε του, ένιωθε κυρίαρχος και σ’ αυτό το θέμα.

Φυσικό ήταν να γυρίσει στην έπαυλή του σε μεγάλα κέφια. Πρώτα έφαγε καλά. Ζήτησε να του σερβίρουν το αγαπημένο του φαί, κυνήγι μαγειρεμένο με μυρωδικά και φρεσκοψημένες πίτες. Ήπιε πολύ κρασί, ζήτησε μάλιστα και του έφεραν κι έριξε μέσα στο ποτήρι του από κείνο το βοτάνι της Αφροδίτης, το ηδονικό.  Στο τέλος ζήτησε σταφύλια και την όμορφη νεαρή σκλάβα του, την Ελένη.

Η Πουλχερία, η γυναίκα του, δεν εμφανίστηκε καθόλου στη διάρκεια του γεύματος. Πάει καιρός που τον αποφεύγει. Κάποτε εκείνος διψούσε για κείνη μόνο, κι αν έπεφτε το μάτι του σε καμιάν άλλη, εκείνη γινόταν θηρίο, να του το βγάλει. Περήφανη γυναίκα, από μεγάλο τζάκι της Ρώμης. Από τότε όμως που γέννησε τα παιδιά τους άλλαξε.  Σιγά σιγά έγινε αγνώριστη. Κυκλοφορεί κρυμμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια μέσα σε ρούχα ασουλούπωτα, με το βλέμμα χαμένο κι όλο κλείνεται στα διαμερίσματά της με τις δούλες της. Την έχει δει μάλιστα να κάνει και το σχήμα του καινούριου θεού των σκλάβων. Μόνο γι’ αυτόν έχει μάτια πια. Τον Βαλέριο δεν τον νοιάζει, ένας άνθρωπος δυνατός και πλούσιος, τι να ζηλέψει απ’ αυτόν τον κακομοίρη θεό. Όμως, έχει μια μικρή ανησυχία για την Πουλχερία, αν θα μπορεί να την προστατεύει πάντα. Η κατάσταση στη Ρώμη είναι μπερδεμένη, χάος και άλλοι, για πολύ λιγότερα, βρέθηκαν στο στόμα του λιονταριού.

Η Ελένη ήρθε και κάθισε δίπλα του στο ανάκλιντρο. Έπιανε τις ρόγες απ’ το σταφύλι μία μία και τις έβαζε πότε στο δικό του στόμα και πότε στο δικό της. Με τα χείλη, τα δόντια και τη γλώσσα προσπαθούσαν ν’ αρπάξει ο ένας τη ρόγα από τον άλλο, ή να του χώσει τη δική του. Έπαιζαν. Τα στόματά τους βάφτηκαν κατακόκκινα. Στόματα κανίβαλων. Χούφτωσε τα στήθη της κι έφερε τις δικές της ρόγες στο στόμα του. Βύζαξε αχόρταγα για κάμποση ώρα, αυτός ένας άντρας χορτασμένος. Η Ελένη έγειρε και τον τράβηξε κοντά της. Ανέβηκε πάνω της και…  εκεί τα κακάρωσε. Τετέλεσται.





Το ανάκλιντρο έγινε νεκροκρέβατο. Πάνω εκεί τον έπλυναν οι δούλες με κρασί, τον άλειψαν με μύρα, τον χτένισαν κι έβαλαν στεφάνι στα μαλλιά του. Του φόρεσαν την πορφυρή χλαμύδα και τα κόκκινα παπούτσια του.  Γύρω γύρω άναψαν αρωματικά κεριά και λιβάνια. Η Πουλχερία πρωτοστατούσε σιωπηλά. Του άξιζε η πιο λαμπρή κηδεία του άντρα της, για την ευγενική του καταγωγή και τη γενναιότητά του. Να υποκλιθεί μπροστά του η Ρώμη. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια.  Η τελετή, το γεύμα, οι δωρεές στους φτωχούς, οι μουσικοί και προπαντός ο επικήδειος. Στον επικήδειο  κατασταλάζει η ζωή του εκλιπόντα και της οικογένειάς του. Κι αυτό το καταστάλαγμα περνάει στ’ αρχεία και στην ιστορία της Ρώμης·   είναι η  ιστορία της Ρώμης. Οι μεγάλες οικογένειες ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποια θα έχει τους πιο λαμπρούς επικήδειους που θα εξασφαλίσουν το πέρασμά της στην ιστορία και στην αιωνιότητα. Οι επικηδειογράφοι θησαυρίζουν. Η Πουλχερία αναστενάζει και κάνει τον σταυρό της. Σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάζει κάπου ψηλά. «Συγχώρα με, Θεέ μου. Για την αιωνιότητα, Κύριε, μόνον Εσύ ξέρεις κι Εσύ αποφασίζεις». Για ό,τι περνάει από το χέρι της όμως, θα φροντίσει να είναι τέλειο. Πάει να βρει τον Γαλέριο, τον γραμματικό της οικογένειας.



Ο Γαλέριος δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από τον νεκρό Βαλέριο. Και τώρα ακόμα είναι πολύ όμορφος. Ντυμένος στην πορφύρα, σημάδι ανεξίτηλο της καθαρόαιμης γενιάς του, που τον ακολουθεί και πέραν του βίου τούτου.   Ακόμα κι αυτή η στραβή του μύτη, έτσι που ταιριάζει πάνω στο πρόσωπό του, δεν μοιάζει με ατέλεια, αλλά με στοιχείο που έβαλε εκεί κάποιος καλλιτέχνης για να του δώσει ενδιαφέρον και ένταση,  γιατί θα του φαινόταν ανούσιο να ζωγραφίζει λουλούδια ή να σμιλεύει νεαρά κορμιά στην παλαίστρα που είναι από μόνα τους τέλεια. Το κάνει ίδιο με μαρμάρινη προτομή, ρωμαϊκή, που μπορεί να μην έχει την ομορφιά των ελληνικών αγαλμάτων,  την αψεγάδιαστη, έχει όμως ρεαλισμό και δύναμη.


Πόσο τον βασάνισε στη ζωή του αυτή η ομορφιά τον Γαλέριο, μόνον αυτός το ξέρει. Και δεν ήταν μόνο η ομορφιά, ο Βαλέριος τα ’χε πάντα όλα, πλούτη, δόξα, τιμές κι αξιώματα κι έρωτες, κι εκείνος δεν είχε τίποτα ποτέ. Ήταν ο νόθος, ο παρακατιανός, ο γιος της Ελληνίδας σκλάβας, με το σακατεμένο πόδι, ένας δούλος καλός για να ταΐζει τα ζώα. Ευτυχώς κατάλαβαν πως ήταν καλός στα γράμματα και τον έκαναν γραμματικό. Όλες οι μεγάλες οικογένειες της Ρώμης είχαν τον γραμματικό τους. Σαν γραμματικός είχε συνοδέψει τον Βαλέριο στις εκστρατείες του. Λουφάζοντας σε κάποια γωνιά, τον έβλεπε την ημέρα να καλπάζει στη μάχη,  κραδαίνοντας το σπαθί του, για να επιβάλει την τάξη της Ρώμης σε εχθρούς απ’ όλες τις φυλές του κόσμου, με την ίδια ορμή που τη νύχτα γλεντοκοπούσε και  κατακτούσε γυναικεία  κορμιά απ’ όλες τις φυλές του κόσμου. Ο Γαλέριος στην κρυψώνα του, να τρέμει απ’ τον φόβο κι εκείνος να χύνεται μέσα σ’ όλα ατρόμητος σαν τον Αχιλλέα. Μάταια περίμενε ο Γαλέριος να βρει ένας εχθρός την αχίλλειο πτέρνα του, να σημαδέψει καλά και να τον ξαπλώσει επιτέλους κάτω, στο χώμα. Τον Βαλέριο τον προστάτευαν οι θεοί της Ρώμης. 

Κι αυτός η κρυμμένη σκιά του, να παρακολουθεί και να καταγράφει, αόρατος για όλους και πιο πολύ για τον αφέντη του. Τον θυμόταν όταν ήθελε γυάλισμα η πανοπλία του, όταν έπρεπε να στείλει αναφορά στη Ρώμη ή γράμμα σε κάποιο φίλο ή ακόμα και στη γυναίκα και τα παιδιά του. Δε χρειαζόταν να του το υπαγορεύσει κατά γράμμα. Αρκεί να του έδινε το θέμα και τον παραλήπτη. Ο Γαλέριος ήξερε τι να γράψει σε κάθε περίπτωση, είτε επρόκειτο για ακριβή στοιχεία, τις δυνάμεις του αντιπάλου ή την τροφοδοσία της λεγεώνας, είτε για φλογερά ερωτόλογα ή πατρικές συμβουλές. Έμπαινε στη θέση του άλλου. Έβαζε τα δυνατά του να είναι δίκαιος, αλλά όχι αλαζόνας, να περιγράφει τα κατορθώματά του με σεμνότητα, ερωτευμένος αλλά όχι γλυκανάλατος, ένας άντρας μακριά απ’ την εστία του· έπρεπε η Πουλχερία να νιώσει την ίδια λαχτάρα και την προσμονή καθώς θα τα διαβάζει.  Περίμενε με αγωνία την απάντηση.

Καμιά φορά ο Βαλέριος του ζητούσε να δει τι είχε γράψει, συνήθως του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Διάβαζε και τον διόρθωνε. Κάπως αλλιώς θα ’πρεπε να τα είχε γράψει ο Γαλέριος, πιο απλά και ξεκάθαρα,  δεν αναγνώριζε τον εαυτό του μέσα στο γράμμα. Τι γραμματικός ήταν αυτός να γράφει του κεφαλιού του, αντί αυτά που θέλει ο κύριός του και μόνον αυτά.  Τότε τον έπιανε μια σιγουριά ότι ο ίδιος θα τα είχε γράψει καλύτερα, αλλά να που δεν είχε καιρό για γράμματα. Δεν τον άφηναν τα καθήκοντα, οι μάχες, οι γυναίκες και οι κραιπάλες. Ήταν σαν αυτός ο άνθρωπος να ζούσε πολλές ζωές μέσα στη δική του, του Γαλέριου και άλλων. Σαν να ρουφούσε τις ζωές τους. Ο Γαλέριος δεν είχε ζωή γιατί του τη ρούφηξε ο Βαλέριος. Πόσες φορές είχε σκεφτεί να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια…

Αυτή η σκέψη δεν τον άφηνε να ησυχάσει, τον δηλητηρίαζε μέρα νύχτα, τον δυσκόλευε πιο πολύ κι απ’ το πόδι του το σακάτικο, αλύγιστο σαν κουπί και το ίδιο άχρηστο μ’ ένα κουπί στη στεριά. Καταδικασμένος να το σέρνει μαζί του, σημάδι της εκφυλισμένης γενιάς του και της μισερής του ύπαρξης. Κι απ’ αυτό το περπάτημά του ακόμα που προκαλούσε το γέλιο ή τον οίκτο, ποτέ το θαυμασμό ή τον έρωτα. Έμοιαζε να βασανίζεται μόνος του, να τον εμποδίζει να προχωρήσει ένας δεύτερος, αόρατος εαυτός μπλεγμένος με τα ίδια του τα μέλη. Οι γυναίκες δεν τον ήθελαν στο κρεβάτι τους. Το ’ριχνε κι αυτός στο ποτό για να βυθιστεί στη λήθη, να βρει παρηγοριά στην ανυπαρξία.  Στο τέλος δοκίμασε κι αυτόν τον καινούριο θεό, το Θεό της αγάπης. Μαζί με άλλους κατατρεγμένους που τους είχαν ρουφήξει τη ζωή. Ήθελε να ξεπλυθεί επιτέλους απ’ τα βάσανα, να ξυπνήσει ένα πρωί αθώος σαν μικρό παιδί, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί λιγάκι. Εκείνος αγάπησε ληστές και φονιάδες, τους συγχώρεσε και τους πήρε στην αγκαλιά του, έδωσε στους τυφλούς το φως τους.  Δεν θα μπορούσε να δώσει λίγη γαλήνη σ’ έναν κουτσό γραμματικό... Προσευχόταν.  Όμως το φαρμάκι δεν τον άφηνε.


Και να που όλο το φαρμάκι άδειασε μέσα σε μια στιγμή. Αυτή η δύναμη κι αυτή η ομορφιά δεν πληγώνει πια τον Γαλέριο. Μπορεί να την παρατηρεί, σαν καλλιτέχνης το μοντέλο του ή άνθρωπος που στοχάζεται κοιτάζοντας στον καθρέφτη. Μήπως τελικά ο Θεός της αγάπης επιβάλει τη δικαιοσύνη Του με τον θάνατο; Σηκώνει το κεφάλι του ψηλά και δεν ξέρει αν πρέπει να πει ευχαριστώ Θεέ μου που με απάλλαξες ή Θεέ μου συγχώρα με γι’ αυτή τη βλασφημία.

Τελικά ο Κόιτος έμεινε προ των πυλών, δεν πρόλαβε  να μπει μέσα, σκέφτεται  ο Γαλέριος, μπερδεύοντας την πύλη της συγκλήτου, με την πύλη της Ελένης. Μεγάλη ατυχία αυτή για ένα Ρωμαίο πολίτη. Κόιτους άντε πόρτας και Κόιτους ιντεράπτους.  Πάντα πίστευε ότι το όνομα του καθενός γίνεται τελικά μοίρα του και ίσως το δικό του όνομα να φταίει για όλο αυτό το βάσανο και το κουπί που τράβηξε στη ζωή του.



Η Πουλχερία ανέθεσε στον Γαλέριο τον επικήδειο του Βαλέριου. Θα μπορούσε να προσλάβει τον καλύτερο επικηδειογράφο. Είναι πολλοί κι ανταγωνίζονται μεταξύ τους, για τα πιο περίτεχνα σχήματα, τις δυνατές εικόνες, τους ύμνους που θ’ αφήσουν εποχή, τα ανέκδοτα και τις έξυπνες φράσεις  που θα χαραχτούν στη μνήμη. Ένα καινούριο είδος γραπτού λόγου ανθεί στη γηραιά Ρώμη, ο επικήδειος. Όμως η Πουλχερία ήξερε καλά τη δύναμη του δικού του λόγου, από κείνα τα γράμματα που την έκαναν να λιώνει από πόθο. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να μιλήσει πιο πιστά για το Βαλέριο, από τον Γαλέριο που ήταν η σκιά του από μικρό παιδί. Ποιος άλλος γνωρίζει σαν τον Γαλέριο τη ζωή του Βαλέριου, τη δύναμη και το ήθος του, την προσφορά του στη Ρώμη, ώστε να τα διηγηθεί έτσι που να κάνει τους ευπατρίδες να δακρύσουν και να θαυμάσουν. Έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στον Γαλέριο και στις ικανότητές του. Πιστεύουν και στον ίδιο Θεό. Ποτέ της δεν τον είδε σαν δούλο, αλλά σαν ένα μέλος της μεγάλης οικογένειας των Κόιτων. Τώρα ήρθε η ώρα να του δώσει και την ελευθερία του.



Ο Γαλέριος νιώθει κιόλας ελεύθερος. Ώστε αυτή είναι η ελευθερία, αυτή η ελαφράδα, αυτή η απομάκρυνση απ’ όλα και όλους κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό, σαν να τον βλέπει κι αυτόν από μακριά. Ούτε το πόδι του δεν τον βαραίνει τόσο πολύ. Μα αυτό μοιάζει με τον Παράδεισο, σκέφτεται και σηκώνει το κεφάλι του προς τον ουρανό, ψάχνοντας κι αυτός δεν ξέρει τι. Έχει ωστόσο άλλη μια αυστηρή εντολή να υπακούσει, μια παραγγελία να εκτελέσει, έναν άθλο. Να γράψει έναν επικήδειο που θα δοξάσει τον Βαλέριο και θα συγκινήσει όλη τη Ρώμη, πατρίκιους και πληβείους που παρακολουθούν ατάραχοι στην αρένα θηρία να κατασπαράζουν ανθρώπους. Και πρέπει να το καταφέρει με τις λέξεις του μόνο. Η αλήθεια είναι πως θα υπάρχει και μουσική υπόκρουση. Θα πρέπει μάλιστα να συνεννοηθεί με τους μουσικούς για τα σημεία που θα ανεβάζουν ή θα κατεβάζουν τον τόνο, για το ρυθμό που θα πρέπει να ταιριάζει με τον ρυθμό της δικής του αφήγησης. Γιατί οι λέξεις του θα κάνουν όλη τη δουλειά. Η αθανασία του Βαλέριου κρέμεται απ’ τις λέξεις του.

Δεν το φανταζόταν ότι έχει τόσα πολλά να πει για τον Βαλέριο. Πολλά και καλά, ανακατεμένα, τα νοιώθει να φουσκώνουν το στήθος του, να ξεχειλίζουν. Μα αυτός νόμιζε ότι είχε μόνο φαρμάκι μέσα του.  Τώρα  βλέπει καθαρά ότι υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορεί να το ονοματίσει, δεν τολμάει.  Να ’κανε πάλι το θαύμα του ο Θεός της αγάπης ή να ’ναι ο Ιανός, ο διπρόσωπος θεός των Ρωμαίων που του δείχνει την άλλη του όψη. Γιατί μπορεί ο καινούριος Θεός να ’ναι πιο καλός, αλλά ο παλιός του φαίνεται πιο αληθινός.

Τώρα δεν έχει παρά να σκύψει μέσα του για να γράψει τον καλύτερο επικήδειο. Να μπει στα παπούτσια του άλλου.  Να ρουφήξει με μιας  τη ζωή του και ν’ αφήσει το απόσταγμά της να στάξει στην ιστορία. Σαν να ήταν δική του ζωή, να τυλίγεται εκείνος την πορφύρα. Γιατί μέσα του δεν υπάρχει μόνο φαρμάκι. Κι αυτός είναι ένας άνθρωπος ελευθερωμένος που μπορεί να εκτελέσει πιστά την εντολή και την παραγγελία που του δόθηκε, ενώ κάνει και γράφει του κεφαλιού του. Και ξέρει ότι ενώ ο Βαλέριος θα δοξάζεται, εκείνος θα παίρνει την τιμή και τον έπαινο του λαού της  Ρώμης κι οι παντοδύναμες λεγεώνες της θα τον μεταφέρουν στα πέρατα του κόσμου.

Για τον φτωχό Γαλέριο η παντοκρατορία της Ρώμης είναι τόσο πραγματική και αμετάβλητη όσο και το κουτσό του πόδι και όσο οξυδερκής και να ’ναι δεν μπορεί να δει ότι σύντομα θα πέσει. Ούτε μπορεί να φανταστεί τη μεγάλη τέχνη που θα δημιουργηθεί στους αιώνες που θα ’ρθουν από παραγγελιές, που αυτοί που θα τις δώσουν θα σβήσουν και θα  ξεχαστούν, ενώ αυτοί  που θα τις εκτελέσουν  δεν θα πεθάνουν ποτέ. Όπως δεν μπορεί να φανταστεί, ότι θα ’ρθει ο καιρός που το χρώμα της πορφύρας θα είναι το χρώμα των κατατρεγμένων  κι όλων αυτών που τους έχουν ρουφήξει τη ζωή.





Υστερόγραφο

Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις, όταν ήμουν παιδί, ήταν να σκαλίζω τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Κι όπως οι περισσότερες απολαύσεις είχε και το στοιχείο της παρανομίας. Όταν του ζητούσα επίσημα την άδεια, μου έλεγε «περίμενε να μεγαλώσεις λίγο ακόμα». Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε πολλούς αρχαίους Έλληνες, στον Μπακούνιν και τον Σοπενάουερ, στον Γληνό, τον Βάρναλη και τον Γκαίτε, κρυμμένο πίσω πίσω, ανακάλυψα και το «βιβλίο του  γιατρού Γύρα», μια προπολεμική σεξολογία που διάβασα, εννοείται, κρυφά και απνευστί. Στις μεθόδους  αντισύλληψης αναφέρονταν με τα λατινικά τους ονόματα, η διακεκομμένη συνουσία (coitus interruptus) και η συνουσία προ των πυλών (coitus ante portas). Δεν έμαθα τίποτα για το σεξ και την προφύλαξη από εκείνο το βιβλίο, όμως αυτά τα ονόματα μού έμειναν. Αυτά και  το regina rosas amat  που κάναμε στο λύκειο είναι οι μόνες λατινικούρες που θυμάμαι.  Αφιερώνω λοιπόν αυτό το διήγημα σε όλους τους ανησυχούντες για τη λατινομάθεια των ελληνόπαιδων.



Αρετή Πάνου

Η Αρετή Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Γραμματικό. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε πολλά χρόνια στη Διεύθυνση Πληροφορικής της Αγροτικής Τράπεζας, που δεν υπάρχει πια.  Από τη φύση της αναγνώστης, πέρασε στο γράψιμο από αγάπη. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων: «Μήτρα με αγκάθια» (εκδόσεις Λαγουδέρα, 2010) και «Κωμικοτραγική» (εκδόσεις Carpe Librum). 


    

        



 



   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου