Μια ‘ανάγνωση’ στο μυθιστόρημα
«Αχγιάτ Ανχάρ» της Μαρώς Κάργα,
από τις εκδόσεις «Τόπος».
Είναι μερικά βιβλία που από τις πρώτες τους σελίδες ακόμη σε
βάζουν στο χάρτινο πλεούμενό τους και σε ταξιδεύουν με τις λέξεις και με τις
εικόνες τους. Ένα απ’ αυτά και το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρώς Κάργα «Αχγιάτ
Ανχάρ» ή αλλιώς «Ζωές ποτάμια», που μας προτρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη των
ηρώων της στα μεγάλα κέντρα της ελληνικής διασποράς (Κωνσταντινούπολη και
Αλεξάνδρεια) αλλά και στον αγαπημένο τόπο της συγγραφέως, τη Λήμνο. Και μάλιστα
σε μια εποχή όπως αυτή του τέλους του 19ου αιώνα, που καθόρισε τη ζωή των ανθρώπων μέσα από
σημαντικές ιστορικές ανακατατάξεις.
Η ιστορία θα εκτυλιχθεί από το 1865 ως το 1878, και σε αυτά
τα 13 χρόνια θα προλάβουμε να δούμε τις ζωές των ανθρώπων να κυλούν πραγματικά
σαν ποτάμια που τείνουν να ενωθούν αλλά και να χωρίσουν μπροστά στα πέτρινα, τα
γήινα εμπόδια που συναντούν.
Το μυθιστόρημα στηρίζει την πλοκή του σε μια ισορροπία
αντίθετων ροπών, η οποία πότε μοιάζει σταθερή και σίγουρη και πότε ανατρέπεται
προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, για να βρει τελικά το ποθητό μέτρο.
Από τη μια παρακολουθούμε τη ζωή μιας αστικής οικογένειας
που χτίζει τη ζωή της -με όλα τα πατροπαράδοτα περιουσιακά της στοιχεία είτε
αυτά είναι τα ασημικά της που λάμπουν φροντισμένα στις βιτρίνες τους είτε οι
ηθικές αξίες της τάξης της, απαστράπτουσες επίσης- στα σπουδαία αστικά κέντρα
της Κωνσταντινούπολης αρχικά, της Λήμνου
(η οποία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα προχωρεί κι αυτή σε
βαθμιαία μεταβολή σε άστυ λόγω της οικειοποίησης δυτικών πολιτιστικών προτύπων)
και της Αλεξάνδρειας κατόπιν.
Από την άλλη έχουμε γύρω από την οικογένεια να κυλά η ζωή
των απλών κατοίκων, οι οποίοι σε κατώτερη θέση (συνήθως υπηρετούν και βοηθούν)
συχνά μπερδεύουν τα νήματα της ζωής τους με αυτά της άλλης ζωής την οποία
ζηλεύουν, ωστόσο αναγνωρίζουν ως ανώτερη.
Αλλά και στα πλαίσια της οικογένειας, της οποίας τη ζωή
παρακολουθούμε, δεσπόζουν δύο ηρωίδες με αντίρροπες δυνάμεις.
Από τη μια η Φωτεινή. Η προσωπικότητά της θα μας αιφνιδιάσει
από την αρχή, όταν με τον θάνατο της μητέρας της θα δείξει την ικανότητά της να
αποστασιοποιείται από την κοινή αντιμετώπιση μπροστά στην απώλεια.
«Αντίκρυ ο πατέρας της, ο Χαράλαμπος Αιμιλιάδης, στέκεται περίλυπος με
το κεφάλι γερμένο λοξά και προς τα κάτω. Όπως τον βλέπει κι αναζητά την
ανακούφιση στο βλέμμα του, ακούει και τον βόμβο, μικρό στην αρχή κι επίμονο, να
γίνεται όλο και πιο οξύς έτσι που πάει να της τρυπήσει το κεφάλι, και ξαφνικά
σιωπή. Κάνει δυο βήματα μπροστά κι ανασηκώνοντας το χέρι χτυπά με όση δύναμη
έχει το έμορφο πρόσωπο. Όταν το παίρνει πίσω βιαστικά, νιώθοντας πως κάτι κακό
έχει κάνει, μια μύγα στέκεται άψυχη, κολλημένη πάνω στο νεκρικό και παγωμένο
μάγουλο…
…Έτσι το φονικό μιας ενοχλητικής κι αθώα μύγας τη μέρα που βγαίνει η
μητέρα της για τελευταία φορά απ’ το σπίτι τους στην Πρίγκηπο, θα γίνει η
αφορμή για να την πουν σκληρή και άμυαλη, κάτι που θα συμβεί κι αργότερα, τις
περισσότερες φορές χωρίς τη θέλησή της.»
Η Φωτεινή στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε σκληρή ούτε άμυαλη, μόνο
που όλα τα ερμηνεύει μέσα από την ιδιότυπη ματιά της, που τη φέρνει αντιμέτωπη
με σημαδιακά όνειρα και με τολμηρές αποφάσεις.
Από την άλλη η Άννα, θεία της Φωτεινής. Η δυνατή γυναίκα, η οποία θα
αναλάβει όλο το βάρος της οικογένειας του αδελφού της, θα μεγαλώσει τα παιδιά
του μαζί με τα δικά της, με αυταπάρνηση, με αγάπη, με σοφία. Θα πάρει τις
δύσκολες αποφάσεις ανατρέποντας τη ζωή που είχαν μάθει στην Κωνσταντινούπολη,
θα μεταφέρει όλη τη φαμίλια στη Λήμνο αρχικά και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια, θα
φροντίσει για την ‘αποκατάσταση’ όλων, κρατώντας το τιμόνι και γέρνοντας πότε
από τη μια και πότε από την άλλη για ην επίτευξη της απαραίτητης ισορροπίας.
Αντιπροσωπεύει τη σύνεση και την προνοητικότητα απέναντι στον αυθορμητισμό και
την παθιασμένη φύση της Φωτεινής.
Οι δύο αυτές, όμως, φιγούρες θα συγκρουστούν (όπως είναι αναμενόμενο)
αλλά και θα συνταιριάξουν τις αντιθέσεις τους μέσα από τη γνήσια αγάπη που τις
διακρίνει προκειμένου να ορθοποδήσει η φαμίλια. Η Άννα θα κατανοήσει την
ιδιαίτερη φύση της ανεψιάς της και η Φωτεινή θα προσγειώσει τη φαντασιακή εικόνα
που έχει στο μυαλό της σε πιο γήινη θεώρηση της ζωής.
«Τι ήταν αυτό που τη μαγνήτιζε και τη λαμπάδιαζε τόσο καιρό; Τι ήταν
αυτό που έκανε τόσο αγώνα να συμφιλιωθεί μαζί του; Ζούσε λοιπόν σ’ έναν κόσμο
χιμαιρικό, όπου κι οι έρωτες μόλις γνωρίσουν τους εαυτούς τους πεθαίνουν όπως
καθετί; Κι ύστερα; Πώς θα ήταν η ζωή της; Άραγε η μάνα της να ήταν άτυχη ή
τυχερή; Να ’ταν αλλιώς άμα της τύχαινε κι αυτό να ζήσει;»
Δεν μας παραξενεύει η φιλία (που θα καθορίσει σε πολλά την πορεία της
Φωτεινής στην Αλεξάνδρεια) με την Ισκαντάρα, ηδονική, λάγνα χορεύτρια, που θα
της δείξει πώς να αντιμετωπίζει τη ζωή περίπου σαν παιχνίδι.
« Ήταν ελεύθερη η ψυχή της και μέσα απ’ τον χορό και τις ακολασίες που η
ίδια επέλεγε, ένιωθε σαν να εκδικιόταν κάθε φορά εκείνη τη σκληρή μοίρα της
νιότης της.»
Γύρω από τους κεντρικούς χαρακτήρες (γυναικείους αναμφισβήτητα) θα
κινηθούν όλοι οι άλλοι πότε μένοντας στο περιθώριο και πότε διεκδικώντας
κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία. Επηρεάζοντας με τις επιλογές τους για λίγο
ή περισσότερο την κεντρική ροή.
Βέβαια τη ζωή των ανθρώπων δεν την καθορίζει μόνο η βούλησή τους ή τα
πάθη τους, η αμυαλιά τους ή ακόμη και η σοφία τους. Το πλέγμα υφαίνεται και από
την ιστορία που κάνει τις δικές της επιλογές και αποφασίζει να μετακινήσει
πληθυσμούς, να ξεσηκώσει επαναστάσεις, να ξεθεμελιώσει οικογένειες, να
ανατρέψει βεβαιότητες. Μη μας διαφεύγει ότι το ιστορικό πλαίσιο της ιστορίας
εδώ είναι και η μεγάλη κρίση του Ανατολικού ζητήματος, από το 1875 και μετά, με
τις εξεγέρσεις στα Βαλκάνια, τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο, με όσα δυσμενή όλα αυτά
απηχούν μέχρι τη γη του Νείλου.
Οι ήρωες της ιστορίας είναι, όπως αποδεικνύεται, μαθημένοι σε ανατροπές,
σε αναγκαστικές προσαρμογές κάθε φορά που μοναδική διέξοδος φαντάζει μια πλήρης
αλλαγή των δεδομένων τους. Έτσι θα τους δούμε να συμβιβάζονται με την
αναμφίβολη έκπτωση της ζωής τους σε υλικές αξίες προσπαθώντας, όσο το
καταφέρνουν, να διατηρήσουν τη διαχρονική αξία της ηθικής τους ανωτερότητας
τόσο ως προς την τάξη τους όσο και ως προς την ατομική τους θωράκιση. Θα τους
δούμε ακόμη να αναπνέουν τον αέρα της απουσίας στα παλιά τους σπίτια και να
ανοίγουν άλλα καινούργια. Με μόνη πεποίθηση ότι και τα αντικείμενα συνυφαίνουν
την πνοή τους με αυτή των ανθρώπων, όσο αυτοί επιμένουν να διατηρούν ζωντανή τη
φλόγα για ζωή. Με τη βαθιά πίστη στην ένωση που τους κρατά δεμένους μεταξύ
τους, μια ένωση αιμάτινη, οικογενειακή.
«Το σπίτι μύριζε κλεισούρα κι ένα σκοτάδι υγρό την τύλιξε όσο να
ξεσφαλίσουν τα παράθυρα και να ορμήσει μέσα το τελευταίο φως της μέρας. Άσπρα
σεντόνια σκέπαζαν τα πάντα και μες στα βάζα τα μαραμένα άνθη έδειχναν πως ο
χρόνος ήταν σαν να ’χε σταματήσει. Έτσι συμβαίνει με τα σπίτια. Κόβεται ο
χρόνος κι αρχίζει πάλι να μετρά όταν με την παρουσία τους οι άνθρωποι τον
ξαναφέρουν πίσω. Τότε τα πράγματα παίρνουν ξανά ζωή, αλλάζουν θέσεις, δέχονται
αγγίγματα, παλιώνουν».
Η ιστορία δεν τελειώνει στο βιβλίο αυτό. Πρόκειται να ακολουθήσει και
δεύτερος τόμος. Αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει τον αναγνώστη που επιθυμεί την
αυτοτέλεια, γιατί αυτός ο πρώτος τόμος ολοκληρώνει τη μυθοπλαστική του πορεία
δίνοντας την αίσθηση ότι ειπώθηκε ό,τι ήταν να ειπωθεί. Ωστόσο, θα περιμένουμε
τη συνέχεια η οποία προμηνύεται εξίσου ενδιαφέρουσα.
(Διώνη Δημητριάδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου