Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Μια 'ανάγνωση' στο αφήγημα του Χόρχε Σέμπρουν «Ασκήσεις επιβίωσης», από τις εκδόσεις «Πόλις»

Μια ανάγνωση στο αφήγημα 

του Χόρχε Σέμπρουν 

«Ασκήσεις επιβίωσης» 

από τις εκδόσεις «Πόλις»







Είναι τον Ιούλιο του 2005, που ο Χόρχε Σέμπρουν (1923-2011) θα ξεκινήσει το μεγαλόπνοο έργο να καταγράψει τη ζωή του στις πιο ξεχωριστές στιγμές της. Επιχειρώντας, έτσι, να μας δώσει παράλληλα την  εικόνα μιας ολόκληρης εποχής, που χαρακτηρίστηκε από τη συνύπαρξη δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων λογικών, της επιβολής αντιδραστικών καθεστώτων από τη μία αλλά και του μέχρις εσχάτων αγώνα για την εξάλειψή τους από την άλλη. Αυτό το έργο δεν επρόκειτο, όμως, ποτέ να λάβει τις διαστάσεις που επιθυμούσε ο συγγραφέας. Θα προλάβει να μας αφήσει μόνο αυτό το αφήγημα (από τα πολλά που σχεδίαζε με τον ίδιο τίτλο) και αυτό ατελείωτο.
Πού μπορεί, άρα, να βρίσκεται το ενδιαφέρον σε ένα ατελές τμήμα αφήγησης μιας ζωής;  Οπωσδήποτε όχι στην εμπεριστατωμένη μελέτη ή στην ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής. Και, φυσικά, ούτε στην πληρότητα που μας προσφέρει μια αυτοβιογραφία σχετικά με την προσωπικότητα του γράφοντος.
Ο Σέμπρουν, ωστόσο, κατορθώνει σ’ αυτό το ημιτελές αφήγημα κάτι πολύ σημαντικό: να μας μεταφέρει αυτούσιο το ήθος του ανθρώπου που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τις υπερμεγέθεις, σε σχέση με τα δικά του δεδομένα, δυνάμεις, οι οποίες έχουν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα για να κάμψουν το σώμα και το φρόνημά του. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η ουσία του συγκλονιστικού αυτού κειμένου. Από τη μια ο άνθρωπος απελπιστικά αδύναμος απέναντι στη φαντασία των βασανιστών του. Και από την άλλη ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ερμηνεύει αυτό το βίωμα. Έχουμε, δηλαδή, την εμπειρία αλλά και την εσωτερίκευσή της. Από κει και πέρα ανοιχτός ο δρόμος για να εξωτερικεύσει, κοινοποιώντας σε μας όχι μόνον την εμπειρία του αλλά, στην ουσία, και τον εαυτό του.
Όπως λέει ο ίδιος «είχα χάσει τόσες ευκαιρίες να πεθάνω νέος». Πόσο δίκιο έχει. Από νεαρή ηλικία μπαίνει στην αντίσταση, στη Γαλλία, το 1943, το 1944 συλλαμβάνεται από τη Γκεστάπο, βασανίζεται, στέλνεται στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ, από το οποίο θα απελευθερωθεί το 1945, με το τέλος του πολέμου. Θα παραμείνει στη Γαλλία μετέχοντας στο αντιστασιακό κίνημα κατά της δικτατορίας του Φράνκο, και θα επιστρέψει το 1953 στην Ισπανία, από όπου οι γονείς του είχαν φύγει το 1939, για να δουλέψει παράνομα κατά του καθεστώτος για δέκα χρόνια.
Στο αφήγημά του θα μας εξιστορήσει κομμάτια αυτής της διαδρομής και θα επικεντρώσει στο θέμα της σύλληψής του και των βασανιστηρίων που υπέστη από τους ναζί. Δεν έχουμε, όμως, εδώ καμιά διάθεση ηρωοποίησης ούτε καν μια προβολή ναρκισσισμού από την πλευρά του. Στη θέση αυτών έχουμε μπροστά μας έναν αποστασιοποιημένο από τα γεγονότα αυτά άνθρωπο, που αρχικά επιχειρεί να δείξει το πώς κάποιος προετοιμάζει τον εαυτό του για το πιθανό σφάλμα, το δικό του ή των συντρόφων του,  που θα τον οδηγήσει στα χέρια των διωκτών του. Ρωτάει να μάθει από παλαιότερους αγωνιστές τα σχετικά με τη φύση των βασανιστηρίων, τις αγαπημένες μεθόδους των δημίων του. Προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την προοπτική σύλληψής του, ερευνά μέσα του τα πιθανά όρια αντοχής του. Καταλήγει να πει πως δεν ξέρει πόσο και αν θα αντέξει, καθόσον «το σώμα δεν έχει a priori εμπειρία». Κι όμως ρίχνεται σ’ αυτό το καθημερινό ρίσκο της συμμετοχής σε παράτολμες ενέργειες, που -το πιθανότερο-, θα τον οδηγήσουν να αντιμετωπίσει τους χειρότερους φόβους του.



Ο ίδιος θα αντιπαραβάλει τη δική του θεωρία για τη βίωση μιας τόσο σημαντικής εμπειρίας με τη διατυπωμένη από τον Ζαν Αμερύ, στο σχετικό με τα βασανιστήρια δοκίμιό του από τη συλλογή «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση». Ενώ ο Αμερύ καταλήγει στη διαπίστωση ότι το θύμα του βασανισμού χάνει πια την εμπιστοσύνη του στον κόσμο, τη δυνατότητα να νιώθει τον κόσμο γύρω του οικείο, ο Σέμπρουν θα μας δώσει τη δική του «ανάγνωση» του εσωτερικού τοπίου του θύματος. Πιστεύει ότι είναι ο δήμιος και όχι το θύμα που θα βλέπει πια τον κόσμο ξένο και εχθρικό, όσο κι αν κρατήσει την ανωνυμία του. Το θύμα, αντιθέτως, θα δει τους δεσμούς του με τον κόσμο να πληθαίνουν, έχοντας κατακτήσει αρχικά την αίσθηση του αυτόνομου, τρόπον τινά, σώματός του, που ως ιδιαίτερη οντότητα «αποφάσισε» να αντέξει και με τη σιωπή του να διασώσει όχι μόνο τη φθαρτή του ύλη αλλά και το φρόνημά του, και ύστερα συνειδητοποιώντας την εμπειρία όχι μόνον της μοναξιάς αλλά και της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης. Αυτός διέσωσε με τη σιωπή του τους συντρόφους του, όπως και ο ίδιος είχε τόσες φορές διασωθεί με την πολλαπλή δική τους σιωπή. Ένα μήνυμα ανθρωπισμού βγαίνει ατόφιο μέσα από ένα τέτοιο κείμενο.
Μας δίνει ταυτόχρονα το μέτρο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου με τον πιο απλό (και περιεκτικό νοήματος) τρόπο. Περιγράφοντας, έτσι,  τον φρικτό βασανισμό συντρόφου του (ως τίμημα για τη σιωπή του) μας μεταφέρει την τελική του κίνηση απέναντι στον βασανιστή του. Όταν αυτός του επιδεικνύει ένα χαρτί με το όνομά του γραμμένο ανορθόγραφα, αυτός με το χέρι του ίσα να μπορεί να κινηθεί το διορθώνει, υπογράφοντας έτσι ως άνθρωπος με ταυτότητα και αξιοπρέπεια απέναντι στο ανθρωποειδές.
Μέσα από αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο, όπως εύστοχα παρατηρεί στην εισαγωγή του βιβλίου ο Ρεζίς Ντεμπραί, ο Σέμπρουν «ιδιωτικοποιεί την ιστορία ιστορικοποιώντας τη ζωή του». Και έτσι δίνει και σε μας τη δυνατότητα -αλλά και την ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία- να προσεγγίσουμε τον έξοχο αυτόν διανοητή.
Δεν πρόκειται για ένα εύκολο ανάγνωσμα. Αλλά αξίζει να διαβαστεί, ακόμη και μόνον για να θυμηθούμε την πραγματική διάσταση της έννοιας του ηρωισμού. Ο ήρωας πετιέται μπροστά νομίζοντας πως οι άλλοι θα τον ακολουθήσουν· την ώρα που αποφασίζει να κάνει αυτό το βήμα που μέλλει να τον ξεχωρίσει από τη μάζα, αυτήν ακριβώς την ώρα, δεν ξέρει ότι είναι ήρωας. Νομίζει ότι κάνει αυτό που αυτονόητα θα κάνουν όλοι! Στρέφει το κεφάλι του και τότε αντιλαμβάνεται ότι είναι μόνος· οι άλλοι δεν ακολούθησαν, και αυτός πια δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Βαδίζει χωρίς να βλέπει, γιατί μπροστά του δεν προχωράει κανείς να του ανοίγει και να του φωτίζει τον δρόμο· ίσα ίσα ο ίδιος είναι ο πυρσός που φωτίζει τον δρόμο για τους υπόλοιπους. Η πράξη του είναι χαμηλόφωνη, όσον αφορά τον ίδιο, οι ιαχές δόξας ανήκουν στους θεατές, γιατί «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», για να φέρουμε στο μυαλό μας τον ποιητή. Έτσι αντιμετωπίζει και τη δική του περίπτωση ο Χόρχε Σέμπρουν, και αυτή την ξεχωριστή ζωή του μας αφηγείται εδώ, σαν να επρόκειτο για καθημερινή ζωή του καθενός από μας. Ίσως γι’ αυτό και το κείμενό του είναι τόσο αληθινό.

Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour Μια κριτική προσέγγιση στο αφήγημα του Χόρχε Σέμπρουν «Ασκήσεις επιβίωσης», από τις εκδόσεις «Πόλις»

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-afigima-toy-chorche-semproyn-askiseis-epiviosis-apo-tis-ekdoseis-polis/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου