Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Δάσκαλε, φοβάμαι… Θανάσης Μαυρίδης ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη "ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ"

 

Δάσκαλε, φοβάμαι…

Θανάσης Μαυρίδης

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη "ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ"

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια θέα στο άρρητο | Fractal (fractalart.gr)




 

 

Μια θέα στο άρρητο

 

Οι καταθέσεις ψυχής, δεν προτιμούν τη σχοινοτενή γραφή· αρκούνται σε ολιγόλογα κείμενα, πεζά η ποιητικά – συχνά δεν είναι διακριτή η διαφορά τους και άρα καθόλου εύκολη η κατάταξή τους σε ένα μόνον είδος. Με τον ελάχιστο αριθμό των λέξεων, με τη συμπύκνωση του λόγου ως τα όρια της πρόσληψης του νοήματος από την πλευρά του αναγνώστη, καταγράφεται η ουσία της ανθρώπινης περιπέτειας, το ιδιωτικό πάθος, η αφορμή επομένως που ώθησε τον συγγραφέα να καταστήσει αναπόφευκτα μια προσωπική υπόθεση κοινό κτήμα. Στη γραφή του Θανάση Μαυρίδη, στο υβριδικό βιβλίο του Δάσκαλε, φοβάμαι…, η πεζότητα της μορφής αναμειγνύεται εύστοχα με την ποιητικότητα που με αφθονία εκχειλίζει από τα εκφραστικά μέσα. Ο υπαρξιακός χαρακτήρας αυτής της γραφής, με τα ερωτήματα που εσωκλείονται να ξεπερνούν την ατομική περίπτωση –χαρακτηριστικό άλλωστε γνώρισμα τόσο των ποιητικών κειμένων όσο και των φιλοσοφικών– δεν θα μπορούσε να πάρει τη μορφή ενός εκτενέστερου κειμένου ούτε ενός σαφώς προσδιοριζόμενου ως προς το είδος. Έτσι όπως παραδίδεται από τον συγγραφέα επιτρέπει τις διαφορετικές προσωπικές αναγνώσεις, δείγμα πλούτου της γραφής.

Ο θάνατος ως άφευκτη συνθήκη, ως προκαλούμενος φόβος μπροστά στο άγνωστο, παράλληλα ως ανάγκη συμφιλίωσης με το άρρητο και αφανές, κυριαρχεί εδώ. Μία μελέτη θανάτου, επομένως; Η εικόνα του εξωφύλλου (John Butler Yeats, A haunted chamber, 1899) συνάδει με τον θάνατο ως έννοια ενισχύοντας το κλειστοφοβικό κλίμα του βιβλίου. Είναι, όμως, αυτή η μοναδική δυνατή αναγνωστική προσέγγιση; Το αφηγούμενο πρόσωπο εν είδει εξομολόγησης καταθέτει όχι μόνο τον φόβο απέναντι στο άγνωστο που συνιστά ο «χώρος επέκεινα» αλλά και έναν υποφαινόμενο έρωτα (με όλες τις πιθανές μορφές του) ως αντίπαλον δέος σε ό,τι προκαλεί το (φαινομενικό έστω) τέλος της ορατής και αισθητής ζωής. Είθισται στη λογοτεχνία να συνυπάρχουν οι δύο έννοιες, σε μια σχέση αλληλοσυμπλήρωσης δημιουργώντας ένα τοπίο άλλοτε κυριολεκτικό μιλώντας για το εφήμερο και το αδύνατο κατ’ ουσίαν μοίρασμα του ερωτικού αισθήματος, και άλλοτε μεταφορικό ενισχύοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που βαυκαλίζεται να πιστεύει σε μια δόση αιωνιότητας μέσω του έρωτα. Εδώ, στη συγκεκριμένη γραφή, συμπλέκονται ο δύο έννοιες πότε με διακριτό και πότε με υπόρρητο τρόπο.

Με συνεχή περάσματα από το ρεαλιστικό περιβάλλον μιας ασθένειας στον ασαφή και μη προσεγγίσιμο για τη λογική χώρο μιας φαντασιακής σύλληψης, ο Μαυρίδης προσφέρει σε κοινή θέα την πορεία από τη ζωή στον θάνατο, ως δυνατή κατάληξη, και ταυτόχρονα τη βίωση της επιστροφής – όσο αυτό μπορεί να καθίσταται πραγματική συνθήκη και όχι μόνο ιδεατό δημιούργημα, ευκταίο σε κάθε περίπτωση. Έτσι, συνομιλεί  με τον Δάσκαλο, εκφράζοντας τον φόβο, την ελπίδα, την απογοήτευση, την αδυναμία μπροστά στη θέα του άγνωστου μέλλοντος, που παραδόξως έγινε έστω και για λίγο ορατό. Βιώνει την ασύλληπτη έννοια του χρόνου ως μια διαρκή κίνηση, που μέσα της εν είδει σκιών κινούμαστε όλοι, χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα των δυνάμεων που διέπουν το σύμπαν και προκαθορίζουν τη ζωή.

Ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, με πολλαπλές νοηματικές προσεγγίσεις και φιλοσοφικές προεκτάσεις, σε μια έκδοση εξαιρετικής αισθητικής, όπως πάντα από τις ΑΩ εκδόσεις.

 

[Αποσπάσματα:

 

Αργά-αργά και ύστερα γρήγορα-γρήγορα. Κι έπειτα πάλι αργά. Στέκομαι, κοιμάμαι, ξεχνιέμαι. Δεν θυμάμαι από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. Την άλλη  μέρα ξεκινώ και πάλι σαν να είναι η πρώτη φορά, αλλά κάτι μου λέει μέσα μου ότι δεν είναι. Το ξέρω ότι δεν είναι. Μια μπροστά, μία πίσω, μάλλον γυρίζω γύρω-γύρω από κάπου που έχω ξεχάσει τι ακριβώς είναι. Θέλω να θυμηθώ, αλλά δεν έχω βρει ακόμη τον τρόπο. (σ. 22)

 

Μπορώ να δω το μέλλον. Να κρυφοκοιτάξω στο παρελθόν. Γι’ αυτό είμαι χαμένος στο παρόν. Είχα άλλες δουλειές να κάνω και έχασα τον εαυτό μου στα βαγόνια του χρόνου. (σ. 44)

 

Είδα τον θάνατό μου, Δάσκαλε, φοβάμαι. (σ. 46)]

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου