Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Διώνη Δημητριάδου – Συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ Πρώτη δημοσίευση στο Diastixo.gr (9-3-2021)

 

Διώνη Δημητριάδου – Συνέντευξη 

στον Γρηγόρη Δανιήλ

Πρώτη δημοσίευση στο Diastixo.gr (9-3-2021)

Διώνη Δημητριάδου: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ (diastixo.gr)





Αυτό που μας παρακινεί να υπερβούμε τα στενά μας όρια, να δημιουργήσουμε ενδεχομένως, είναι ο προσωπικός μας δαίμονας· ας συμφιλιωθούμε μαζί του.

 

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και έχοντας διατρέξει μια μακρά πορεία ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πριν από λίγες μέρες παρουσίασε το δέκατο βιβλίο της, την ποιητική σύνθεση Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, από τις Εκδόσεις ΑΩ, που έδωσε και την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη. Η ενασχόλησή της με τα γραπτά των άλλων μέσα από επιμέλειες εκδόσεων, επιμέλειες στηλών σε λογοτεχνικά περιοδικά, άρθρα κριτικής λογοτεχνίας, οι πολλές συμμετοχές της, ακόμη, σε συλλογικές εκδόσεις και ο συντονισμός της Λέσχης Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής φανερώνουν σίγουρα μια πολύπλευρη προσωπικότητα λογοτεχνικής ουσίας.


Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, η νέα σας ποιητική σύνθεση που μόλις κυκλοφόρησε. Θα ’θελα να μοιραστείτε μαζί μας τα πρώτα συναισθήματα γι’ αυτή τη νέα κυκλοφορία.


Όπως είναι φυσικό, η κυκλοφορία (άρα κοινοποίηση στους άλλους) ενός νέου βιβλίου ενέχει μια δόση ικανοποίησης, πιθανόν και ανακούφισης, αν νοηθεί ως το τέλος μιας μακράς πορείας. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η γραφή δεν έχει τέλος, παρά μόνο κάποιες στάσεις αναμονής. Έτσι, λέω ότι και αυτό το νέο μου βιβλίο αποτελεί μια εκδοχή όσων είχα κατά νου όταν το έγραφα, ένα ψήγμα μόνο από την αφορμή του, παρότι εμπεριέχει περισσότερο από οτιδήποτε προγενέστερο τον εαυτό μου, τη σκέψη μου.


Σε αυτό το ποιητικό βιβλίο η μορφή του Λύκου έρχεται από τα σκοτάδια στο φως. Ποιο ήταν το ερέθισμα ώστε να επικεντρωθείτε σε αυτή τη μορφή, που καθ’ όλο το πέρασμα των αιώνων στοιχειώνει τις παιδικές καρδιές, ενώ αντίθετα βρίσκει εξιλέωση στις σελίδες της λογοτεχνίας μας;


Δεν ξέρω αν, μιλώντας γενικότερα, από τα σκοτάδια έρχεται η μορφή του λύκου. Οι άνθρωποι της πόλης, όπως εγώ, μάθαμε τους λύκους από τη λογοτεχνία, στην οποία σωστά επισημαίνετε ότι εξιλεώνονται για την όποια κακή συμπεριφορά. Ο Λύκος ο δικός μου, προσωπικός απολύτως, αρέσκεται από τη φύση του να κυκλοφορεί ομοίως και στα ζοφερά και στα φωτεινά τοπία. Το ότι στην ποιητική εδώ εκδοχή έρχεται στο φως μια διαφορετική φύση του με ικανοποιεί, μια που θέλησα να τον δω ταυτόχρονα ως λύκο και δαίμονα μαζί. Όλοι έχουμε έναν δαίμονα μέσα μας, πέρα από τη θρησκευτική εκδοχή που τον ενοχοποιεί για ό,τι κακό συμβαίνει. Αυτό που μας παρακινεί να υπερβούμε τα στενά μας όρια, να δημιουργήσουμε ενδεχομένως, είναι ο προσωπικός μας δαίμονας· ας συμφιλιωθούμε μαζί του. Ας τον ονομάσουμε με το κεφαλαίο γράμμα, όπως εδώ ο λύκος έγινε Λύκος.


«Κάτι θέλησε να πει μα στάθηκαν οι λέξεις του ακίνητες κι αδύναμες να ηχήσουν». Μέσα σε μια εποχή που λέξεις παράτονες, επί το πλείστον, εξουδετερώνουν την αξία της σιωπής, ποια είναι τα όπλα σας;


Η σιωπή αποτελεί επιλογή και απαιτεί άσκηση· δεν είναι εύκολη υπόθεση. Φυσικά, σε μια εποχή ανούσιας φλυαρίας, όταν η κενή νοήματος κραυγή καλύπτει τα πάντα με την παντοδυναμία των μαζικών μέσων αναπαραγωγής, η σιωπή ρισκάρει να μείνει εντελώς αφανής με απενεργοποιημένη τη δύναμή της. Αν πιστέψουμε, όμως, στην παραπλανητική αξία όσων ηχηρά μας κατακλύζουν, είμαστε χαμένοι. Ας μη συντασσόμαστε, λοιπόν, στη λογική που μας θέλει να συνδιαλεγόμαστε με ό,τι φωνασκεί γύρω μας, γιατί δεν θα πείσουμε αντιπαραθέτοντας μια ακόμη κραυγή. Πιο ηχηρή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η σιωπή. Κάποιοι, λίγοι έστω, θα την προσέξουν και θα διαφοροποιηθούν από τον συρφετό. Η γραφή έχει τη δική της φωνή για όποιον θέλει να ακούσει.


«Ίδια η σκοτεινιά παντού κι ακόμα πιο πολύ μέσα στους δρόμους στις πόλεις των ανθρώπων». Τι εχέγγυα επιζητά το φως για να επισκεφτεί την πόλη, να διατρέξει τους δρόμους της;


Το φως, όπως κι αν το εννοήσουμε, υπάρχει ή απουσιάζει αναλόγως της δικής μας οπτικής. Μέσα στα πιο σκοτεινά τοπία των πόλεων μπορεί να βρεθεί: σε μια μουσική που ακούγεται από ένα υπόγειο, σε ένα ποίημα που γράφεται χωρίς ελπίδα να το δει κανείς, σε μια φωνή διαμαρτυρίας διωκόμενη από τις Αρχές, σε κάθε τι αιρετικό και μοναχικό. Όσο τέτοια σημάδια δεν γίνονται ορατά, τόσο θα καταβυθιζόμαστε σε μια σκοτεινιά που δεν αλλάζει, παρά μόνο για να γίνει ακόμη πιο αδιέξοδη. Οι πόλεις μας μπορούν να είναι και όμορφες.


«Πάνω που καταφέρνω κάπως να συμφιλιωθώ/ μ’ αυτή την άλλη/ διάταξη των πραγμάτων/ ξημερώνει». Πώς αίρεται αυτή η συμφιλίωση; Ποια τα αποτελέσματα αυτής της άρσης;


Η άλλη διάταξη των πραγμάτων είναι η άλλη θέαση μιας πραγματικότητας που δεν στηρίζεται μόνο στο λογικό εποικοδόμημα, αλλά υποψιάζεται στη βάση του τη δύναμη του υποσυνειδήτου. Στα όνειρα γιατί να μην είμαστε αληθινοί, σαν μια άλλη εκδοχή του εαυτού μας που αδιαφορεί για τον ορθολογισμό ως μοναδικό τρόπο θέασης του κόσμου; Συχνά η επαναφορά στη συμβατική δόμηση της ζωής μας (άφευκτη κοινωνική αναγκαιότητα) συνιστά μια ανώμαλη προσγείωση, την οποία ακολουθούμε προκειμένου να συμβιώσουμε ομαλά με τους άλλους. Τι απομένει; Μα, φυσικά η Τέχνη, στην οποία μπορούμε να είμαστε αποδεσμευμένοι από συμβατικότητες.


Ο Γιώργος, ένας επιτελικός, ας μου επιτραπεί ο όρος, ήρωας στο διήγημά σας «Άηχος τόπος» της συλλογής σας Βιωμένος χρόνος (Εκδόσεις ΑΩ) αναλαμβάνει να μυήσει την κεντρική ηρωίδα σας στα μυστήρια του τόπου. Γυρνώντας πίσω στο χρόνο, πώς ξεκίνησε η μύηση στον μυστηριώδη κόσμο της λογοτεχνίας;


Πάντα είναι ενδιαφέρουσα όσο και μοναδική η πορεία μύησης. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον όπου τα βιβλία ήταν περίπου ισότιμα μέλη της οικογένειας, ήμουν πάντα δεμένη μαζί τους σε σχέση εξάρτησης, αν αυτό συνιστά μια μύηση ή αυτομύηση ενδεχομένως. Κάτι που με ακολουθεί ως τώρα. Δεν αποχωρίζομαι ποτέ τα βιβλία μου, λυπάμαι όταν χάνω κάποιο, ανατρέχω συχνά στις σελίδες των παλαιότερων, συνομιλώ μαζί τους. Αυτά ως αναγνώστρια. Άργησα να δω τη λογοτεχνία από την πλευρά της γραφής, πιθανόν γιατί απαιτεί μια ωριμότητα που έρχεται με τον χρόνο.


«Των άλλων τα γραφτά/ πάντα εκεί» λέτε στον Ευτυχισμένο Σίσυφο. Αλήθεια, η ενασχόληση με τα γραπτά των άλλων τι χαρίζει στη Διώνη;


Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την επιρροή των άλλων στα γραφτά μας. Άλλοτε είναι συγκεκριμένες επιδράσεις που οδηγούν σε ενδιαφέρουσες «συνομιλίες» (είτε ως συμπλήρωμα των δικών μας είτε ως μείωση της οίησης που συχνά συνοδεύει τη δημιουργία), άλλοτε είναι αδιόρατες, κάτι σαν μνήμες που δεν ξέρεις ακριβώς την προέλευσή τους, αλλά βρίσκονται αναπάντεχα μέσα σε κάτι που εσύ σκέφτηκες και έγραψες. Τίποτα στην ουσία δεν είναι αποκλειστικά δικό μας. Οι λέξεις, όπως και οι μουσικές, είναι διάχυτες παντού και μας προσκαλούν.


Η επιμέλεια ενός κειμένου, είτε αφορά μια κριτική είτε ένα βιβλίο άλλου συγγραφέα, ποια στάδια διατρέχει; Στο εργαστήρι της φροντίδας ενός κειμένου, τι δεν έχει θέση;


Πρόκειται για δύο διαφορετικές μορφές ενασχόλησης με τα γραφτά των άλλων. Στην επιμέλεια έχεις την ευθύνη να δεις, να προβλέψεις, να διορθώσεις, να επινοήσεις καμιά φορά· συνεργάζεσαι με τον συγγραφέα, προσφέρεις αλλά και κερδίζεις. Η κριτική απαιτεί άλλου είδους συμπόρευση (γιατί στην ουσία αυτό είναι), να ανοίξεις ένα ρήγμα στον δικό σου κόσμο προκειμένου να εισχωρήσει η άλλη θέαση του υπαρκτού, αυτή του συγγραφέα. Και στις δύο περιπτώσεις, στην επιμέλεια και στην κριτική, δεν αρκεί η επιστημονική σκευή περί τη Θεωρία της Λογοτεχνίας –αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι και επαρκής συνθήκη–, χρειάζεται και η συνειδητοποίηση πως η γραφή έχει τόσες μορφές όσες και οι υπηρετούντες αυτή με συνέπεια και υπευθυνότητα. Απομάκρυνση, επομένως, από την οίηση της απόλυτης ορθότητας, την εμμονική προσήλωση σε στερεοτυπικές κατευθύνσεις/οδηγίες.


Έπειτα από 10 βιβλία προσωπικής εργογραφίας και πάμπολλες συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, ποιες οι μνήμες που σας συντροφεύουν σε αυτή τη συγγραφική διαδρομή;


Η αίσθηση πως βγάζω από το συρτάρι μου κάτι που θέλω να το μοιραστώ, αυτό ισχύει για όλα – η γραφή είναι μοίρασμα, δεν είναι ιδιωτική υπόθεση από τη στιγμή που θα φύγει από σένα. Αν, μάλιστα, πρόκειται για συλλογικό έργο, τότε η συνδημιουργία είναι πολύτιμη εμπειρία, καταργώντας εντελώς την οίηση που έλεγα παραπάνω. Με κάθε προσωπικό έργο, φυσικά, δένουν ιδιαίτερες μνήμες που το καθιστούν ιδιαίτερο: η αγωνία αν θα εκδοθεί, η αποδοχή από τους αναγνώστες, οι κριτικές που έλαβε, καθώς και η αίσθηση πως κάτι ακόμη έπρεπε να έχω γράψει αλλά τότε δεν το σκέφτηκα.


«Υπήρχε μια εποχή που νόμιζα πως κάποια πράγματα θα κρατούν για πάντα», λέτε κάπου. Ποιες θύμησες κατακλύζουν ακόμη το σήμερα από εκείνη την εποχή που, ίσως άδοξα, κάποια πράγματα έχασαν το ένδυμα του παντοτινού;


Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, απλώς έχουμε την επιθυμία της διάρκειας ή την ψευδαίσθηση ότι η επιθυμία μας αυτή είναι αρκετή. Στη λογοτεχνία το παραδεχόμαστε αυτό, γι’ αυτό και συχνά η μνήμη καθοδηγεί τη γραφή μας. Πρόσωπα και καταστάσεις επανέρχονται με μικρή, ωστόσο, δόση νοσταλγίας, γιατί επιμένω να αγαπώ το τώρα, με όσα βάρη κι αν έχει πάνω του. Επιθυμώ τη συμφιλίωση με τον χρόνο και τις αλλαγές που φέρνει αναπόφευκτα· άλλωστε θεωρώ προκλητική την ανάγκη προσαρμογής σε νέες συνθήκες, διατηρώντας βέβαια τα όρια ανοχής ζωντανά.


Πώς ξεκίνησε η όμορφη περιπέτεια της Λέσχης Ανάγνωσης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής;


Είναι και αυτή μια συνεργατική διαδικασία. Ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια από κοινού με τη Δήμητρα Καραχάλιου, στη φιλόξενη στέγη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής, στο οίκημα που παραχώρησε ο σπουδαίος ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος, όπου λειτουργεί και το σχετικό Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου. Θέλαμε μια επαφή με το φιλαναγνωστικό κοινό της πόλης μας, με ενδιαφέροντα βιβλία και πάντοτε με την παρουσία των συγγραφέων στις συναντήσεις μας ή των μεταφραστών, αν πρόκειται για ξένη λογοτεχνία. Έγιναν περίπου τριάντα τέτοιες συναντήσεις με συμμετοχή μελών αλλά και φίλων (είμαστε ανοιχτή λέσχη στο κοινό), ως τη στιγμή που η καραντίνα σταμάτησε τη λειτουργία της Λέσχης μας. Είμαστε σε αναμονή της συνέχειας.


«Καθένας και μια θάλασσα προσωπικός πνιγμός». Ζώντας σε χρόνια συλλογικότητας, τι σκέψεις κάνετε για την από δω και στο εξής πορεία μας παρατηρώντας την ατομικότητα που έχει επιβληθεί στον 21ο αιώνα, που την επιτείνει και το ξέσπασμα της πανδημίας;


Η συλλογικότητα πάντα θα υπάρχει ως αναγκαιότητα· τίποτα δεν ολοκληρώνεται μέσα από την απομονωμένη δράση. Ο «προσωπικός πνιγμός» παραμένει η ιδιωτική κατάσταση βίωσης των πραγμάτων και της θέσης μας σε αυτά, και αποδίδεται λογοτεχνικά/ποιητικά με αυτά τα λόγια. Πιστεύω πως ο προσωπικός πνιγμός είναι η απαραίτητη συνθήκη για να λειτουργήσει η συλλογικότητα. Ο καθένας συμμετέχει σε μια κοινή πορεία με τους άλλους φέροντας μέσα του τις προσωπικές του απώλειες, μνήμες, αποτυχίες, κατακρημνίσεις. Διαφορετικά, δεν μπορεί να προσφέρει στην κοινή υπόθεση. Η ατομικότητα, που χαρακτηρίζει την εποχή μας ίσως περισσότερο από παλιά, δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται σκληρά στις τωρινές συνθήκες καραντίνας και εγκλωβισμού. Όμως ένα ισχυρό σοκ καμιά φορά οδηγεί σε αφύπνιση.

 


Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή

Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ Εκδόσεις

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου