Η καταστροφή
Χανς Έριχ Νόσσακ
εισαγωγή-μετάφραση:
Αλέξανδρος Κυπριώτης
εκδόσεις
Σκαρίφημα
Hans Erich Nossack: «Η καταστροφή» (diastixo.gr)
Ως τον σπουδαιότερο Γερμανό
συγγραφέα της μεταπολεμικής περιόδου έχει χαρακτηρίσει ο Ζαν–Πωλ Σαρτρ τον Χανς
Έριχ Νόσσακ. Ενδεχομένως να έχει δίκιο. Μιλώντας για τη γερμανική λογοτεχνία
δεν είναι δυνατόν, ωστόσο, να μη συνεκτιμηθεί μαζί με την αξία της γραφής και
το ιδεολογικό υπόστρωμα που χρωματίζει (περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς) τη
μυθοπλασία ή τις προσωπικές καταγραφές από τα χρόνια του πολέμου. Στις
μεταπολεμικές γραφές των Γερμανών συγγραφέων τόσο η έννοια της συλλογικής
ευθύνης όσο και αυτή της συνακόλουθης ενοχής, δεν είναι εύκολο να ανιχνευθεί –
κάτι φυσικό εν μέρει, καθώς οι κοινωνίες δεν νοούνται ως αριθμητικά συλλήβδην
σύνολα. Ας δούμε, όμως, και τον αντίλογο εκφρασμένο από τον Jean Améry (Hans
Maier): […] δικαιούμαι να πω ότι στη δική
μου συνείδηση τα εγκλήματα του καθεστώτος αποτυπώθηκαν ως συλλογικές πράξεις
του έθνους. […] Όλοι τους θεωρούσαν
ότι τα πάντα λειτουργούσαν με απόλυτη τάξη, και βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως
αν εκείνη την εποχή, το 1943, καλούνταν να προσέλθουν στις κάλπες θα
υπερψήφιζαν τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του. (Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση,
Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη). Κυρίως στη (σύντομη σε διάρκεια)
«Γενιά των Ερειπίων» εντοπίζεται η χαμηλόφωνη θλίψη, η απογοήτευση, μια όψιμη
στηλίτευση της φασιστικής ιδεολογίας, μια υπόκωφη ενοχική συνείδηση στους ήρωές
τους που απηχεί εν πολλοίς τον εκάστοτε γράφοντα. Στους πλέον ικανούς αλλά και
τολμηρούς στην αντιμετώπιση της τραγικής πραγματικότητας βρίσκουμε τα σύμβολα,
πάντοτε αποτελεσματικά να προσφέρουν τα πολυδύναμα σημαινόμενά τους στους
προσεκτικούς αναγνώστες. Κι όμως, ελάχιστες οι αναφορές στους βομβαρδισμούς από
τις συμμαχικές δυνάμεις (400.000 πτήσεις από αεροσκάφη της Βασιλικής Πολεμικής
Αεροπορίας της Μεγάλης Βρετανίας με ένα εκατομμύριο τόνους βόμβες), που
ισοπέδωσαν πόλεις, αφάνισαν ανθρώπους (600.000 οι άμαχοι που έχασαν τη ζωή τους
και επτάμισι εκατομμύρια οι άστεγοι) και περιουσίες (τριάμισι εκατομμύρια
κατεστραμμένες κατοικίες), αφήνοντας βαθύ τραύμα, υποκρυπτόμενο κάτω από μια υποσυνείδητη
άμυνα ή από μια επιλεκτική λήθη. Ο W.G. Sebald επισημαίνει μιλώντας για τη μεταπολεμική
γερμανική λογοτεχνία: Είναι συγκλονιστικό
να διαπιστώνεις εκ των υστέρων την ανεπάρκεια που διακρίνει την αισθητική και
την ηθική της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας ως τα μέσα της δεκαετίας του
εξήντα. Το διττό έλλειμμα των κειμένων εκείνης της εποχής, απ’ όπου απουσιάζει
κάθε προσπάθεια να αρθρωθεί ένας νέος λόγος και να τεθούν τα κατάλληλα
ερωτήματα σε ό,τι αφορά το παρελθόν. (από το Επίμετρο του βιβλίου του Jean
Améry: Πέρα από την ενοχή και την
εξιλέωση, Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη). Ο Sebald πάλι, στη δική
του Φυσική ιστορία της καταστροφής (εκδόσεις
Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη) θα στιγματίσει την αφωνία, την
έλλειψη σχολιασμού της καταστροφής επισημαίνοντας την πρόκληση που αναδύθηκε ως
αντιπαράθεση: Η αντίθετη πλευρά της
πρωτοφανούς αυτής απάθειας ήταν η διακήρυξη της εθνικής παλιγγενεσίας, ο τυφλός
ηρωισμός όλων όσοι έσπευδαν να καταπιαστούν με την ανάπλαση και την εκκαθάριση
των δημόσιων χώρων. […] συνυπήρχαν η
μεμψιμοιρία, η φτηνή αυτοδικαιολόγηση, το αίσθημα της πληγωμένης αθωότητας και
το πείσμα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Χανς Έριχ Νόσσακ καταγράφει την προσωπική του μαρτυρία από την καταστροφή του Αμβούργου (μια πορεία μέσα σε μια νεκρή πόλη) το καλοκαίρι του 1943. Κείμενο που γράφτηκε τρεις μήνες μετά το γεγονός, όμως συμπεριλήφθηκε σε συλλογή πεζογραφικών του κειμένων μόλις το 1948. Στην ουσία πρόκειται για μια ιδιόμορφη ομολογία, καθώς ο Νόσσακ, σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονους με αυτόν συγγραφείς, νιώθει πως η μοίρα της πόλης του απηχεί και τη δική του μοίρα· έτσι, αισθάνεται την προσωπική του ευθύνη να μιλήσει: Για μένα η πόλη καταστράφηκε συνολικά, και ο δικός μου ο κίνδυνος, παρακολουθώντας και γνωρίζοντας, έγκειτο στο να με καταβάλει ο πόνος της συλλογικής μοίρας. Νιώθω ότι μου έχει ανατεθεί να δώσω λογαριασμό γι’ αυτό. (σ. 24). Θα παρουσιάσει σ’ αυτό το σύντομο αφήγημα/μαρτυρία όλη τη διαδικασία της ανηλεούς καταστροφής της πόλης και των ανθρώπων, από τον ήχο των βομβαρδισμών, τον θόρυβο που έκανε όλα τα λόγια ψεύδη και τις λέξεις τις τσαλαπατούσε ανυπεράσπιστες (σ.34), ως την ψυχολογία του ανθρώπου που από τη μια στιγμή στην άλλη χάνοντας τα πάντα έγινε πρόσφυγας στην ίδια του τη πατρίδα μην ξέροντας πώς να αντιμετωπίσει όσους στάθηκαν πιο τυχεροί, γιατί το κακό από τύχη δεν τους άγγιξε: Εμείς χάσαμε τα πάντα, δώστε μας λοιπόν τώρα τα μισά απ’ τα δικά σας! (σ. 48). Με τη γραφή του να αγγίζει πότε το ρεαλιστικό πεδίο και πότε να καταφεύγει στο φαντασιακό (γνωστός ο παρηγορητικός ρόλος του παραμυθιού), αποδίδει την υλική καταστροφή αλλά και την ψυχική ισοπέδωση. Η άβυσσος ήταν πολύ κοντά μας, ναι, ίσως από κάτω μας, κι εμείς απλώς την περνούσαμε αιωρούμενοι από πάνω της λόγω κάποιας χάρης. Το μοναδικό πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να μην φωνασκούμε και να μην έχουμε υπερβολικό βάρος. Μόνο ένας από εμάς να είχε αρχίσει να φωνάζει, και θα είχαμε χαθεί όλοι. (σ. 61).
Η Καταστροφή του Νόσσακ διαβάζεται με τη δυσκολία που έχουν όλα τα
αληθινά κείμενα, αυτά που υπερβαίνουν τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά και
αποτελούν προσωπικές επώδυνες καταθέσεις. Κι αν αυθόρμητα έρθει στη σκέψη μας η
έννοια μιας αυτονόητης δικαιοσύνης για όσα δεινά προξένησε η γερμανική λαίλαπα
(με την πολιτική ευθύνη να μοιράζεται αναλογικά στο κομμάτι της εξουσίας αλλά
και σ’ αυτό του λαού που στήριξε με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη ναζιστική
ιδεολογία), μας αποστομώνει ο Νόσσακ,
όταν θυμάται τα λόγια του Οδυσσέα (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία χ, στ. 411-412,
μτφρ. Ιωάννη Κακριδή), που απαγόρεψε στη
γριά τροφό να δείχνει χαρά για τον θάνατο των μνηστήρων: Χάρου από μέσα σου,
γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις/δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε
σκοτωμένους. (σ.37).
Η μετάφραση είναι του
έμπειρου Αλέξανδρου Κυπριώτη, ο οποίος γράφει και την Εισαγωγή αλλά και τις υποσελίδιες
σημειώσεις. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με επιλογικό κείμενο του λογοτέχνη και
κριτικού Ζίγκφριντ Λεντς, ο οποίος εύστοχα χαρακτηρίζει τον Νόσσακ όχι μόνον ψιθυριστή του συλλογικού αλλά
πηγαίνοντας ακόμη βαθύτερα βλέπει στη γραφή του ένα είδος αρχαιολογίας της συνείδησης, προσφέροντας την ισοπεδωτική αλήθεια του ατόμου, δένοντας
έτσι το συλλογικό με το ατομικό σε αδιάσπαστη ενότητα. Από τις εκδόσεις
Σκαρίφημα, που χαρίζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρουσες γραφές.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου