Συνέντευξη
της Διώνης Δημητριάδου
στην Ελένη Γκίκα
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/dioni-dimitriadoy/)
«Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι, δεν θα γραφόταν τίποτα»
«Εμείς έχουμε προδώσει τον εαυτό μας και όσα ελπίσαμε. Μια
σειρά από διαψεύσεις σε κάθε επίπεδο. Ποτέ δεν φταίνε οι εποχές. Εμείς
φτιάχνουμε το περιβάλλον μας και τις συνθήκες του. Θα ήθελα αλώβητη να είναι η
ελπίδα, αλλά φοβάμαι πως θα ακουστώ ανεδαφική».
Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, δοκιμιογράφος, πεζογράφος και
κριτικός είναι μια από τις πιο δυνατές φωνές της εποχής. «Ο Ευτυχισμένος
Σίσυφος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΩ επαναφέρει τη διαχρονική
τραγωδία του ανθρώπου φωτίζοντας λίγο παραπάνω τον άνθρωπο της εποχής, οι
οξυδερκείς κριτικές της ανατέμνουν την καινούργια εκδοτική παραγωγή, τα βραβεία
Ζαν Μωρεάς είχαν την κριτική ματιά της, γνωρίζει το διαδίκτυο και πάνω απ’ όλα
την αφορούν τα όσα γίνονται, φλέγεται για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι το κέντρο
της δικής της ποιητικής. Στη συνέντευξή μας στον Φιλελεύθερο μιλήσαμε για την
ποίησή της και για την ποίηση, για τον δικό της Σίσυφο και για τον Καμύ, για
την κρίση, την εποχή, το διαδίκτυο, την απάθεια, την ελπίδα, τους κόμπους, την
ενοχή. Με αποδοχή:
«Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι δεν θα γραφόταν τίποτα. Έχω
την εντύπωση πως όλοι λίγο ως πολύ επιστρέφουμε στις εμμονές μας, φανερές ή μη.
Κάθε γραφή είναι μια επιμέρους απάντηση στα ίδια ερωτήματα που έρχονται ξανά
και ξανά.» Θα μας πει.
– Κυρία Δημητριάδου, να ξεκινήσουμε από την σημειολογία του
τίτλου: «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος», πολλά δεν ζητάμε από τον σύγχρονο Σίσυφο; Και
εμείς και ο Καμύ;
Σωστά αναφέρεστε στον Αλμπέρ Καμύ, καθόσον είναι στην ουσία
δικός του ο τίτλος. Στο έργο του «Ο μύθος του Σίσυφου – δοκίμιο πάνω στο
Παράλογο» πραγματεύεται τα όρια της ανθρώπινης ευτυχίας καταλήγοντας: «Θα
πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Δεν ξέρω ειλικρινά αν ζητάμε
πολλά από τον σύγχρονο άνθρωπο. Θα ήθελα να πιστεύω πως είμαστε ικανοί για πολύ
περισσότερα από τη διεκδίκηση της ελευθερίας μας· γιατί αυτό δηλώνεται με το
οξύμωρο του τίτλου. Ο Σίσυφος, καταδικασμένος από τους Θεούς και τη Μοίρα
αιωνίως να φέρει το άχθος του βράχου σε μια μάταιη πορεία, κατακτά την
προσωπική του ευτυχία όταν συνειδητοποιεί το «πλεονέκτημά» του: την απόλυτη
επίγνωση του δράματος που τον αφορά. Από τη στιγμή αυτή καθίσταται ο ίδιος
διαχειριστής της ζωής του, όσο κι αν ακούγεται αυτό παράδοξο λόγω των συνθηκών.
– Είναι ο σύγχρονος άνθρωπος «ευτυχισμένος Σίσυφος»;
Φοβάμαι πως ούτε ευτυχισμένος είναι ούτε Σίσυφος. Ευτυχής
δεν είναι, διότι η ζωή αποδεικνύεται πολύ σκληρή για τον ταπεινωμένο άνθρωπο.
Οι αντίξοες συνθήκες που καθορίζουν την οικονομική πραγματικότητα, η πολιτική
αναξιοπιστία, ο χαλαρός κοινωνικός ιστός – όλα αυτά πέφτουν βαριά πάνω στους
ώμους του. Αλλά ούτε Σίσυφος είναι, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που δίνουμε
στο εμβληματικό αυτό όνομα. Δεν
συνειδητοποιεί τη θέση του στον κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται, στον βαθμό που θα
έπρεπε, το σκηνικό μέσα στο οποίο εντάσσεται. Έτσι καταλήγει να βαυκαλίζεται
ότι είναι αυτόνομος, ενώ το αυτεξούσιό του καταργείται. Ο Σίσυφος προϋποθέτει
την αυτοσυνειδησία, προκειμένου να κερδηθεί η ιδιόμορφη «ευτυχία» του.
– Από «Το εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου» και «Το ατελιέ»
ως τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», κυρία Δημητριάδου, τι έχει αλλάξει στη γραφή σας,
στη ζωή σας, στη ζωή μας;
Διαρκώς αλλάζουμε, εξελισσόμαστε – αλίμονο αν δεν ίσχυε αυτή
η δημιουργική συνθήκη στη ζωή μας. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τη γραφή.
Ωριμάζουμε, βλέπουμε αλλιώς τη θέση μας στον κόσμο που μας περιβάλλει, ο οποίος
επίσης αλλάζει διαρκώς. Θαρρώ πως αυτά που γράφω τώρα δεν θα μπορούσα να τα έχω
γράψει νωρίτερα. Ίσως είναι πιο σκούρα στα χρώματά τους ανταποκρινόμενα σε μια
σκοτεινιά ολοένα αυξανόμενη. Το έσω και το έξω τοπίο είναι πιο βαρύ.
– Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να γίνει ποίημά σας; Μια
ιστορία, ιστορία σας; Ένας ήρωας, ήρωάς σας;
Ίσως αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη, που μετατρέπει μια εικόνα ή
μια μνήμη σε θέμα ενός ποιήματος ή μιας ιστορίας, να είναι κάτι απροσδιόριστο
μα δυνατό, ή ακόμη κάτι που περνά απαρατήρητο από κάποιον άλλον, όμως ικανό να
διεγείρει το ενδιαφέρον (κάποιοι το λένε έμπνευση) κι έτσι να δημιουργηθεί η
νέα πραγματικότητα – αυτό είναι το έργο, κάτι που γεννιέται και παίρνει τη θέση
του εκεί που δεν υπήρχε πριν τίποτα.
– Το ποίημα έρχεται προς εμάς ή είμαστε εμείς απολύτως οι
δημιουργοί;
Πιστεύω πως το ποίημα έρχεται προς εμάς. Μας συναντά
αιφνιδιαστικά και απρόσμενα και μας κατακτά. Άλλωστε, από τη στιγμή της
δημιουργίας του και μετά, δεν ανήκει πλέον ούτε στον δημιουργό του. Ανοίγεται
ελεύθερο σε ερμηνείες και οικειοποιήσεις
από τον αποδέκτη του· γι’ αυτό και οι πολλαπλές ‘αναγνώσεις’, οι πολλές
και διαφορετικές ερμηνείες. Ο κάθε αναγνώστης εισχωρεί με τον δικό του τρόπο
μέσα στο ποίημα και αναγνωρίζει δικά του πράγματα, που συχνά καμία απολύτως
σχέση δεν έχουν με την αρχική αφορμή στο μυαλό του δημιουργού. Αυτό που είχε αποκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις
«θνητή αφορμή».
– Οι σκληρές εποχές είναι σπλαχνικές εποχές όσον αφορά την
ποίηση;
Μπορεί να είναι σπλαχνικές προς τον δημιουργό, γιατί τον
προκαλούν να εκφραστεί. Γνωστό άλλωστε πως η ποίηση γράφεται μέσα από σκληρές
καταστάσεις. Η χαρά δεν έχει την ανάγκη της αποτύπωσης στον λόγο. Η αληθινή
ποίηση πατά πάνω στο συσσωρευμένο πάθος. Είναι διαφορετική, ωστόσο, η αποδοχή
και η καταξίωση της ποίησης σε σκληρές εποχές. Το ευρύ αναγνωστικό κοινό δεν
προτιμά έτσι κι αλλιώς την ποίηση. Ο ποιητής είναι μοναχικός από τη φύση του,
καταλήγει όμως και μόνος μέσα στο πλήθος που τον αγνοεί.
– Διαβάζετε απαιτητικά και ασταμάτητα, κι είστε αφάνταστα
γενναιόδωρη με τους νέους ποιητές και συγγραφείς.
Ναι, το διάβασμα είναι δεύτερη φύση για μένα. Διαβάζω πολύ αλλά επιλεκτικά. Και γράφω πολύ για τα γραπτά των
άλλων σε κριτικές που δημοσιεύονται. Οι νέοι ποιητές και πεζογράφοι με
ενδιαφέρουν πολύ. Είναι το νέο αίμα και αξίζει να το εξετάσουμε. Δεν είναι
πάντα καλά αυτά που γράφονται αλλά θέλω
να τα γνωρίσω σαν μια αποτύπωση της εποχής μας. Και σε τελευταία ανάλυση, δεν
αξίζει να μιλήσει κάποιος για μια καλή γραφή που συναντά στις αναγνώσεις του;
– Είμαστε ό,τι διαβάσαμε ή ό,τι ζήσαμε;
Πιστεύω πως ο συγγραφέας αντλεί από τα διαβάσματά του, τις
εμπειρίες της ζωής του, και την παρατήρηση. Δεν υποστηρίζω την απομόνωση του
δημιουργού, δεν μου αρέσει η ‘ιδιωτική οδός’ που κάποιοι θεωρούν απαραίτητη για
να γράψουν αποκλείοντας τους άλλους από τον περίκλειστο χώρο τους. Είμαστε
κοινωνικοί και ως δημιουργοί – άλλο ζήτημα, φυσικά, η μοναξιά την ώρα της
γραφής· τότε είμαστε μόνοι μας. Όλα τα παραπάνω συνιστούν τον ιδεολογικό κόσμο,
από τον οποίο αντλούμε και γράφουμε.
– Αν σας ζητούσαμε να μας μιλήσετε για την καινούργια
εκδοτική παραγωγή;
Πλούσια σε αριθμό εκδόσεων, γεγονός που προκαλεί έκπληξη εν
καιρώ κρίσης. Κάποιος αισιόδοξος θα πει πως η αλλαγή των εποχών και η μετάβαση
από την κρίση στην ανάκαμψη δίνει τα πρώτα της σημάδια στον πνευματικό χώρο.
Μπορεί να είναι κι έτσι. Να πούμε όμως ότι το πλήθος δεν συνάδει πάντα με την
ποιότητα. Αυτό με προβληματίζει. Ίσως θα έπρεπε οι εκδότες να είναι πιο αυστηροί
στις επιλογές τους.
– Υπάρχει ποίηση της κρίσης; Λογοτεχνία της κρίσης;
Λογοτεχνία που γράφεται εν καιρώ κρίσης οπωσδήποτε υπάρχει
και είναι συχνά ενδιαφέρουσα, καθώς φέρει μέσα της, όποιο κι αν είναι το θέμα
της, την αίσθηση της απόγνωσης που κυριαρχεί γύρω μας και
επηρεάζει αναπόφευκτα τον συγγραφέα. Άλλο πράγμα όμως είναι η λογοτεχνία που
γράφεται με θέμα αυτή την ίδια την κρίση. Τα ποιήματα ή και τα διηγήματα
αποτυπώνουν εικόνες/αποσπάσματα της πραγματικότητας. Ένα μυθιστόρημα, όμως, πώς
να γραφεί, όταν απαιτείται η απόσταση από τα σύγχρονα γεγονότα; Πώς να μπορέσει
ο συγγραφέας, που αποτελεί κομμάτι του σήμερα, να μιλήσει αποστασιοποιημένος
από αυτό;
– Ποίηση του διαδικτύου; Λογοτεχνία του διαδικτύου;
Το διαδίκτυο προσφέρει την ευκαιρία της κοινοποίησης των
ποιημάτων σε ευρεία κλίμακα. Ταυτόχρονα όμως επιτρέπει σε πολλά ανούσια και
θλιβερά να δουν το φως της δημοσιότητας. Κακό αυτό, διότι δημιουργούνται
παραπλανητικά κριτήρια για την ουσία της ποίησης.
– Έχετε επισημάνει δικές σας εμμονές γραφής; Θέματα που σας
βασανίζουν, κόμπους που προσπαθείτε να λύσετε…
Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι, όπως εύστοχα είπατε, δεν θα
γραφόταν τίποτα. Έχω την εντύπωση πως όλοι λίγο ως πολύ επιστρέφουμε στις
εμμονές μας, φανερές ή μη. Κάθε γραφή είναι μια επιμέρους απάντηση στα ίδια
ερωτήματα που έρχονται ξανά και ξανά.
– Υπάρχουν κείμενα στα οποία καταφεύγετε όταν ζητάτε
παρηγοριά;
Πολλά αγαπημένα. Και μάλιστα αγαπώ να τα διαβάζω δυνατά για
να ακούω τη νέα αναγνωστική τους εκδοχή. Γιατί κι αυτά μεγαλώνουν μαζί μας. Δεν
επιστρέφω, ωστόσο, ποτέ στα δικά μου γραπτά.
– «Γιατί το θαύμα γδέρνει», κυρία Δημητριάδου;
Πώς αλλιώς να προσεγγίσεις το ‘θαύμα’, το οποίο είναι ορατό
μόνο σε ελάχιστους εκλεκτούς; Όλα δίνονται με το ανάλογο τίμημα. Σε γδέρνει με
το κοφτερό του λεπίδι, σε σκοτώνει για να ξαναγεννηθείς. Και δεν εννοώ καθόλου
ένα θαύμα σε θρησκευτικά πλαίσια – αυτό έτσι κι αλλιώς είναι υπόθεση πίστης.
Περισσότερο ψάχνω τα πιο απτά θαύματα που είναι γύρω μας αλλά δεν είμαστε
ικανοί να τα δούμε. Και το ποίημα ένα θαύμα είναι.
– Η ποίηση σήμερα; Παρηγορητική; Επαναστατική;
Προστατευτική; Τρόπος έκφρασης;
Ιαματική, θα έλεγα. Αρωγός της ψυχής του ποιητή αρχικά,
κατόπιν ιαματική για τον αποδέκτη. Πάντα έτσι ήταν κι εξακολουθεί να είναι.
Ακόμα κι αν το θαύμα της ποίησης κάνει μόνο για λίγο να μη νιώθεται η πληγή,
κατά τον Καβάφη.
– Τι έχει αλήθεια η εποχή μας που δεν το είχε καμία άλλη
εποχή;
Βλέπω περισσότερη απάθεια απέναντι στα υπαρκτά προβλήματα,
περισσότερη ανοχή στη διαφθορά των συνειδήσεων. Σαν να τα έχουμε τόσο
ενστερνισθεί ως πραγματικότητα που δεν μπορούμε να διανοηθούμε έστω τη
διαμαρτυρία μας, αν όχι τη σθεναρή μας αντίσταση.
– Κυρία Δημητριάδου, αισθάνεστε να μας έχει κάπως προδώσει
αυτή εδώ η εποχή; Υπάρχει κάτι που παραμένει αλώβητο;
Εμείς έχουμε προδώσει τον εαυτό μας και όσα ελπίσαμε. Μια
σειρά από διαψεύσεις σε κάθε επίπεδο. Ποτέ δεν φταίνε οι εποχές. Εμείς
φτιάχνουμε το περιβάλλον μας και τις συνθήκες του. Θα ήθελα αλώβητη να είναι η
ελπίδα, αλλά φοβάμαι πως θα ακουστώ ανεδαφική.
Η πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Φιλελεύθερος (3Ιουνίου
2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου