14η Ιουλίου
Éric Vuillard
μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/14-iouliou/
τα παιδιά του
Διαφωτισμού
Πρέπει να γράφουμε γι’
αυτά που αγνοούμε. Και κατά βάθος αγνοούμε τι συνέβη στις 14 Ιουλίου.
Ποιος είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας; Ποια είναι η
δύναμη εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στις βίαιες ρήξεις – με τη γνώση ότι ως
βίαιη ρήξη ορίζεται η επανάσταση, η μεταπήδηση από τη μια μορφή του κόσμου στην
άλλη; Το ιδεολογικό υπόστρωμα των συνειδήσεων επιλέγει πότε ως μοχλό της
ιστορίας τη σαρωτική και ανατρεπτική δύναμη της μάζας και πότε την ηγετική
φυσιογνωμία που καθίσταται (λόγω συνθηκών αλλά και λόγω ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών) ικανή να τεθεί επικεφαλής και να καθοδηγήσει τη μάζα προς ένα
νέο ορίζοντα. Δύσκολο να αποφασισθεί προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα, κάθε φορά
που η εποχή κυοφορεί και γεννά το νέο της πρόσωπο. Αν μιλάμε, ωστόσο, για την επίσημη εκδοχή της
ιστορίας, αυτή που διδάσκεται στα σχολεία, καταγράφεται στις εγκυκλοπαίδειες
και αποτελεί το πρόσωπο του έθνους όπως
ενσωματώνεται στη συνείδηση των μελών του, τότε συναντούμε μονάχα επιφανείς ηγετικές
προσωπικότητες, ενώ το πλήθος των ανθρώπων που ώθησαν το όχημα της ιστορίας
(άχθος βαρύ) περιέρχεται στην πλήρη αφάνεια ή συλλήβδην σχολιάζεται ως λαός. Κι όμως! Χωρίς τους ανώνυμους
αχθοφόρους της ζωής, τίποτα δεν θα ήταν ικανός να κάνει ο πιο ευφυής και
χαρισματικός ηγέτης. Σύμφωνα με τη διαλεκτική του Χέγκελ ο ηγέτης είναι εκείνος
που αντιλαμβάνεται τους κραδασμούς του κοινωνικού σώματος και αποκαλύπτει στην
εποχή του ποια είναι η θέλησή της. Η εποχή δημιουργεί τις συνθήκες και επωάζει
το καινούργιο πρόσωπο της κοινωνίας. Ο ηγέτης αναλαμβάνει να μιλήσει γι’ αυτή τη θέληση.
Ο Éric Vuillard με το αφήγημά του «14η Ιουλίου» στρέφει
τον φακό του, σε μια κινηματογραφική εκδοχή της λογοτεχνικής γραφής καρέ καρέ, προς
τα πλήθη που ξεσηκώθηκαν στο Παρίσι εκείνη τη μακρά νύχτα της 13ης
Ιουλίου για να ξημερώσει η ανατρεπτική 14η. Μιλά γι’ αυτούς που
αξίζει έστω και μέσα σε ένα λογοτεχνικό αφήγημα, έστω και μόνον για μια φορά,
να αποκτήσουν όνομα και ιδιότητα και να ξεχωρίσουν ως οντότητες. Στο αφήγημα
αυτό δεν υπάρχουν επώνυμοι σε κύριους ρόλους, η ιστορία γυρίζει στις πίσω
σελίδες, τις λησμονημένες, για να αποτίσει φόρο τιμής στους πραγματικούς
πρωταγωνιστές των γεγονότων.
Έβλεπες παντού να
περιφέρεται ένα παράξενο πλήθος που είχε οπλιστεί όπως μπορούσε. Ιδού λοιπόν τα
παιδιά του Διαφωτισμού να πηγαινοέρχονται στις γειτονιές, οπλισμένα με μουσκέτα
και λόγχες, αλλά και με κουμπούρια που πυροδοτούνται με φιτίλι και με
εμπροσθογεμή τρομπόνια. Δεν έχουν ιδέα πώς να τα χρησιμοποιήσουν, είναι αντίκες
της εποχής του Φραγκίσκου Α΄. Άλλοι κραδαίνουν τσεκούρια, σκουριασμένα
μαχαίρια, σουγιάδες της συμφοράς. Είναι ευτυχισμένοι και παρελαύνουν κάτω απ’
το φως ενός λαμπρού ήλιου.
Όταν οι πνευματικοί ηγέτες του κινήματος του Διαφωτισμού
οραματίστηκαν την αλλαγή της κοινωνίας, οι περισσότεροι αποστασιοποιημένοι από
τις αληθινές συνθήκες ζωής των πιο καταπιεσμένων ανθρώπων του λαού, στην ουσία
αυτούς είχαν μέσα στη σκέψη τους ως κινητήρια δύναμη που θα ενσάρκωνε τις
θεωρίες τους· μόνο που δεν το ήξεραν ακόμη. Έπρεπε να ωριμάσουν οι συνθήκες στη
γαλλική κοινωνία, προκειμένου ο λαός να αποδείξει στην πράξη τις θεωρητικές
κατασκευές. Έτσι όμως γίνεται πάντοτε. Ας σκεφθούμε πώς θα ένιωθε ο επιφανής
του νεοελληνικού διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής, όταν από το μπαλκόνι του έβλεπε
τα πλήθη των εξεγερμένων καθώς κατευθύνονταν στη Βαστίλλη, που θα έπεφτε σε
λίγο.
Ο Vuillard, χωρίς να είναι ιστορικός, έψαξε το αρχειακό
υλικό της 14ης Ιουλίου, μελέτησε περίπου χίλια ονόματα πολιτών που
πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, διέσωσε στο αφήγημά του τα ονόματα πολλών από αυτούς, τα επαγγέλματά τους , την
οικογενειακή τους κατάσταση, αποτύπωσε τη συλλογική συνείδηση μέσα από το
συλλογικό υποκείμενο. Τοποθέτησε τον Φρανσουά Ρουσό, που άναβε τους φανοστάτες
στους δρόμους του Παρισιού, δίπλα στον φιλόσοφο του Διαφωτισμού με το ίδιο επώνυμο. Έδωσε ίση αξία στους
πολύφερνους διανοούμενους και στους απλούς ανθρώπους των πιο ταπεινών
επαγγελμάτων. Κανείς δεν ξέρει από τι
είναι φτιαγμένη η ελευθερία, με ποιο τρόπο κατακτιέται η ισότητα, θα
γράψει. Κανείς δεν είναι ο κάτοχος της απόλυτης γνώσης αν δεν δοκιμαστούν στην
πράξη οι θεωρίες και τα τσιτάτα. Θα στιγματίσει τους αντιπροσώπους του λαού,
τόσο ανέτοιμους να τον καθοδηγήσουν, συσκοτισμένη έχοντας την κρίση τους:
Και μπορεί μάλιστα να
μην ακούει αυτά που του λένε, όπως πολλοί άλλοι εκπρόσωποι του λαού μετά απ’
αυτόν, δεν ακούει, δεν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς θέλει αυτό το πλήθος, δεν
ακούει όσα του λένε ουρλιάζοντας, γιατί έχει ήδη άποψη, συμφέροντα, θέσεις.
Στο πρόσωπο του χωριατόπαιδου Ζαν Ροσινιόλ, θα δείξει τη
σταδιακή συνειδητοποίηση του αμέτοχου αρχικά και αδιάφορου θαμώνα των
κρασοπουλειών και τη μεταμόρφωσή του σε ένθερμο επαναστάτη και κατόπιν σε
στρατηγό επί Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, για να καταλήξει θρύλος στο στόμα των πολυλογάδων που πλάθουν
ιστορίες – ένα λαϊκός ήρωας. Θα ξεχωρίσει και κάποιους που η δράση τους,
όσο κι αν φαίνεται μηδαμινή, αποδείχθηκε κορυφαία. Τέτοια είναι η περίπτωση του
Ριμποκούρ, που έτρεξε να βρει σανίδες από τον ξυλουργό για να γεφυρωθεί το
χάσμα, να περάσουν οι στασιαστές απέναντι, να διαβούν την τάφρο. Όλη η δράση
σταματά ώσπου να επιστρέψει ο Ριμποκούρ, που αναδεικνύεται ξαφνικά σε κομβικό
πρόσωπο των γεγονότων.
Με τον τρόπο του ο Vuillard γράφει μια λογοτεχνία με την
αίγλη της μυθοπλασίας (παθιασμένη γραφή που υπηρετείται άψογα από τη μετάφραση
του Μανώλη Πιμπλή) αλλά που πιο κοντά βρίσκεται στα πραγματικά γεγονότα παρά σε
μια μυθοπλαστική κατασκευή γεννημένη από τη φαντασία ενός μυθιστοριογράφου.
Έτσι μοιάζει να βάζει στο τραπέζι της συζήτησης το ερώτημα για τη φύση της
λογοτεχνίας. Οι ανθρώπινες καταστάσεις –πόσω μάλλον σε περιόδους κρίσης και
ανατροπών– αποτελούν το πιο βαρύ υλικό στα χέρια ικανών γραφιάδων, που σωστά
ονομάζουν, όπως ο Vuillard, το έργο τους αφήγημα. Ο ίδιος επιχειρεί μια
διαφορετική καταγραφή της πολυδιαβασμένης πτώσης της Βαστίλλης βασισμένος στη
θεωρία πως την ιστορία τη γράφει ο λαός· όπως το λέει με τα δικά του λόγια:
[…] πρέπει επιτέλους
να αγνοήσουμε κάθε πηγή, ν’ αφήσουμε κατά μέρος τη λογιοσύνη, ν’ απαρνηθούμε τ’
αρχεία, να κάνουμε άλμα στο κενό και να πέσουμε στο μεγάλο καζάνι των ανωνύμων.
Είναι η ιστορία ενός πλήθους, η ιστορία μιας πόλης, η
αληθινή ιστορία μιας εξέγερσης.
Στις 14 Ιουλίου 1789 τη
Βαστίλλη την πολιορκεί το Παρίσι.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου