Γιάννης Ξανθούλης
Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα
Εκδόσεις Διόπτρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Γιάννης Ξανθούλης: «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα
Έχει πάντοτε ενδιαφέρον η λογοτεχνική αποτύπωση
κοινωνικών καταστάσεων μέσα από τη λυτρωτική λειτουργία του χιούμορ. Η
αποδόμηση συχνά στερεοτυπικών αντιλήψεων, η απομυθοποίηση, με τη σειρά της,
απέναντι σε ό,τι φαντάζει δύσκολο στην αντιμετώπισή του, ακόμη και με την
ελευθερία που παρέχει η συγγραφική ευελιξία, συνιστούν δύο «εργαλεία», με τα
οποία ο συγγραφέας διευκολύνει την αναγνωστική πρόσληψη να εισχωρήσει τόσο σε
καθημερινές όσο και σε ξεχωριστές συνθήκες ζωής, χωρίς το βάρος της θλίψης που
γεννά μια ζοφερή πραγματικότητα, ενθαρρύνοντας μια πιο ομαλή και απρόσκοπτη
διαμάχη με τις αντιξοότητες. Το χιούμορ,
αναποδογυρίζοντας καμιά φορά το πραγματικό τοπίο, αναδεικνύει μια διαφορετική
όψη της ζωής, χωρίς την επίπλαστη σοβαρότητα. Θα λέγαμε μάλιστα πως όσο
μεγαλύτερες οι δυσκολίες, τόσο πιο αποτελεσματική η αρωγή του.
Προσωπικά θεωρώ πως ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά
η χρήση του χιούμορ, όταν εστιάσουμε στον γράφοντα και όχι στον αποδέκτη. Είναι
τότε που ανακαλύπτουμε πόση απόγνωση για όσα μας περιτριγυρίζουν κρύβεται πίσω
από τη διακωμώδηση, πώς ξορκίζεται η παντελής έλλειψη χειροπιαστής ελπίδας από
την ανατροπή των δεδομένων του καιρού μας. Με άλλα λόγια, και ο συγγραφέας
αυτοκαθαίρεται από ό,τι τον απελπίζει.
Η περίπτωση του Γιάννη Ξανθούλη είναι η συνισταμένη
αυτών των δύο συνιστωσών: από τη μια η διάθεση να δώσει την άλλη όψη του
τραγικού, δηλαδή το κωμικό, με τη βαθιά επίγνωση της αλληλοτροφοδότησης,
προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητός ο ζόφος, και από την άλλη η δική του
ζωτική ανανέωση, μέσα από την καταβύθιση του
στην τραγικότητα, προκειμένου να αναδυθεί με τρόπαιο το θαυματουργό
γέλιο. Και, φυσικά, με τη βαθιά συνειδητοποίηση της σοβαρότητας του κωμικού
στοιχείου.
Η οικογένεια Γαργάρα, φτωχή οικονομικά και πνευματικά,
δεσπόζει στη νέα του ιστορία, στην κωμόπολη Ροδόσταμη της Ανατολικής Μακεδονίας,
με τις πολλές θαυματουργές τριανταφυλλιές από ένα σπάνιο είδος, φερμένο από την
Περσία. Μια οικογένεια που ισορροπεί ανάμεσα στην ανηθικότητα και στο όνειρο,
ακόμα και αν πρόκειται για φαντασίωση. Από τη μια ο πατέρας, ο «μασίστας»
Ηρακλής και ο μεγάλος γιος, ο Σούλης, ισχυρά αντρικά πρότυπα της ένδοξης
επαρχίας, με τους δικούς τους ηθικούς κανόνες. Από την άλλη η μητέρα Κατίνα,
ταλαίπωρη και μόνη (μέχρι να κάνει τη δική της ηρωική έξοδο από τον περίκλειστο
οικογενειακό χώρο), οι δυο κόρες της, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, και ο
αποσυνάγωγος, ο «εξορισμένος» από τον οικογενειακό κλοιό, ο μικρότερος όλων, ο
Χαράλαμπος ή Σους, επειδή, μόλις πήγαινε να μιλήσει όλοι τον απόπαιρναν:
«Σους!». Είναι, όμως, αυτός που μέσα στην παιδική του αθωότητα βρίσκει τη δική
του διέξοδο, αφού μπορεί να συνομιλεί με τους πεθαμένους.
Ξεχωρίζει η Φιλοθέη που ονειρεύεται την πρωτεύουσα,
την Αθήνα, και θα παρασύρει στο όνειρό της και τη μικρότερη αδελφή της,
φθάνοντας στο σημείο να φαντασιώνεται πως περπατάει στην αγαπημένη, ονειρική
πόλη· στην πραγματικότητα, η Φιλοθέη επινοεί μια ζωή διαφορετική από αυτή τη
μίζερη στη Ροδόσταμη και τη «ζει» με όλη της τη δύναμη.
«Μην κλαις…
Εμείς θα πάμε στας Αθήνας…»
«Όχι στη μία
Αθήνα; Πόσες είναι οι Αθήνες;»
«Σσσςς… Μία
είναι, αλλά έχει και μερικές αδερφές. Όπως εσύ κι εγώ… Τις μικρότερες Αθήνες,
τις Αθηνούλες…» Κατάλαβες;»
«Όχι». Και
ξανάρχισε να κλαίει η μικρή Μαγιοπούλα.
(σ. 11).
Η Ροδόσταμη, ως χώρος, μπορεί να ανήκει στη συγγραφική επινόηση, όμως ο χρόνος της ιστορίας είναι αληθινός πέρα ώς πέρα. Το πέρασμα από τη δεκαετία του ’50 στην πολλά υποσχόμενη δεκαετία του ’60, δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για να στηθεί το σκηνικό και να αναλάβουν δράση οι ήρωες. Όσο κι αν είναι μια σκόπιμη, ιαματική ωστόσο, ψευδαίσθηση ότι κάθε που αλλάζει ο χρόνος ή οι δεκαετίες αλλάζει μαζί και η ζωή μας –καιρός για υποσχέσεις και δεσμεύσεις–, η συγκεκριμένη δεκαετία σήμανε την απομάκρυνση από τα κατάλοιπα του Εμφυλίου (άλλο τώρα αν αυτά ποτέ δεν ξεχάστηκαν), την ελπίδα για μια ανανεωμένη Ελλάδα, που, φυσικά, δεν έγινε πράξη. Αυτή η ελπίδα, στην περίπτωση της Φιλοθέης, σημαίνει αλλαγή στη ζωή της, παίρνει τη μορφή της ονειρικής φαντασίωσης· θα μπορούσαμε να πούμε πως το όνειρό της «εκπληρώθηκε» πολύ πιο πριν από την αληθινή του πραγμάτωση, πολλά χρόνια μετά – στο κάτω κάτω τη γραφής, τι μετράει πιο πολύ, η «άφιξη» ή το «ταξίδι»;
Μέσα από αυτό
το ασυνάρτητο τσίρκο ξεπήδησαν πλήθος επετείων και κανόνων μια αθεράπευτα
αφυδατωμένης ηθικής, πασπαλισμένης με τη λέξη «Ζήτω». Έτσι όλοι πίστεψαν ότι
κυκλοφορούσαν ευρέως κάθε είδους σωτήρες, μ ε στοιχεία αναγνωρίσιμα από τους
ήρωες του προσφιλούς θεάτρου σκιών. Στον τάχα πάνσοφο αλλά παντοιοτρόπως
εξαπατημένο «αγνό λαό» αρκούσε που βρισκόταν μόλις ένα σκαλί ψηλότερα από τη
γραφική μιζέρια του Κολλητηριού, του Σβούρα και του Πιστικόκου, των γιων δηλαδή
του Καραγκιόζη. (σ. 271)
Κάτω από αυτό το πρίσμα, του αθηναϊκού ονείρου, αυτή
την άλωση των Αθηνών, όπως γράφεται
στον τίτλο, μπορεί ο τακτικός και συνεπής αναγνώστης των βιβλίων του Ξανθούλη
να εννοήσει και άλλες στιγμές του έργου του, σαν η Αθήνα να βρισκόταν, φανερά ή
όχι, ως αληθινό πλαίσιο ή φανταστικό, πίσω και από άλλες ιστορίες του. Ίσως να
πρόκειται για μια προσωπική του «άλωση» των Αθηνών, ένα δικό του πέρασμα από τη
μια δεκαετία στην άλλη, για τη δική του ενηλικίωση. Η Φιλοθέη, εν προκειμένω,
είναι μια από τις πιο αληθινές του ηρωίδες, κι ας είναι επινοημένη. Και ίσως
πάλι (η αναγνωστική αυθαιρεσία είναι ανεξάντλητη!), να πρόκειται για το πιο
«δικό» του έργο. Η αίσθηση, πάντως, καθώς το διαβάζεις, είναι πως η ίδια η
ιστορία μοιάζει να τον παρασέρνει σε μια ατελείωτη σειρά επινοήσεων, σαν η μία
να γεννάει την επόμενη ακόμη πιο ακραία φανταστική. Ένας χείμαρρος λέξεων,
εικόνων, γεγονότων, που χτίζει περισσότερο αυτόματα και όχι προσχεδιασμένα την
πιο «φανταστική», μέσα στην αλήθεια της,
ιστορία του.
Την έκδοση
συμπληρώνουν δεκατρείς ζωγραφιές δικές του (γνωστή η εικαστική
ενασχόληση του Ξανθούλη), που αποτυπώνουν πώς φαντάστηκε κάποιους από τους
ήρωές του, κάποιους από τους τόπους της ιστορίας. Στο εξώφυλλο μια φωτογραφία
δύο κοριτσιών που θα μπορούσαν να είναι η Φιλοθέη και η Μαγιοπούλα, κι ας
μην είναι.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου