Όλα για καλό
μυθιστόρημα
Γιάννης Μακριδάκης
εκδόσεις Εστία
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/ola-gia-kalo/
η τέχνη και η τεχνική
της αφήγησης
Για τα βιβλία του
Γιάννη Μακριδάκη (και για το συγκεκριμένο πρόσφατο δικό του «Όλα για καλό»)
έχουν γραφτεί τόσο πολλά σε αναλυτικές και αποκαλυπτικές κριτικές, που νιώθεις
γράφοντας πως ό,τι και να πεις θα έχει ήδη ειπωθεί. Θα ήταν αρκετό και
σκόπιμο επομένως να επισημανθούν απλώς κάποια χαρακτηριστικά της γραφής του που
την κάνουν ξεχωριστή όσο και αξιοδιάβαστη, και που, όσα κι αν γράψει κανείς γι’
αυτά, πάντα θα έχει να προσθέσει κάτι προς ενίσχυσή της.
Ο Μακριδάκης κατ’ αρχήν ξέρει να επιλέγει το θέμα του (η βάση για την
όποια γραφή, ας μην το ξεχνάμε) και να το παρουσιάζει σε όλες τις πιθανές του
παραμέτρους – όσο αντέχει η πλοκή να ξεδιπλώνεται, να ανατρέπει, να αιφνιδιάζει
αποκαλύπτοντας αθέατες πτυχές.
Η αφήγηση είναι ρεαλιστική με
αρωγό τη γλώσσα. Δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου συναισθηματικά φορτισμένη
γλώσσα αλλά προτιμά τη ρεαλιστική αφήγηση με όσα επίσης λιτά και αληθινά γλωσσικά
εφόδια διαθέτει η ζωντανή του πένα.
Τα γεγονότα τοποθετούνται σε τέτοια σειρά, ώστε από τη μια να
δημιουργείται η κατάλληλη προδιάθεση των ηρώων αλλά και των αναγνωστών για τη
συνέχεια, και από την άλλη να κατασκευάζεται το απαραίτητο σκηνικό πλαίσιο (σε
άριστη σκηνοθεσία), προκειμένου να στηθούν στον χώρο ρεαλιστικά οι ήρωες και να
γίνει πιστευτή η ιστορία· μαγική συνθήκη η αληθοφάνεια, απαραίτητη στη
μυθοπλασία.
Ο Μακριδάκης φαίνεται να γνωρίζει καλά πως μια ιστορία δεν είναι ποτέ
μονοσήμαντη· μέσα από τις αναδιπλώσεις της αποκαλύπτονται παράμετροι, που από
μόνες τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια διαφορετική, πλήρη στα σημαινόμενά
της, ιστορία. Έτσι κατορθώνει να δώσει διαδοχικά τις διαφορετικές αφηγήσεις των
προσώπων που οδηγούν σε ανάμειξη τη ζωής του καθενός με τη ζωή του άλλου. Αυτό
κρατάει ως το τέλος του μυθιστορήματος «Όλα για καλό», με αλλεπάλληλους
αιφνιδιασμούς του αναγνώστη, που σε κάθε απρόσμενο γύρισμα της ιστορίας
υποψιάζεται την κάθαρση, και όλο αυτή μετατίθεται. Ώσπου στο τέλος, η κάθε
ιστορία «κουμπώνει» με τις υπόλοιπες και δημιουργείται η μυθοπλαστική τοιχογραφία, έξοχη για μια ακόμη φορά.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Με το
δικαίωμα που μας δίνεται από τις ατέρμονες δυνατότητες της λογοτεχνίας να
εμπεριέχει όλες τις άλλες εκφάνσεις της γραφής, μπορούμε να πούμε πως το πρώτο
μέρος αποτελεί τη «δέση» και το δεύτερο τη «λύση» του «δράματος»,
χρησιμοποιώντας τη δανεική ορολογία από
την τραγωδία. Και, αν το συνεχίσουμε χωρίς την
αίσθηση της αυθαιρεσίας, μπορούμε να πούμε πως ο «τραγικός ήρωας», ο
Δημοσθένης της ιστορίας, βιώνει από την αρχή ως το τέλος την προσωπική του
δραματική πορεία ως αφηγητής – η αφήγηση εύστοχα πρωτοπρόσωπη για να δοθεί όλη
η ένταση με την οποία ο ψυχισμός του ήρωα εσωτερικεύει τις αποκαλύψεις και
αντιδρά.
Όσο για το φόντο (χώρο και χρόνο) της ιστορίας, να σημειωθεί πως, ενώ ο
χρόνος είναι σημερινός, η αφήγηση των τρίτων προσώπων θα κινηθεί πολύ πιο πίσω
(στο μεταναστευτικό παρελθόν του ελληνισμού) για να δώσει το ιστορικό πλαίσιο
που ερμηνεύει όχι μόνον τις συμπεριφορές των ηρώων αλλά καταδεικνύει και το
βαθύτερο και απώτερο μήνυμα του βιβλίου. Η ιστορία αναφέρεται στο σημερινό
δράμα των προσφύγων που καταφεύγουν στα παραμεθόρια νησιά του Αιγαίου για να
συναντήσουν συχνά την εχθρική αντιμετώπιση των κατοίκων (πόσο μακριά φαίνεται
να είναι στη συλλογική μας συνείδηση η προσφυγιά και η μετανάστευση ως βίωμα
ελληνικό) αλλά και (ευτυχώς) τη συμπαράσταση και αρωγή κάποιων κατοίκων, που
δημιουργούν τις κατάλληλες (εκ των ιδίων) υποδομές για μια έστω πρόσκαιρα
αξιοπρεπή ζωή. Το αξιοσημείωτο στη γραφή του Μακριδάκη είναι ότι αυτό το
σημερινό σκηνικό δίνεται μόνον ως πλαίσιο και όχι ως η κύρια ιστορία. Έτσι όπως
κάθε τόσο αποκαλύπτεται σαν κομμάτι του σκηνικού που πλαισιώνει τις ζωές και
τις πράξεις των ηρώων, λειτουργεί αποτελεσματικότερα από όποια διαφορετική
συγγραφική αντιμετώπιση που θα επέλεγε τη σημερινή κρίση ως κύριο θέμα· κάτι
που θα ήταν εύστοχη επιλογή σε ένα διήγημα που θα αποτύπωνε μόνο στιγμές και επιμέρους
εικόνες του συνολικού τοπίου, θα απέβαινε προβληματικό στη μεγάλη αφήγηση (στο
μυθιστόρημα), αποτελώντας μια εύκολη και εμπορική ίσως επιλογή, που δεν θα είχε
τη δυνατότητα να εμβαθύνει στα γεγονότα και κυρίως να δει το σύνολο της
«τοιχογραφίας» για να την ερμηνεύσει· η χρονική απομάκρυνση από τα γεγονότα
αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνολική εποπτεία και άρα εκτίμηση. Σοφά,
λοιπόν, εδώ το ενδιαφέρον στρέφεται σε έτερο θέμα και πάνω του χτίζεται η
ιστορία.
Τέλος, η έκταση της αφήγησης. Αποδεικνύεται εδώ πως δεν απαιτούνται
σελίδες επί σελίδων, προκειμένου να καταχωριστεί μια ιστορία στο είδος του
μυθιστορήματος – άρα και πόσο λανθασμένη είναι η κατηγοριοποίηση που λαμβάνει
ως κριτήριο την έκταση του αφηγήματος. Το μυθιστόρημα του Μακριδάκη δικαίως
φέρει τον τίτλο αυτόν, με σαφή γνώση της έκτασης της πλοκής μέσα στον χρόνο και
όχι στον αριθμό των σελίδων. Το χρονικό βάθος της ιστορίας είναι που καθορίζει
την ένταξή της στο είδος της μεγάλης αφήγησης. Ομοίως στα πλαίσια των
προδιαγραφών του μυθιστορήματος κινούνται οι ήρωες (κυρίως δύο, ο Δημοσθένης
και ο Μιχάλης/Νικηφόρος) και περιπίπτουν
(για να χρησιμοποιήσουμε τον αριστοτελικό όρο «περιπέτεια») στα γυρίσματα της
πλοκής. Η εμβάθυνση στον ψυχισμό των ηρώων – άλλη μια συγγραφική αρετή του
συγγραφέα – συμπληρώνει την τεκμηρίωση του όρου «μυθιστόρημα».
Άψογος στη χρήση των τεχνικών που επιλέγει ο Μακριδάκης για μια ακόμη φορά, με τη
συγγραφική του τέχνη να πατάει γερά στο έδαφος που αυτές προετοιμάζουν.
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου