Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Αχνή θέα των λόφων Καζούο Ισιγκούρο μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου εκδόσεις Ψυχογιός η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr


Αχνή θέα των λόφων

Καζούο Ισιγκούρο

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

εκδόσεις Ψυχογιός
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11005-axnh-thea-twn-lofwn





μια εγκιβωτισμένη αφήγηση με πολλές προεκτάσεις

Ο εγκιβωτισμός είναι ένας αφηγηματικός τρόπος που επιτρέπει μια δευτερεύουσα αφήγηση να εισέρχεται ομαλά μέσα στην κύρια. Αυτή η εμβόλιμη ιστορία άλλοτε προάγει την κύρια αφήγηση, άλλοτε την επεξηγεί και άλλοτε συγκρίνεται μαζί της δημιουργώντας μια αντίστιξη ενδιαφέρουσα. Παραδείγματα θα βρούμε στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη («Το όνειρο στο κύμα») και του Βιζυηνού («Το αμάρτημα της μητρός μου») αλλά και σε νεότερους που πειραματίζονται στις παραδοσιακές τεχνικές της αφήγησης. Πηγαίνοντας στις απαρχές, στον Όμηρο (και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια), ο εγκιβωτισμός εξυπηρετεί την ένταξη όσων προηγήθηκαν στη χρονική ροή που επέλεξε ο επικός ποιητής, μια που η αφήγηση ξεκινά in medias res, στη μέση δηλαδή των γεγονότων. Όλα αυτά γνωστά και δοκιμασμένα στη γραφή. Το ξάφνιασμα έρχεται όταν ο εγκιβωτισμός αποτελεί στα χέρια του μυθιστοριογράφου (εκτός από τις λειτουργίες που αναφέρθηκαν παραπάνω) ένα εργαλείο για να δώσει το ψυχολογικό βάθος των ηρώων του (της ηρωίδας εν προκειμένω) αλλά και στον αναγνώστη το δικαίωμα να «διαβάσει» την ιστορία ως ένα δυνάμει ψυχογράφημα με πολλές προεκτάσεις.
Ο Καζούο Ισιγκούρο στην «Αχνή θέα των λόφων» (πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα) γράφει  μια ιστορία που ως χώρο και χρόνο της έχει μια αγροικία στην Αγγλία του ’70 και ως κύριο θέμα της την αυτοκτονία της Κέικο, κόρης της Ετσούκο (η βασική ηρωίδα) και την επίσκεψη της άλλης κόρης, της Νίκι, στη μητέρα της. Ωστόσο, λίγο θα μας απασχολήσει αυτό που προβάλλεται εξ αρχής ως κύριο θέμα. Στην πραγματικότητα θα διαβάσουμε σε εμβόλιμη αφήγηση με τον τρόπο του εγκιβωτισμού μια ιστορία χρόνια πίσω, στην Ιαπωνία μετά τη ρίψη της βόμβας στο Ναγκασάκι και το τέλος του πολέμου, για να δούμε την ανοικοδόμηση της χώρας πάνω σε νέα -νεωτερικά στις αντιλήψεις- θεμέλια. Θα δούμε την Ετσούκο νέα, έγκυο στο πρώτο της παιδί και θα παρακολουθήσουμε σε πρώτο πλάνο τη συναναστροφή της με τη Σατσίκο, χήρα και άστεγη, και την κόρη της Μαρίκο, ένα παιδί τραυματισμένο ψυχικά από τον πόλεμο. Σε δεύτερο πλάνο, ως φυσικό φόντο έχουμε την τραυματισμένη Ιαπωνία με έντονα τα σημάδια της συντριβής μέσα στους ανθρώπους της, μια αντίθεση με το ανανεωμένο πρόσωπο της χώρας, τουλάχιστον φαινομενικά. Η περίπτωση της Μαρίκο είναι ενδεικτική. Το παιδί κατατρύχεται από φαντασιώσεις μην μπορώντας να ξεπεράσει τις φρικτές εμπειρίες που έζησε. Με αντικοινωνική συμπεριφορά, κλεισμένη στον εαυτό της, αρνείται έντονα τη μετοίκηση της οικογένειάς της, όπως την επιθυμεί η μητέρα της, στην Αμερική ακολουθώντας τον αμφίβολης ηθικής Αμερικάνο φίλο της. Σε ένα τρίτο πλάνο η σκηνή ενός κρεμασμένου παιδιού σε συνέχεια κάποιων φόνων παιδιών, για τα οποίο ο συγγραφέας δεν μας δίνει πολλά στοιχεία, δημιουργεί στις μνήμες της Ετσούκο ένα τοπίο δυσοίωνο. Κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το αύριο που ξημερώνει για τη ζωή του, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ποια θα είναι η σωστή απόφαση που θα πάρει. Η παλιά Ιαπωνία με τις παραδόσεις της αρνείται τον εκσυγχρονισμό και τη συμπόρευση με τον δυτικό κόσμο.
«Υπήρχε ένα σύστημα που τροφοδοτήσαμε και καλλιεργήσαμε για χρόνια ολόκληρα. Οι Αμερικάνοι ήρθαν και το απογύμνωσαν, το ισοπέδωσαν χωρίς καμία σκέψη, αποφάσισαν πως τα σχολεία μας έπρεπε να είναι σαν τα αμερικάνικα, τα παιδιά να μαθαίνουν αυτά που μάθαιναν τα αμερικανάκια. Και οι Γιαπωνέζοι τα καλωσόρισαν όλα αυτά».
Από την άλλη ο ισχυρός αντίλογος όσων πιστεύουν πως η πορεία προς τα εμπρός είναι ο μόνος δρόμος που θα οδηγήσει  στη λήθη και στην εσωτερική γαλήνη. Ο εκσυγχρονισμός είναι η απαραίτητη συνθήκη για να απεγκλωβιστεί η χώρα από παλιές αδιέξοδες και αναχρονιστικές δοξασίες.
«Αλλά και πάλι θυμάμαι κάποια περίεργα πράγματα από την εποχή που πήγαινα σχολείο. Θυμάμαι, για παράδειγμα, που με δίδασκαν ότι η Ιαπωνία δημιουργήθηκε από τους θεούς. Ότι εμείς ήμασταν ιερός και ανώτερος λαός. Έπρεπε να αποστηθίζουμε λέξη προς λέξη το βιβλίο. Ορισμένα πράγματα δεν είναι και τόσο μεγάλη απώλεια τελικά».
Από εδώ και στο εξής προκύπτουν για τον προσεκτικό αναγνώστη, που δεν αρκείται στην απόλαυση  μιας ελκυστικής πλοκής αλλά ψάχνει πίσω από τις λέξεις, τα εξής ερωτήματα:
1.     Τι είναι αυτό που κινητοποιεί, τόσα χρόνια μετά, τη μνήμη της Ετσούκο και αφηγείται (σε ποιον αλήθεια;) την παλιά αυτή ιστορία;
2.     Πόσο προσωπικά την ίδια την έχει σημαδέψει η ιστορία της Σατσίκο και της κόρης της;
3.     Βρέθηκε κάποια στιγμή η ίδια σε ανάλογο δίλημμα; Το γεγονός πως τη συναντάμε εγκατεστημένη στην Αγγλία προφανώς συνηγορεί γι’ αυτό.
4.     Αν ναι, ποια ήταν η θέση της κόρης της, της Κέικο, στην απόφασή της να φύγει από τη χώρα της;
5.     Πώς άραγε συνδέεται η αυτοκτονία της Κέικο με όλη την προϊστορία της αφήγησης;
6.     Και σε σχέση με τα παραπάνω ερωτήματα, ποια είναι η κύρια ιστορία του βιβλίου; Πλάθεται η πλοκή από τα  γεγονότα στη φυσική τους, ευθύγραμμη χρονική ροή ή από εκείνα της αποθηκευμένης μνήμης;
Αν, όμως, η εγκιβωτισμένη ιστορία είναι η ουσιαστική, τότε μέσω αυτής πρέπει να ερμηνεύονται όλα. Η Ετσούκο επιλέγει να στραφεί προς τα πίσω, προκειμένου να δώσει στον εαυτό της μια ψυχοθεραπευτική απάντηση για την κατάληξη της ζωής της και του παιδιού της. Και αναπόφευκτα σκεφτόμαστε πως τα τραυματικά γεγονότα (ειδικότερα αν μιλάμε για τραγωδίες όπως αυτή που οδήγησε στο τραγικό τέλος του πολέμου) δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Μένουν ριζωμένα στο βάθος της ψυχής, όσο κι αν η ζωή προχωράει με γρήγορους ρυθμούς προς έναν εκσυγχρονισμό που απαιτεί τη λήθη. Με δεδομένο, φυσικά, το γεγονός πως η μνήμη έχει τη δική της αυτονομία. Δεν είναι, νομίζω, τυχαίος ο τίτλος που δίνει ο Ισιγκούρο: «Αχνή θέα των λόφων». Ανάμεσα στο τοπίο και τον άνθρωπο, ανάμεσα σ’ αυτόν που θυμάται και στα γεγονότα που συντελέστηκαν παρεμβάλλεται μια κουρτίνα θαμπή, η λειτουργία της μνήμης. Επιλεκτικά αυτή φορτώνει το σώμα της με εικόνες, αποθηκεύει ή καταργεί κατά βούληση γεγονότα, επαναφέρει ό,τι θέλει και όποτε νομίζει πως χρειάζεται· χωρίς να λησμονούμε πως διαφοροποιεί, πάλι κατά βούληση, τα γεγονότα και τα ενσωματώνει ως αληθινά στο φορτίο της, χωρίς την παραμικρή ενοχή. Σε κάποιο σημείο η Ετσούκο το παραδέχεται όλο αυτό:
Η μνήμη, όπως διαπιστώνω, μπορεί να είναι κάτι το αναξιόπιστο· ενίοτε είναι έντονα χρωματισμένη από τις συνθήκες υπό τις οποίες κάποιος θυμάται, και, αναμφίβολα, το ίδιο ισχύει και για ορισμένες από τις αναμνήσεις που έχω συγκεντρώσει εδώ. 


Ακόμα κι αν η ιστορία της Σατσίκο έχει αλλοιωθεί από το πέρασμα του χρόνου και τους αμυντικούς μηχανισμούς που επιστρατεύει η μνήμη, το γεγονός ότι η Ετσούκο θέλει να την αφηγηθεί οδηγεί στη σκέψη πως κινητοποιεί η ίδια έναν άλλο αμυντικό μηχανισμό: αν μια προσωπική ιστορία μπει σε μια αφήγηση που αφορά ένα τρίτο πρόσωπο (εδώ έχουν σημασία οι αναλογίες στις δύο ιστορίες) ίσως ένα μέρος του φορτίου εναποτίθεται στην ξένη ζωή, μια ερμηνεία του προσωπικού πάθους επιχειρείται (με αμφίβολο, φυσικά, αποτέλεσμα) και γίνεται ευκρινέστερη η αδυναμία αντιμετώπισης του άχθους με όλες τις διαστάσεις του τώρα να γίνονται κι αυτές ευκρινείς.
Θαρρώ πως αυτό το μυθιστόρημα έχει ακόμη πολλά να πει. Από την κάθε μία συνιστώσα που δομεί την ιστορία του (ή μήπως τις ιστορίες του;) προκύπτουν νέα δεδομένα για τη σκέψη. Στον αναγνώστη δεν δίνεται όλη η ιστορία, αφήνονται κομμάτια της για τη δική του επεξεργασία, τη δική του «συμμετοχή». Έχει όλα τα στοιχεία για να την ερμηνεύσει ή για να τη συνεχίσει – σε μια αγαστή «συνεργασία» συγγραφέα-αναγνώστη. Κυρίως επειδή ισχύει αυτή η αναγνωστική παράμετρος, ας θεωρηθεί για μια ακόμη φορά σπουδαία η γραφή του Ισιγκούρο. Εδώ έχουμε την πρώτη του συγγραφική κατάθεση (σε μια μεταφραστική απόδοση ρέουσας γλώσσας από την έμπειρη Αργυρώ Μαντόγλου) που άνοιξε την πορεία του συγγραφέα για τα επόμενα θαυμάσια έργα του.


Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου