Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Δύο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι Αληθινή ιστορία η αντίσταση, η σύλληψη, τα ναζιστικά στρατόπεδα, η επιστροφή, η ματαίωση… Μιχάλης Κατσιμπάρδης Άνεμος Εκδοτική η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktourhttps://www.booktourmagazine.com


Δύο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι

Αληθινή ιστορία

η αντίσταση, η σύλληψη, τα ναζιστικά στρατόπεδα, η επιστροφή, η ματαίωση…

Μιχάλης Κατσιμπάρδης

Άνεμος Εκδοτική
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktourhttps://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-mythistorima-dyo-cheimones-ki-oyte-ena-kalokairi-toy-michali-katsimpardi-anemos-ekdotiki/




Ο πατέρας, ο γιος, η αφήγηση

Ο άνθρωπος όμως, μην το ξεχνάτε, είναι προορισμένος να ζήσει, όχι να κάνει τον ήρωα και να πεθάνει.
Σημαντική η παραπάνω αλήθεια με τη θεωρητική της κάλυψη αναμφισβήτητη, ωστόσο πολλαπλώς διαψευσμένη στην πραγματική ζωή. Εκεί που άνθρωποι καθημερινοί, χωρίς ούτε μια υποψία μέσα τους για την ηρωική φύση που θα αναγκαστούν να επιδείξουν, αναμετρώνται με τον θάνατο, όχι ως ιδέα αλλά ως σκληρή πραγματικότητα. Εκεί που η αξιοπρέπεια του ανθρώπου θεωρείται συχνά ευτελής συνιστώσα μιας ζωής, που αλλού έχει θέσει την ιεράρχηση των «αξιών» της. Ο ηρωισμός δεν υπάρχει ως αρχική συνθήκη, με την οποία βαδίζεις στη ζωή σου – αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι βρέθηκαν κάποια στιγμή μπροστά από όλους και νόμιζαν ότι πίσω τους ακολουθούν πολλοί, ώσπου συνειδητοποίησαν ότι μονάχοι είχαν ξεχωρίσει· με σύντροφο τον φόβο προχώρησαν τότε χωρίς να γνωρίζουν πως κάτι ηρωικό πράττουν. Άλλο πράγμα η αναγνώριση μετά, όποτε και αν έρθει.
Σκέψεις που κάνω διαβάζοντας τους «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» του Μιχάλη Κατσιμπάρδη. Μυθιστόρημα; Αληθινή ιστορία, όπως λέει ο υπότιτλος; Ντοκουμέντο, όπως δηλώνει το πλούσιο υλικό που το συνοδεύει; Όλα αυτά μαζί; Θα προτιμήσω να το «διαβάσω» σαν μια ιστορία που διασώζει την πρώτη αφήγηση του πατέρα (του Κωστή Κατσιμπάρδη) και τη μετα-αφήγηση του γιου (του συγγραφέα Μιχάλη Κατσιμπάρδη), γνωρίζοντας πως στα λογοτεχνικά έργα (γιατί μ’ αυτά ουσιαστικά θα συναριθμηθεί) πάντα παρεισφρέει το βιωματικό υπόστρωμα αλλά και στα βιογραφικά και αυτοβιογραφικά ομοίως εισχωρεί η μυθοπλασία. Αλλά δεν είναι αυτό το ουσιαστικό εδώ. Έχει γραφεί (είτε ως ντοκουμέντο είτε ως λογοτεχνικό αφήγημα) ένα βιβλίο που περικλείει μέσα του την ιστορία του τόπου, όπως την έζησε ένας από τους πολλούς που χάρισαν στην κοινή υπόθεση (ας την πούμε πατρίδα) χρόνια της ζωής τους για να βρεθούν κατόπιν συχνά υπόλογοι για την επιλογή τους – και μάλιστα σε αντιπαράθεση με όσους προτίμησαν τη συνεργασία με τον κατακτητή, τον δωσιλογισμό, την προδοσία, το βόλεμα στα διάφορα πόστα κατόπιν, ιστορία που μας ακουμπά ως τα σήμερα. Κι αν κανείς έχει να παρουσιάσει ως αντίλογο την «αναγνώριση» της αριστεράς πολύ μετά από τους τιμητές της, το ισοζύγιο πάλι λειψό είναι.
Η πρωταρχική αφήγηση ανήκει στον πατέρα, αυτόν που έζησε την κατοχή, την αντίσταση, τα γερμανικά στρατόπεδα, τους εξευτελισμούς, και όλα αυτά στη νεαρή, πολύ νεαρή ηλικία. Δεν θέλησε να κοινοποιήσει αυτός την ιστορία του στους άλλους, μόνο στον γιο του – μια παρακαταθήκη πολύτιμη, που ευτυχώς τώρα γίνεται κοινό αναγνωστικό κτήμα με την έκδοση του βιβλίου. Διαβάζεις και νιώθεις το πώς ο Κωστής από την άγουρη ηλικία φθάνει σταδιακά στη συνειδητοποίηση της πραγματικής ζωής, όπως αυτή του παρουσιάζεται με την πιο σκληρή, την πιο άδικη μορφή της. Βήμα βήμα η πορεία του από την οργάνωση στην αντίσταση, τη σύλληψη και όλα όσα ακολούθησαν παρέα καθημερινά με την προοπτική του θανάτου. Ως να έρθει η ποθητή απελευθέρωση και μαζί της μια νέα διάψευση. Παρακολουθούμε  τη συνειδητοποίηση πρώτα του κόσμου γύρω του, μετά τη συνειδητοποίηση του εαυτού του και -το σημαντικότερο όλων- τη σαφή γνώση της θέσης του σ’ αυτόν τον κόσμο. Έτσι γίνεται απολύτως κατανοητή η πορεία του, η στάση του, η υπεράσπιση της ιδεολογίας του. Ο Κωστής της ιστορίας ήξερε για ποια πράγματα άξιζε να παλέψει.
Η δεύτερη αφήγηση ανήκει στον γιο, τον συγγραφέα, που γράφοντας διηθίζει με το προσωπικό του φίλτρο την ιστορία-ντοκουμέντο και μας δίνει το αποτέλεσμα-διήθημα. Εδώ, φυσικά, πρέπει να γίνει μνεία στις συγγραφικές αρετές του Μιχάλη Κατσιμπάρδη: άριστη χρήση της γλώσσας, ροή απρόσκοπτη του αφηγηματικού λόγου, οικονομία του χώρου προκειμένου να δοθεί όλο το υλικό χωρίς να φεύγει ο κορμός της ιστορίας καθόλου από τη σκέψη του αναγνώστη, κυρίως σεβασμός σ’ αυτόν τον τελευταίο με την τεκμηρίωση των γραφομένων, αλλά και σεβασμός στον πατέρα που όλα αυτά τα έζησε. Επειδή ακράδαντα πιστεύω πως ό,τι και αν γράψει κανείς δεν πρέπει να αφήνει απέξω τον ιδεολογικό του κόσμο (αμφίβολο φυσικά και αν κανείς το καταφέρνει να μιλήσει ειλικρινά με ένα «άδειο» από ιδεολογία κεφάλι), επισημαίνω άλλη μία αρετή της γραφής: ο Κατσιμπάρδης γράφει χωρίς να αποκρύπτει από τα λόγια του το ιδεολογικό υπόστρωμα που διαπνέει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Διαβάζουμε μια γραφή με την ωριμότητα που φέρνει ο χρόνος, με την οξύτητα εκεί που πρέπει να στιγματιστεί η αδικία, με τη λείανση που φέρνει η ωρίμαση της σκέψης, χωρίς ακρότητες και ιδεοληψίες, ωστόσο με τη μνήμη να μην υποχωρεί σε συνδιαλλαγές και συγχωνεύσεις. Από μόνη της η ιστορία του πατέρα είναι ικανή να κινητοποιεί τον μηχανισμό άμυνας απέναντι σε φασίζουσες ως τις μέρες μας παρουσίες, να δίνει το έναυσμα για ένα διαρκή αγώνα. Σημαντικό εδώ το γεγονός πως ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί καθόλου τρόπους και τεχνάσματα γραφής που θα στόχευαν μόνο στο θυμικό του αναγνώστη. Παρότι τα γεγονότα ίσως στα χέρια κάποιου άλλου θα οδηγούσαν σε συγκινησιακή φόρτιση, αυτός τα αφήνει συχνά να μιλούν από μόνα τους χωρίς να καθοδηγεί το συναίσθημα του αναγνώστη με τη χρήση της γλώσσας. Μάθημα γραφής για πολλούς.

Μαζί οι δύο αφηγήσεις όπως συμπλέκονται στο βιβλίο, αποτελούν, πέρα από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναγνωστική πρόταση, μια διαχρονική (σε δύο γενιές) οπτική στην ιστορία του τόπου. Αλλιώς θα λέγαμε πως είναι ο τρόπος που τα βιώματα του πατέρα πέρασαν στον γιο και από εκεί σε όλους εμάς που διαβάζουμε.
Παραθέτω εδώ δύο αποσπάσματα που, θαρρώ, αποδεικνύουν τις παραπάνω εκτιμήσεις για την αξία της συγκεκριμένης γραφής.
Ο Κωστής περπατούσε βαριεστημένα, ανάμεσα στους τελευταίους της πορείας, μετρώντας μηχανιά τα βήματα του μπροστινού του, με νεκρωμένη σκέψη και συναισθήματα. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται και να μη νιώθει τίποτα για να προφυλαχθεί από το κακό που ερχόταν. Μάταια όμως, δεν τα κατάφερνε.
‘Ό,τι και να γίνει, ας γίνει τουλάχιστον γρήγορα. Δε θ’ αντέξω για πολύ, θα γκρεμιστώ. Αν είναι να συμβεί κάτι, ας συμβεί τώρα! Βαρέθηκα…’
Τις σκέψεις του διέκοψε μια ξαφνική αναλαμπή της μνήμης του. ένα καμπανάκι του μυαλού του. Θυμήθηκε το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του όταν πάτησε το πόδι του στο Μπίμπλις. Θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μάνα του στον αποχωρισμό τους, ότι θα παλέψει μέχρι τέλους κι ότι θ’ αντέξει, ότι θα γυρίσει κοντά της. Η υπόσχεση αυτή ήταν η σωτήρια λέμβος του, αυτή που τον κράτησε στην επιφάνεια. Γύρισε πίσω το βλέμμα του, οι στέγες του χωριού που άφηναν, καθώς ξεμάκραιναν, μόλις που διακρίνονταν. Τις άφηναν πίσω τους. Οριστικά. Χαμογέλασε πικρά κι έσφιξε τα δόντια. Το βήμα του σαν να έγινε λιγότερο βαρύ. ‘Θα ζήσω’. Αυτή η διαβεβαίωση στον εαυτό του τον αφύπνισε, λειτούργησε σαν ένα δυνατό χαστούκι.
[…]
«Θα σε ξαναχρειαστούμε σύντομα. Μην απομακρυνθείς» του ’πε σε επίσημο τόνο ο διοικητής, απειλώντας περισσότερο παρά ενημερώνοντας.
Αποχώρησε χωρίς να πει κουβέντα και χωρίς να ρίξει ματιά στους τρεις άντρες. Βγήκε εκνευρισμένος στον δρόμο κι ανάσανε βαθιά. ‘Γι’ αυτή την Ελλάδα λοιπόν αγωνιστήκαμε, για να ’ναι λεύτεροι αυτοί εδώ οι ελεεινοί, οι αχαΐρευτοι;’… Άναψε πάλι τσιγάρο βαδίζοντας για το χωριό. Τώρα το είχε ανάγκη περισσότερο από πριν.
Η ελεύθερη πατρίδα καλωσόριζε μ’ αυτόν τον τρόπο στην αγκαλιά της ένα ακόμη ταλαιπωρημένο παιδί της… Το «μετά», δυστυχώς, δε φάνταζε περισσότερο ελπιδοφόρο από το «πριν».

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου