Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Μαηρέμα διήγημα του Κώστα Μοναστήρα (από αληθινή ιστορία *) μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922


                                             Μαηρέμα

διήγημα του Κώστα Μοναστήρα
(από αληθινή ιστορία *)
μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922

  


Με τράβηξαν, από τη μήτρα που μέσα της δεκάξι χρόνια τώρα μεγάλωνα, τα χέρια του στρατολόγου. Τι ήξερα εγώ από αλμυρό νερό; Τι ήξερα από σίδερα και ξύλα που πλένε; Σ’ ένα ποτάμι έλατα μεγάλωνα, σε μια θάλασσα  γη, σ’ ένα δέλτα τ’ ουρανού. Άλλοτε κατέβαζε σταγόνες, άλλοτε ζέστη, άλλοτε χιόνι. Δεν χρησιμοποιούσαμε επώνυμα, δεν είχαμε οδούς. Ήμουν ο Κώστας του Θοδωρή και το σπίτι μου ήταν δίπλα στο νερό, το γλυκό.

   Στα δεκάξι μου έγινα φαντάρος, δεν είχαμε πολλές επιλογές τότε. Από τις φασκιές, ακόμα, δυο δρόμους είχε η ζωή μου. Πεδινά-ορεινά, ψηλά-χαμηλά. Ακολουθούσαμε τα νερά. Τα γλυκά νερά μάς πήγαιναν.  Το ρέμα, σαν κόνταινε, ήταν σημάδι φευγιού. Και το κρύο σαν ψήλωνε, ο ουρανός σα μαύριζε, εκεί στου Αϊ- Οκτώβρη το τέλος, μας έδιωχνε. Το νερό, ξέραμε, γύριζε στο ρέμα, γυρίζαμε κι εμείς. Ο ίδιος και απαράλλαχτος δρόμος για δεκάξι χρόνια.  

   Τον κόσμο τον παραέξω δεν τον γνώριζα. Δεν τον θέλαμε… για τις δουλειές μας. Το καλοκαίρι, ο δικός μου κόσμος, ανέβαινε μέχρι τους ‘Καλογέρους’, που είχαμε τη σίκαλη, και κατέβαινε στο ‘Μαηρέμα’ που είχαμε τις καστανιές (την υπόλοιπη  γεωγραφία  θα την μάθαινα στο πόδι).

   Ο στρατολόγος ήρθε από το Καρπενήσι, αρχές του θεριστή, και έκανε το δικό μου παιδομάζωμα, με υπογραφές και βούλες. Κανονικά δεν ήταν η σειρά μου να με μαζέψουν, μα είχα δηλωθεί με τον αδερφό μου που χρόνια τρία ήταν μεγαλύτερος.

   Ο πατέρας με ξύρισε, «μη φύγεις με το χνούδι» μου είπε. «Να γυρίσεις με γένια στο πηγούνι, και κράτα καλά…  Καλύτερα τώρα με τον αδερφό σου. Να έχει ο ένας την έννοια του άλλου. Να ξεμπερδέψετε μαζί». Έτσι έφυγα, ξέχνουδος, μυρίζοντας σαν το σκυλί τη σκιά του αδερφού μου.  

   Ο στρατολόγος έγραψε τους μισούς για τυφεκιοφόρους-ημιονηγούς και τους άλλους μισούς τυφεκιοφόρους-σκαπανείς. Κι αυτά τα ξέραμε, να οδηγούμε τα ζώα, να ανοίγουμε τη γη, να την βλέπουμε να βλασταίνει. Να βάλουμε μέσα τον ‘σπόρο’ κάποιου άλλου που ποτέ δεν θα άνθιζε, δεν το ξέραμε. Όταν τα βράδια προσευχόμασταν στην Παναγιά των νερών, δεν ξέραμε ότι δύο είναι οι Παναγιές αυτές, αλλά η παστή δεν μας απασχολούσε, εκείνη τη φρέσκια ξέραμε, εκείνη την ολόδροση βάζαμε στο στόμα μας.

   Από τον Πειραιά με πήρε το νερό, Αλωνάρη μήνα, ένα κλωνάρι που κόπηκα. Τη θάλασσα την είχαμε ξαναδεί, τη μικρή όμως, εκείνη που έκλεινε την αγκαλιά της λίγο έξω από το Αιτωλικό. Δεν είχε μεγάλα μάτια εκείνο το νερό, μικρά αφτιά είχε και πλάβες αργοκίνητες κι η τρικυμία ήταν άγνωστη λέξη. 

   Τη Σμύρνη την πατήσαμε -εγώ κι ο αδερφός μου- μετά από τρεις μέρες. Πρώτη φορά τόσο νερό άχρηστο, για μας, πρώτη φορά τόσο μακριά. Έτρεμα, ξέρναγα.

     Η Σμύρνη ήτανε πλούσιος τόπος, γεμάτος μυρωδιές κι αρώματα και χνώτα χορτασμένα. Όλα, νομίζαμε,  πήγαιναν καλά. Είχα γίνει νερό υποτακτικό. Είχαν φράξει οι αγωνίες μου. Φώτα, μουσικές, τον πρώτο καιρό φαγί ανεκτό στον καταυλισμό των φαντάρων. Κι ήταν όλα καλά, γιατί ο λύκος κοιμόταν. Μα τον ανατάραζαν οι μέρες   και ξύπνησε. Τελικά δεν μύριζαν χόρτασμα όλα. Οι φλόγες, που είχαν αναφτεί, νήστευαν καιρό τώρα.

   Στις εξόδους βγαίναμε με τον αδερφό μου και σεργιανίζαμε. Κοιτάγαμε με μάτια ορθάνοιχτα. Στρατιωτάκια φτιαγμένα από χλωρό τυρί, ψωμί που κρύωσε και κάστανο. Χόρταινε το μάτι. Το χέρι, η κοιλιά, το αφτί ποτέ δεν χόρτασαν. ‘Άσπρα’ δεν υπήρχαν. Τα πόδια θα χόρταιναν αργότερα. Το χνούδι το ‘χα χάσει. Δεν το έψαχνα. Το γένι βγήκε γρήγορα και σκλήρυνε το 'φλούδι', το πρόσωπο, να μη φαίνεται η διαφορά μου με τους άλλους, να μη φαίνεται ο μαλακός καρπός που κρυβόταν κάτω απ’ τα νιόβγαλτα αγκάθια. Ένας του γλυκού νερού… που ξενέρισε… Πόδι γυναίκας, μέχρι τα μεριά, το είδε φευγαλέα το μάτι μου και δεν χόρτασε. Σ’ ένα καφέ σαντάν κόλλησα, το ‘φλούδι’, στο παράθυρο και είδα πόδια να ανεβαίνουν. Παχιές κνήμες και λίγο από ένα θέλγητρο υφασμάτινο-που το λέγαν οι μεγαλύτεροι, τα βράδια, στις σκηνές και κοροϊδεύονταν μεταξύ τους και γέλαγα κι εγώ κι ας μην ήξερα. Στη βασική εκπαίδευση (που) πέρασα και από το παιδί στον άντρα. Κατάλαβα ότι το ‘πετούμενο’ μου βαστάει, εκτός από τ’ απόνερα του κορμιού, και ‘σπόρο’ και περιμένει κι αυτός χώμα, γυναίκας όμως, όμμα να πιαστεί κι ύστερα να κατέβει, να  θαφτεί μέσα της και να γεννοβολήσει. Έτσι μου είπε γίνεται η δουλειά, ένας συνάδελφος, θέλει και το κορμί το όργωμά του για να βλαστήσει, το σκαλιστήρι το έχεις ανάμεσα στα πόδια, εκεί ανάμεσα έχει κι η γυναίκα την τρύπα, μπαίνεις μέσα και σκαλίζεις. Κι άμα σκαλίσεις καλά κι έχεις σπόρο καλό κι είναι το σώμα της φερτικό… Λόγια μιας βραδιάς που το φεγγάρι έβαζε φωτιά στον ουρανό και έμεινα να τον ακούω με στόμα ανοιγμένο.

   Το στόμα το κλείσανε οι φλόγες και τα ουρλιαχτά που ξύπναγαν. Τέλη Αυγούστου του 1922 που τα κοκόρια μουγγαθήκαν στη Σμύρνη. Τη μέρα και τη νύχτα την σήμαιναν οι κραυγές και η αγωνία. Πρωί Σεπτέμβρη παραδόθηκαν και τα τελευταία σπίτια, σηκώθηκαν σα χέρια ανήμπορα τα μάνταλα εκεί στα ψηλά της πόλης, στο πανηγύρι των νεκρών. Οι διαταγές είχανε πάψει, η τάξη σχόλασε. Είχανε μείνει τελευταίοι. Δεν υπήρχε κανείς να του πει τι να κάνει. Τα χέρια δίνανε οδηγίες, τα πόδια περισσότερες. Ένα ρήμα πλανιότανε σ’ όλη την πόλη: τρέχα. Γέμισα ένα τσουβάλι με χλαίνες, παντελόνια, ένα ζευγάρι άρβυλα κακοπαθημένα, μια ξιφολόγχη. Έτρεξα στην παραλία, φώναζα το όνομα του αδερφού μου: Σωτήρη, Σωτήρη… Νομάδας του νερού για άλλη μια φορά στη ζωή μου. Για άλλη μια φορά το μυαλό έσπρωχνε το κορμί στο νερό, για άλλη μια φορά το νερό θα αποφάσιζε. Τρία χρόνια δεν είχα φύγει, μάζευε την ορμή του φαίνεται, ακολουθούσε την οσμή μου, για να με ανεβάσει κόντρα στο ρεύμα, δίχως τον απόσκιο του αδερφού, δίχως γλώσσα, δίχως χνούδι.

   Το πλοίο που με πήρε ήταν ρώσικο. Ούτε κι αυτοί ξέρουν γιατί με μπάσανε στα σπλάχνα του. Στη σκάλα του στημένο, σα φράγμα ανθρώπινο, όλο το πλήρωμα. Τις βρισιές τις καταλαβαίνεις σ’ όλες τις γλώσσες. Τις βρισιές, την απελπισία και τα χτυπήματα. Παραπίσω ένας με καπέλο αξιωματικού. Αυτός με βούτηξε και με πέταξε μέσα. Ήταν ο καπετάνιος. Σα καταλάγιασε το βρισίδι και ανοιχτήκαμε  μου έδειξε μια φωτογραφία, την χάιδευε, την φίλαγε. Κούναγε τα δάχτυλα, έδειχνε το παιδί, έδειχνε εμένα, μοιάζαμε, αυτό ακίνητο σε μια φωτογραφία, εγώ κομμάτια κρέας ακίνητα, σπαραγμένα από ό,τι ήξερα, μια γραφή του σκοταδιού.  Το στόμα του μύριζε άγνωστες λέξεις, μνήματα και πιόμα. Μου πήρε ώρες να κουνηθώ. Μετά άρχισα να τρέμω και να τρέχω.

   Τα χατίρια τέλειωσαν στην Οδησσό, εκεί με ξέβρασε το πλοίο, και η καλοσύνη του καπετάνιου. Σ’ ένα χάρτη μου έδειξε που είμαι. Μου έδειξε και την Ελλάδα. Ένα άνοιγμα του διαβήτη δρόμος. Ήξερα μόνο πως ανέβηκα, έπρεπε όμως να κατέβω, άλλο δρόμο δεν είχα… για να μη γίνω κι εγώ μια φωτογραφία, σαν αυτή που κράταγε ο Σωτήρης κι αρνιότανε να μου τη δώσει. Ήξερα μόνο πως είχα αποδημήσει, άθελά μου. Τα φτερά μου είχαν κοπεί. Το ταξίδι για τον νότο θα βάσταγε πολύ… Πουλάκι που πιάστηκα στην ξόβεργα και τώρα πάσχιζα να φτεροκοπήσω.



   Τρία κουμπιά του τρόμου έραψα πάνω μου με τις ατέλειωτες κλωστές του μυαλού. Πάνω πάνω, στο σμίξιμο της καρδιάς με τον λαιμό, μόνο ο φόβος. Σα πάτησα στεριά, ο ουρανός ήταν μπλάβος, να μ’ έσφιγγε πολύ ήθελα… το κουμπί. Να μου ‘λεγε: "Ωραία είναι εδώ, δεν έχεις έγνοια. Τα κάστανα μεστώνουν, χωρίς την ανάγκη σου, στον τόπο που άφησες. Χάσανε το χνούδι, βγάζουνε αγκάθια τώρα. Τρία χρόνια λείπεις. Σταμάτησαν να σε μελετάνε τις μέρες. Λίγο τις νύχτες σε θυμούνται, τις στιγμές που πάει το κορμί να βασιλέψει κι έρχεται, σα φεγγάρι στη χάση του, η εικόνα σου. Τα χέρια, μόνο τα χέρια σκέφτονται εκεί, φύγανε τα δικά σου χέρια, βγάλανε από τα κορμιά τους  άλλα χέρια τώρα. Μείνανε οι αδερφές σου πίσω. Μεγάλωσαν, της παντρειάς. Ίσως να έχεις κι έναν αδερφό μικρό που του ’δωσαν το όνομά σου. Το όνομά σου μόνο. Κοιμήσου τώρα".

  Το δεύτερο κουμπί η απελπισία, το τρίτο ο δρόμος. Αυτό δεν είχε ραφτεί καλά. Το κράταγα στα χέρια μου να μην το χάσω. Μόνο τα πόδια σκέφτονταν τώρα, και ο ήλιος το πρωί, αν έβγαινε. Τράβαγα για τον νό(σ)το.

   Η πρώτη χλαίνη, που αλάφρυνε το τσουβάλι με το φευγιό της, έγινε δυο καρβέλια, λίγο κρέας καπνιστό, ένας φάκελος, ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Την αντάλλαξα με τον μάγειρα του καραβιού. Στον ώμο με έφτανε. Είχα ψηλώσει, κοίταγα τα χέρια μου.

   Είχα φύγει με χέρια χλωρά, μικρά και τώρα είχα μια παλάμη σκληρή, διάπλατη που γράπωνε και γραπωνόταν από το τσουβάλι. Ξένους τόπους και μια θάλασσα, τη Μαύρη, έπρεπε να περάσω. Εγώ που τρεις πόλεις ήξερα στη ζωή μου, έπρεπε να βαδίσω σε άγνωστες χώρες. Το νερό δεν βόλαε να χάσω, το νερό και τον ήλιο. Άλλους να με συμβουλέψουν δεν είχα. Έβαλα τον νό(σ)το μέσα μου και προχώραγα. Ρέμα έπρεπε να γίνω, να προλάβω να κυλήσω πριν φύγει από μέσα μου, ο εαυτός μου, για πάντα.

   Σκολειό είχα πάει τρία χρόνια. Αν ήμουν καχεκτικός θα συνέχιζα. Μα δεν ήταν χρόνια για να κρατάς το μολύβι τότε, για να αυλακώνεις το χαρτί, αν μπορούσες να βαστήξεις άλλα πράματα. «Καλύτερα να μάθεις τη γη τώρα, έχουμε ανάγκη από χέρια και το πρωί και το βράδυ» μου είπε ο πατέρας μου και έτσι άρχισα να μαθαίνω τη γη. Να την σκαλίζω, να την ποτίζω μα όχι να την γυρνάω. Μια αλλιώτικη αντιγραφή, έβλεπα κι έκανα. Μια αλλιώτικη ορθογραφία. Να σβήνεις το  άγριο, να του ξαναγράφεις τη ζωή, κάνοντας το ήμερο. Ήμερος ήμουν και με αγρίεψαν. Ζούσα το δικό μου-ανάποδο- μπόλιασμα.

   Στο λιμάνι  κράτησα το μολύβι, έγραψα το όνομά μου και το χωριό μου. Υποδεκανέας… υποδεκαεννέα με φώναζαν και γέλαγαν. Δεν τα κρατάς τα γέλια σε καραβάνα, χαλάνε γρήγορα. Ο φόβος αντέχει περισσότερο. Φιλιωμένος και με τη ζέστη και με το κρύο, αντέχει. Σάλιωσα… τον φάκελο, τον έκλεισα, τον έβαλα στην τσέπη της καρδιάς.  Αν πέσω μην μείνω ένας άγνωστος στρατιώτης.  Τα μάτια μου έκλεισαν σε μια κόχη του λιμανιού, για λίγο, δυστυχώς.

   Το πρωί έφαγα μια προσευχή που με δυνάμωσε, το ψωμί σκλήραινε, εγώ μαλάκωνα. Τα πόδια μου είχανε γίνει νερό. Κατέβαινα σαν το αδύναμο ρυάκι του αποκαλόκαιρου. Λέξεις δεν είχα να δώσω. Έδειχνα το στόμα μου, έδειχνα την κοιλιά μου. Το τσουβάλι στέρευε. Σε ένα χωριό μια γυναίκα μου έδωσε λίγο τυρί. Κράτησε το χέρι μου… και το ’βαλαν μέσα. Σκίρτησα. Είχε καιρό να μ’ ακουμπήσει άλλο χέρι. Στο σπίτι η μάνα θα ’φτιαχνε πίτα τώρα, θα μου την έδινε ζεστή στο χέρι. Μα δεν με νοιάζανε τα αγγίγματα τότε. Είχα πολλά και τα περισσότερα τα πέταγα. Εκείνο το ακούμπημα ήθελα να το κρατήσω. «Σ’ ευχαριστώ μάνα» της είπα. Ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν απ’ τα σφιγμένα μου δόντια. Με κατάλαβε.  Τα βράδια άνοιγα με τη ξιφολόγχη τρύπες και χωνόμουνα στο χώμα, έκοβα κλαδιά και τα ’ριχνα πάνω μου. Τυλιγόμουνα στη βρομιά μου, στη χλαίνη και έφτιαχνα το κιβούρι μου.  Οι πέτρες άνοιγαν τρύπες στα άρβυλα. Να κοιμηθούνε θέλανε μα τα ξύπναγα κάθε πρωί, όσο αντέχανε του ξύπνιου το πρόσταγμα.  Στο μούχρωμα μαύριζα. Σαν έμενα ακίνητος φοβόμουνα, σα με τύλιγε το σκοτάδι. Είχαν μια απέθαντη συννεφιά αυτοί οι τόποι. Μια συννεφιά διατακτική που φυλάκιζε τον ήλιο. Και βροχή πολλή, και λάσπη, και απελπισία. Τα δυο κουμπιά δεν λέγανε να χαλαρώσουν το σφίξιμό τους. Γερές κλωστές πιασμένες στου μυαλού το χάσιμο. Άλλη πυξίδα δεν είχα από το τρίτο κουμπί. Το κράταγα να μην το χάσω. Η τελευταία κλωστή του μυαλού. Την έδεσα στην Οδησσό και την ξετύλιγα. «Περπάτα, περπάτα, περπάτα» μου ’λεγε. Αυτό άκουγα, τα λόγια του ύπνου ήταν δύσκολα. Ένα βράδυ ηρέμησα, σε μια θημωνιά χωμένος. Ένα φεγγάρι έβγαινε που ήταν έτοιμο να σκορπίσει όλο το φως του από πάνω μου. Αύριο, ολόγιομο, θα το γένναγε. Έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα. Είχε σταματήσει το μυαλό μου να τρέχει. Έκλειναν τα μάτια μου, ήμουν ξανά στο ‘Μαηρέμα’ κι άκουγα τα κάστανα να μεγαλώνουνε. Πρώτη φορά κοιμήθηκα, κι ήθελα να ξυπνήσω, να πιάσω την ψίχα του κάστανου ονειρεύτηκα, εκεί στο ποτάμι που είχανε βγει οι νεράιδες και πλένανε τα νυφικά τους πέπλα. Αν έπιανα μία τώρα ήξερα τι να την κάμω. Παλιά μόνο τις φοβόμουνα. Έτσι με είχε δασκαλέψει ο αδερφός μου. Ήξερα, τώρα, πως αυτός ήθελε να πιάσει πρώτος νεράιδας χάδι, γι’ αυτό με φόβιζε. Ήμουν μεγαλύτερός του στο κορμί, εκείνος στα χρόνια. Πρώτη φορά άκουσα την προστακτική του φεγγαριού.  Αύριο, είχε καιρό να με κάνει να χαμογελάσω αυτή η λέξη. Το πρώτο κουμπί άφησε το τάνυσμά του. Ανάσανα.

   Τις επόμενες μέρες περπάταγα σε μια θάλασσα στάρι θερισμένο. Άλλη μια θάλασσα, αλλιώτικη. Τον πατέρα σκέφτηκα. Ποτέ δεν είχε δει τόσο πολύ, ποτέ δεν είχε δει τόσο μακριά. Καίγανε τα άχυρα, να φτιάξει σπίτι ο καρπός στη γη και την επόμενη χρονιά. Ξεκούμπωσα το πρώτο, το δεύτερο κουμπί. Το τρίτο το κράτησα σφαλιστό. Παντού σιτάρι κι όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.

   Οι πιο δύσκολες ώρες ήταν οι απογευματινές, εκεί στο σμίξιμο της μέρας με τη νύχτα. Τα άρβυλα πεθάνανε, δεν άντεξαν τόσο πόλεμο με τον δρόμο. Τώρα έδενα τα πόδια μου με τις λωρίδες απ’ τα παντελόνια. Ένα βράδυ άρχισε πάλι να βρέχει. Ένα σιγανό μουρμουρητό τ’ ουρανού στην αρχή. Βροχή. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, έπινα τα λόγια της. Το μουρμουρητό έγινε βρισιές και χτυπήματα. Φώλιασα σε μια κουφάλα. Κρύωνα, η χλαίνη έβγαζε όλο το χώμα. Έβριζα, κι εγώ, τη βροχή, που με πάγωνε. Αδύναμος, σταμάτησα. Πιο δυνατή, συνέχισε. Τα πόδια μου είχαν σταθεί.  Τρέχανε τα μάτια μου. Τρέχανε όλη νύχτα. Το πρωί με βρήκε στερευμένο κι άδειο. Έβγαινε ένας ήλιος που μου έδειχνε τον νότο. Όλα άχνιζαν γύρω μου. Ένα πιάτο ζεστή σούπα ο κόσμος που εξατμιζόταν αφάγωτος. Τα κουμπιά με σφίγγανε πάλε. 



   Σαν άκουγα φωνή, σαν έβλεπα χωριό ξεμάκραινα. Τα σκυλιά τα μπέρδευε η μυρωδιά μου. Είχε πάψει να μυρίζει, γνωστές μυρωδιές, αυτό που με κουβαλούσε,   ο  άνθρωπος που ήταν, ακόμα, κλεισμένος μέσα μου. Ένα αγρίμι πρωτόγνωρο για τα αγρίμια. Μπροστά μου πέρασε ένα σερνάμενο. Το έχωσα στο στόμα. Τόσο πικρό που ούτε η πείνα μου δεν το άντεξε. Πιάστηκα σε ένα κλαδί και έβγαλα τη βροχή και την πίκρα. Το μυαλό μου είχε αρχίσει να σαπίζει.  Θέλανε κόψιμο… οι σκέψεις.

   Μέτραγα τις μέρες. Εμμονικά επαναλάμβανα το όνομα της μέρας. Την ημερομηνία, το έτος. Δεν ήθελα να χάσω τις μέρες. Παρασκευή ξαναμύρισα σαν Κώστας. Ένα σκυλί που ούρλιαζε και μια βλαστήμια ελληνική. «Στο διάολο να πας…», ό,τι πιο ωραίο άκουγα εδώ και καιρό. Από εκεί γύριζα. Πήγες και γύρισες, συμπλήρωσα από μέσα μου. Στον διάολο πήγες και γύρισες Κώστα.

   Πέντε μήνες δεκαπέντε μέρες δρόμος. Περπάτησα ακόμα μέρες δεκάξι. Νοέμβρη μήνα και μ’ είχε πιάσει μεγάλη κάψα. Ξέσφιξα τα πάνω κουμπιά. Έκοψα το τρίτο, άφησα την κλωστή.   Αν βρεθεί κανείς άλλος στον δικό μου λαβύρινθο να ξέρει που να πιαστεί, που να γείρει τις νύχτες, εκεί που το κορμί ψάχνει να τρυπώσει στο χώμα. Έβγαλα τον φάκελο. Μου είχε πάρει καιρό να χαϊδέψω κάτι. Τώρα κι αν έπεφτα κάποιος θα ήξερε να με διαβάσει.

   Σαν έφτασα στον δικό μου κάμπο, έσκισα τον φάκελο. Άφησα τα κομμάτια του χαρτιού να τα μπερδέψει ο αέρας.  Δεν τον χάιδεψα. Κράτησα τ’ αγγίγματα για τους ζωντανούς. Φίλησα τους δικούς. Η αδερφή μου με πήρε από το χέρι. Με πήγε στο νεκροταφείο. Το όνομά μου ήταν γραμμένο, πάνω σε έναν σταυρό ξύλινο, στο κενοτάφιό μου. Ξέχωσα τον σταυρό, τον χρόνο που έλειπα, τον καινό μου εαυτό. Έσκαψα με τη ξιφολόγχη, έθαψα  μέσα τα τρίμματα του παλιού μου εαυτού, τη χλαίνη, τις λωρίδες, τη λόγχη. Τον σταυρό τον έκαψα. Πάνω στη φωτιά του έβαλα στην πυροστιά ένα  καζάνι νερό και το έβρασα. Το ανακάτεψα με κρύο νερό από το ρέμα. Έβγαζα από πάνω μου τα τρία χρόνια και τους έξι μήνες, τον δρόμο. Ο Σωτήρης είχε φτάσει. Θα γινόταν η σκιά μου τώρα. Έβαλα ρούχα καθαρά. Ξάπλωσα, τυλίχτηκα. Η βροχή γέμιζε το ρέμα. Μέχρι να ξαναμπώ στη μήτρα θα πέρναγε χρόνος. Τώρα μπορούσα να κοιμηθώ και να προσδοκάω να ξυπνήσω.   

 *Είναι η πραγματική ιστορία του παππού μου που στα γεγονότα του 1922 ήταν φαντάρος στη Σμύρνη. Επέστρεψε στην Ευρυτανία από την Οδησσό με τα πόδια. Ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν νομάδες του νερού μέχρι το 1946. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τα πέρναγαν στην Ευρυτανία, στο χωριό Τσικλίστα, το φθινόπωρο και τον χειμώνα πλησίον του Αιτωλικού, στο χωριό Χρυσοβέργι. Τον παππού τον έχασα στα εφτά μου. Πρόλαβε να μου μάθει το παραμύθι του Γκιώνη, με αυτό έχω κοιμίσει πολλές φορές τα παιδιά μου (τώρα δεν χρειάζονται παραμύθια, έχουν μεγαλώσει αρκετά). Η ιστορία της κατάβασης έχει φτάσει "σπασμένη" σε εμένα, αλλά δεν παύει να ισχύει ότι περπάτησε σχεδόν έξι μήνες. 

Το δεύτερο της ζωής μου ταξίδι

 –Οκτώβριος 1922–

Του Κώστα απ’ τα ψηλά


Το πλοίο μάς ξέβρασε στην Οδησσό.
Δεύτερη φορά στη ζωή μου έφτανα τόσο μακριά.
Μόνος, πεινασμένος, κούφιος κρατώντας στα χέρια ένα τσουβάλι με βρόμικες χλαίνες.
Έψαξα με τα μάτια μου να βρω τον νοτιά. Άρχιζα να περπατώ.
Περπατούσα έξι μήνες συνεννοούμουν με νοήματα. Άλλοτε αντάλλασσα μια χλαίνη για λίγο φαΐ . Άλλοτε έκλεβα.
Οι χλαίνες λιγόστευαν.
Το τσουβάλι άδειασε.
Το έκοψα σε λουρίδες για να τυλίγω τα πληγιασμένα μου πόδια.
Τα βράδια κοιμόμουνα σε θημωνιές και έτρεμα. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τόσο.
Πείναγα, βρόμαγα. Η Ρουμανία μια απέραντη πεδιάδα, παντού σιτάρι και όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.
Τα σκυλιά με αλύχταγαν, τους ανθρώπους τους απέφευγα.
Πέντε μήνες και δέκα ημέρες μου πήρε για να ακούσω ελληνικά.
Έκλαιγα.
Στο χωριό μου με είχαν θάψει.
Φίλησα τους δικούς μου.
Ξυρίστηκα, καθαρίστηκα, έφαγα, έκαψα τη χλαίνη μου και ξάπλωσα, όχι στον άδειο μου τάφο, αλλά, στο κρεβάτι έξω στο χαγιάτι.
Άκουγα το ρέμα του χωριού μου.
Ένιωσα τη μυρωδιά του καθαρού ρούχου.
Τυλίχθηκα.
Κοιμήθηκα.

Κώστας Μοναστήρας 

   Ο Κώστας Μοναστήρας (από πατέρα ορείτη και μάνα κρυπτοθαλασσινή) γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Πατήσια, προλαβαίνοντας τις τελευταίες αλάνες. Εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές του έχουν εκθέσει τα καλούδια του μυαλού τους πολλές φορές. Τη δική του έκθεση στο κοινό την όφειλε στους μικρούς γραφιάδες. Οφείλει, επίσης, πολλά στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους ανθρώπους του που τον δίδαξαν και τον υποστήριξαν. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Ηλιοτριβείο (Libron εκδοτική, 2016) και Υέτιος στίχος (Έναστρον εκδόσεις, 2018).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου