Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια Αλέξης Πανσέληνος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/6-protaseis-gia-anagnwseis-dekembrios/


Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/6-protaseis-gia-anagnwseis-dekembrios/




το νόημα της τοιχογραφίας

Πώς προσεγγίζεις ένα μυθιστόρημα που δεν εστιάζει την ιστορία του σε κεντρικό πρόσωπο, που δεν έχει την αφήγησή του δομημένη γύρω από βασικές συνιστώσες της πλοκής, που δεν έχει στην ουσία μία και μόνον πλοκή; Θα μπορούσαν, λοιπόν, τα κεφάλαια του βιβλίου να αποτελούν αυτόνομες ιστορίες; Λέω πως όχι. Κάποια από τα πρόσωπα επανέρχονται ως παρουσίες, μετά την πρώτη τους εμφάνιση, ωστόσο αυτό δεν θα ήταν αρκετό σε μια παραδοσιακή γραφή μυθοπλασίας, ούτε και είναι ο λόγος που συνδέει τις «ιστορίες» του βιβλίου μεταξύ τους. Ο συνδετικός ιστός του βιβλίου είναι η εποχή, είναι η ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του ’50 (που διατηρήθηκε με μικρές αλλαγές ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας) στην Αθήνα, την πόλη που τότε εξελισσόταν, ενηλικιωνόταν με αμφίβολα τα αποτελέσματα της ωρίμασής της, όπως αποδείχθηκε. Για τον συγγραφέα, ωστόσο, αυτά τα χρόνια ήταν ένα κομμάτι από τη δική του παιδική ηλικία, είναι οι δικές του αποθηκευμένες εικόνες μνήμης, που με την τωρινή ματιά αναπλάθονται στη γραφή διατηρώντας την αλήθεια τους (συχνά σκληρή) και ενσωματώνοντας μέσα τους την αναπόφευκτη γνώση για την εξέλιξη που είχαν. Να διευκρινιστεί εδώ πως για μυθοπλασία πρόκειται, ακόμα κι αν γνωστά πρόσωπα ανιχνεύονται μέσα της, ακόμα κι αν κάποια από αυτά καθαρά ονομάζονται. Άλλωστε, γνωστό αυτό σε όποιον έχει δοκιμαστεί στη γραφή, ακόμα και η πιο αληθινή ιστορία ακουμπά στο λογοτεχνικό «ψεύδος», ακόμα και η πιο ευφάνταστη μυθοπλασία έχει την αφορμή της σε προσωπικά βιώματα.
Τα πιο σκληρά συλλογικά βιώματα (η εποχή γειτνιάζει με ζοφερές σελίδες της ιστορίας του τόπου που ακόμη ηχούν) συντροφεύονται (ευφυής στη δισημία του ο τίτλος) από «ελαφρά τραγούδια», έτσι όπως ακουγόντουσαν από τα ραδιόφωνα της εποχής, κι ας μην ήταν όλα ελαφρά. Μια αντίστιξη της ελαφρότητας με το βάρος των βιωμάτων. Η ανάγκη τότε του κόσμου να δει τη ζωή με πιο αισιόδοξα μάτια – κι ας μη φαινόταν το άνοιγμα του ορίζοντα σε ένα καλύτερο μέλλον. Η αρχή της ανοικοδόμησης της ζωής από τα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου –δύο πόλεμοι μαζί– αλλά και η αρχή της ολέθριας οικοδόμησης της Αθήνας, η αρχή του νεοπλουτισμού, το ξεκίνημα μιας ατέλειωτης ως τα σήμερα πορείας καταστροφής. Ποιος, όμως, τότε μπορούσε να τα δει όλα αυτά στην απαισιόδοξη προοπτική τους;

«Ω, τι ευτυχισμένος κόσμος! Τρυφερά, χαρούμενα βαλσάκια μάς παίζει το ραδιόφωνο στην καθημερινή εκπομπή ‘Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια’ και διακόπτουν καμιά φορά το Δελτίον Ειδήσεων, η Πρόβλεψις Καιρού Ελληνικών Θαλασσών και αι Αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού […]

Το βαθύ υπόστρωμα με τα ψήγματα του μαύρου επισκιαζόταν από τη ζωτική ανάγκη για χαμόγελα. Ένας κόσμος που με τα σάπια του δόντια τολμούσε να χαμογελάει, χωρίς να βλέπει τις διώξεις των ηττημένων του εμφυλίου, την κατάργηση των οραμάτων, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τις θανατικές εκτελέσεις – είναι αλήθεια πως αυτά όλα τραγουδιούνται αλλιώς, χωρίς κανένα άλλοθι ελαφρότητας, γιατί δεν το χρειάζονται. Ο Πανσέληνος έχει τον τρόπο να δώσει όχι τα ίδια τα γεγονότα (αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα χωρίς ωστόσο να χάνουν το βαρύ σημαινόμενο μέσα τους) αλλά το πώς αυτά περνούσαν στην καθημερινότητα της αστικής ζωής της Αθήνας.

«Εξάλλου η ώρα που επελέγη για να γίνει ό,τι έγινε πρέπει κι αυτή να τονιστεί. Τέσσερις το πρωί, ξημερώματα Κυριακής, προτού ξυπνήσει η πόλη, προτού ξυπνήσει ο κόσμος, προτού μαθευτεί το νέο και υπάρξουν αντιδράσεις οξύτατες της τελευταίας στιγμής – λαθραία,  σχεδόν, κρυφά από το φως του ήλιου έγινε.
-         Θα μπορούσαν να τους τουφεκίσουν μέσα στα κελιά τους, για πιο γρήγορα, σχολιάζει ο κύριος με τα λάστιχα στα μανίκια του πουκαμίσου, που έχει επιστρέψει στο πόστο του, έχει πείσει την αναποφάσιστη πελάτισσα να αγοράσει για τον σύζυγο τη Μενούνος φουζέρ (την οποία ήδη πληρώνει στο ταμείο), και τώρα δείχνει με το δάχτυλο το κείμενο της σύντομης είδησης στον συνάδελφο από το τμήμα ειδών εξοχής.
-         Να σας το τυλίξω! προθυμοποιείται η πωλήτρια του καπέλου μου και πιάνει ένα κουτί.
-         Δεν χρειάζεται. Θα το φορέσω πάραυτα… Αυτός ο ήλιος! Λέω εγώ. Αυτός ο ήλιος είναι πολύ σκληρός…
-         Ζεστός, με διορθώνει.
-         Σκληρός, επιμένω. Μιλάμε για το φως, όχι για τη θερμοκρασία. Μιλάμε για το φως, ματάκια μου!»

(η αναφορά στην εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του)
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ντύνονται με τις ιστορίες του βιβλίου, υπάρχει και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (αναιρώντας έτσι τη συνθήκη του αμιγώς παντογνώστη συγγραφέα/αφηγηματικού υποκειμένου), ο παρατηρητής αλλά και συμμετέχων ενίοτε, ο οποίος σχολιάζει από μια οπτική πιο σοφή μιας εγνωσμένης ήδη πραγματικότητας. Μια υπέροχη μείξη γνώσης και άγνοιας των ηρώων, ταυτόχρονα μια ανάμειξη των αφηγηματικών τρόπων. Περισσότερο, όμως, μια αλλαγή ύφους του πολυγραφότατου συγγραφέα· κάτι που δείχνει εμφανέστατα πως ο πειραματισμός και η εισχώρηση σε νέες μορφές δεν είναι μόνον  ίδιον των νεότερων της συγγραφής αλλά ένδειξη ενάργειας του πνεύματος και τόλμης για τους δοκιμασμένους. 


Μυθιστόρημα, λοιπόν, κι ας μην μοιάζει για τέτοιο. Μυθιστόρημα, γιατί όταν δεις από μια απόσταση αναγνωστική όλες τις ιστορίες μαζί, σου φέρνουν στον νου μια τοιχογραφία τεράστια. Από κοντά παρατηρείς μόνον τα επιμέρους, μορφές και σχήματα, που δεν  νιώθεις αμέσως το μερίδιό τους στη συνολική εικόνα· η απόσταση είναι που σου προσφέρει και τη σχεδιαστική ιδέα του δημιουργού αλλά και το νόημά της. Όπως εδώ. Είναι το μωσαϊκό του βιβλίου. Η πρώτη ύλη από την οποία φτιάχνεται η μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα. Η παρατήρηση, η μνήμη, η γνώση. Είναι η εποχή. Είναι η μνήμη που αποθηκεύει και η γνώση που καταγράφει – όπως κι αν ο δημιουργός θελήσει να τα διατάξει όλα αυτά τα πρωτογενή υλικά για να συνθέσει το έξοχο σύνολο.
Το λέει και ο ίδιος ο Πανσέληνος:

«Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής, θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν την χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους· το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου».



Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου