Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Το νερό που μ’ εκδικήθηκε και άλλες ιστορίες του νου Τίνα Κουτσουμπού ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Το νερό που μ’ εκδικήθηκε

και άλλες ιστορίες του νου

Τίνα Κουτσουμπού

 ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η επινόηση και η αυθεντικότητα • Fractal (fractalart.gr)

 

 


Η επινόηση και η αυθεντικότητα

 

Οι ήρωες στις 26 ιστορίες της Τίνας Κουτσουμπού αναμετρώνται με όλα τα μεγέθη που τους περιτριγυρίζουν (τις κοινωνικές συνθήκες, τις στερεότυπες αντιλήψεις, τις ανατροπές της τύχης, τη δύναμη ή την αδυναμία των άλλων), αντιλαμβάνονται όμως ότι είναι ο εαυτός τους που θέτει τους κανόνες, που τους προτρέπει ή τους αποτρέπει.

Τα πρόσωπα εδώ ακροβατούν ανάμεσα σε ένα δύσκολο παρόν, που τους απογοητεύει ή τους αποθαρρύνει, και σε ένα επινοημένο, φανταστικό σκηνικό, που τους καλεί σε αναμέτρηση με τις πραγματικές τους δυνατότητες· το απώτατο όριο στο οποίο θα φτάσει ο καθένας θα εξαρτηθεί από τη σημασία που θα δώσει στη βαθύτερη επιθυμία του, ακόμη κι αν αυτή έχει τη μορφή ενός ονείρου που μοιάζει ακατόρθωτο, συχνά καταργώντας το ρεαλιστικό πλαίσιο της συμβατικής ζωής. Και είναι αυτό το σημείο, στο οποίο η κάθε πράξη, η κάθε σκέψη, η κάθε ελπίδα και επιθυμία αιφνιδιαστικά και απρόσμενα αθωώνονται. Δεν χωράει εδώ καμιά κατηγορία· ο αναγνώστης αποδέχεται τις επιλογές του ήρωα, εξοικειώνεται μαζί του, συγχωρεί σφάλματα, εμμονές, λανθασμένες κινήσεις. Το όνειρο, ως συνειδητή ή όχι κατάσταση, αποενοχοποιεί και αθωώνει το πρόσωπο. Η λογοτεχνία για μια ακόμη φορά αναδεικνύεται ισχυρός αντίλογος στην καθημερινή κενότητα που μειώνει ή ακόμη και αναιρεί την ελπίδα.

Η κατάργηση της γραμμικής χρονικής αφήγησης, με την εισχώρηση του παρελθόντος στα τεκταινόμενα –είτε ως πρωτοπρόσωπη σκέψη του ήρωα είτε ως τριτοπρόσωπη συγγραφική παρέμβαση– υποβοηθάει την ανίχνευση των αιτίων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο παρόν, όπως το καταγράφει η κάθε ιστορία. Σ’ αυτό το παρόν χωρούν πρόσωπα με αυθεντικότητα, με την αλήθεια τους να κραυγάζει, με την αλληλεγγύη να εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία. Ο γιατρός του ακριτικού νησιού θα συνδράμει τον Σύριο πρόσφυγα στην ατυχία του, ένας περαστικός θα προσεγγίσει τον Χασάν των φαναριών, ένα παιδί θα νιώσει την ανάγκη του καινούργιου μαθητή για προσαρμογή στο, αρνητικό απέναντι στη διαφορετικότητα, σχολικό σύνολο, μια γυναίκα μέσα από την απόλυτη καταστροφή θα βρει τον δρόμο της προσφέροντας αγάπη και φροντίδα σε εγκαταλελειμμένα παιδιά. Δίπλα σ’ αυτούς, θα δούμε μικρές επαναστάσεις που ανατρέπουν τις ως τότε βεβαιότητες, αλλά και κάποιους ήρωες να ανακαλύπτουν την ουσία της δικής τους ζωής μέσα από εκμυστηρεύσεις των παλαιότερων, συγγενείς να συναντώνται απρόσμενα, ζευγάρια να γερνούν μαζί, ήρωες να ξαφνιάζονται με τις αλλαγές της τύχης τους συνειδητοποιώντας πόσο αμφίβολες καταλήγουν οι σταθερές στις οποίες ως τότε στηρίζονταν. Όλοι μοιάζει να ζητούν όσα η ζωή τούς χρωστάει, όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν πράξη αλλά που, έστω τώρα, θέλουν να προσπαθήσουν να τους δώσουν σάρκα και οστά.


Οι ιστορίες της Κουτσουμπού έχουν μια αυθεντικότητα, που απηχεί την αληθινή αγάπη με την οποία πλάθει τους ήρωές της, με κατανόηση των αδυναμιών τους, με την επίγνωση πως συχνά αναπόφευκτα θυματοποιούνται. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της χαμηλόφωνης γραφής, που βγάζει κατευθείαν στον πυρήνα μιας αληθινής ιστορίας. Οι ιστορίες στηρίζονται σε εύστοχες μυθοπλαστικές επινοήσεις, όμως ακουμπούν σε αληθοφανείς καταστάσεις, ακόμα κι αυτές που μπαίνουν στον πειρασμό να αμφισβητήσουν την πραγματικότητα μέσα από το όνειρο. Άλλωστε, ποιος θα ισχυριστεί πως  ό,τι ζούμε δεν έχει και μια διαφορετική όψη, πιο υπερβατική, πιο ανατρεπτική, και, εν τέλει, πιο ανθρώπινη στη βαθύτερη ουσία της; Όσα βλέπουμε, όσα συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, ίσως να μην είναι παρά η μία όψη του καθρέφτη. Η λογοτεχνία ξέρει τον τρόπο να διαβάζει τα ανεστραμμένα είδωλα, να τα κάνει να μοιάζουν και αυτά αληθινά.

 

Απόσπασμα

 

[…]

Πήρα το πιάτο μου και τον πλησίασα. «Γεια σου, αδελφέ, δεν με γνώρισες; Κι όμως είμαστε γνωστοί. Είμαι εκείνος που σε έδιωξε από το υπόγειο της οδού Σκουφά, μια βροχερή μέρα Σαββάτου πριν κάποια χρόνια, τότε που λουζόσουν στην αυλή μου.  Τώρα είμαι κι εγώ κακομοίρης και άστεγος σαν κι εσένα» έκανα επιτέλους την οδυνηρή διευκρίνιση μήπως και με γνωρίσει. «Ντρέπομαι για λογαριασμό μου, φίλε… Μιχάλη», άκουσα τη φωνή μου να λέει την πρόταση, σαν μια καθυστερημένη συγνώμη για το αλλοτινό μου εγωιστικό φέρσιμο. […] Με κοίταξε για λίγο απορημένος πασχίζοντας να ανακαλέσει στη μνήμη του το περιστατικό της επεισοδιακής γνωριμίας μας, κι έπειτα ξαφνικά, σαν η θύμησή του να επανήλθε, είδα στο βλέμμα του μια σπίθα αποδοχής και κατανόησης για το αναίτιο τότε φέρσιμό μου. Με κοίταξε με νόημα και περιμένοντας να αρχίσω ίσως τη δική μου εξιστόρηση για το πώς βρέθηκα στη σημερινή μου κατάσταση, άρχισε να πίνει λαίμαργα, αφήνοντας τις σταγόνες να τρέχουν στο στέρνο του. «Είδες, αφεντικό τώρα, τι ψυχή έχει λίγο νερό;» μου απάντησε, αναθυμούμενος το απελπισμένο του πλύσιμο τότε, στην αυλή μου.  Δεν του απάντησα, τι να ’βρισκα άραγε να του πω; «Μια αλληλεγγύη μας σώζει, φίλε», μου είπε, «μόνο μια αλληλεγγύη». («Το νερό που μ’ εκδικήθηκε», σ. 126-127)

 

Διώνη Δημητριάδου


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου