Σε θολά νερά
διηγήματα
Χρύσα Φάντη
εκδόσεις Σμίλη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
«Σε θολά νερά», της Χρύσας Φάντη (κριτική) (bookpress.gr)
Προσωπικές
πορείες μέσα από θολά νερά
Ιστορίες απρόβλεπτες στην εξέλιξή τους, με τα πρόσωπα
να υπερβαίνουν τα όρια του χώρου που τους δίνεται στο καθένα από τα δεκατρία
διηγήματα, προκειμένου να «συναντηθούν» μεταξύ τους με ορατές ή όχι συνδέσεις·
ιδανικός τρόπος γραφής, μιλώντας για συλλογή διηγημάτων, καθώς οι διαφορετικές
ιστορίες δεν βρίσκονται τυχαία στεγασμένες κάτω από τον ίδιο γενικό τίτλο. Εν
προκειμένω, τα Θολά νερά του τίτλου
σκόπιμα θαμπώνουν την αρχική εικόνα για να επιτρέψουν κατόπιν την προσωπική
αναγνωστική πρόσβαση στην υποκρυπτόμενη ουσία των πράξεων των ηρώων. Πάντοτε
ευκταία η αναγνωστική συμμετοχή, και εδώ η Χρύσα Φάντη (επαναλαμβάνοντας την
επιλογή της από την πρώτη της εμφάνιση ως σήμερα) δεν προσφέρει απλώς την
ευκαιρία μιας προσωπικής ερμηνευτικής πρόσβασης στα γραπτά της αλλά απαιτεί από
τον αναγνώστη της την εγρήγορση, ώστε να μη διαφύγει τίποτα από όσα η αρχική
συγγραφική ιδέα προέβλεψε.
Ωστόσο, ας μην παραβλέψουμε την περίπτωση αυτό το θολό
τοπίο –διακριτό άμεσα ή έμμεσα σε όλα τα διηγήματα της συλλογής– να αφορά τους
ήρωες (ή αντιήρωες καλύτερα) των ιστοριών, καθώς το ονειρικό στοιχείο εισβάλλει
αιφνιδιαστικά στην πραγματικότητα του κάθε προσώπου πότε ανατρέποντας ό,τι ως
τότε θεωρούσε δεδομένο και πότε επιτρέποντας να ανοιχτεί πέρα από όσα νόμιζε
ότι όριζαν τον χώρο του περιορίζοντας τις κινήσεις και τις επιθυμίες του. Δεν
έχει καμία σημασία αν η νέα εκδοχή ζωής στηρίζεται στο παρελθόν, όταν μνήμες
ιαματικά εισχωρούν μέσα σε μια ζοφερή ή απλώς ανιαρή καθημερινότητα, ή αν
ανοίγεται νέος δρόμος, άγνωρος και ίσως ριψοκίνδυνος, μια που εδώ δεν έχει
σημασία το αποτέλεσμα και η νίκη, όσο μετράει η επιλογή να επιχειρηθεί μια
αλλαγή.
Πριν μερικά χρόνια, στον τρόπο που η Φάντη πειραματίστηκε στη μεγάλη αφήγηση γράφοντας το μυθιστόρημα Η ιστορία της Σ. (Γαβριηλίδης, 2016), είχε επισημανθεί η ευστοχία στη χρήση της γλώσσας και η άνεση στη χρήση των διαφορετικών τεχνικών αφήγησης. Κι αν τότε η πολυμορφία έδινε περισσότερο την αίσθηση μιας άσκησης γραφής, εδώ αποκτά την ιδανική θέση εξυπηρετώντας κάθε φορά την ιδιαιτερότητα του κάθε διηγήματος. Παράλληλα, η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, ακόμη και στο ίδιο διήγημα (ενδεικτικά αναφέρω το διήγημα «Σε θολά νερά»), ας μη θεωρηθεί ένα συγγραφικό τέχνασμα προς εντυπωσιασμό, αφού στην ουσία εξυπηρετεί τη διαφορετική οπτική μεταπηδώντας από την τριτοπρόσωπη φωνή της αφηγηματικής παρατήρησης και παντογνωσίας στην πρωτοπρόσωπη θεώρηση των πραγμάτων από τον ίδιο τον ήρωα– μια εναλλαγή φυσικά τεχνητή και εκπορευόμενη από το ένα και μοναδικό πρόσωπο του «σκηνοθέτη»/συγγραφέα, ωστόσο απολύτως λειτουργική ως προς το «λογοτεχνικό ψεύδος», την ψευδαίσθηση πως ό,τι διαβάζουμε παριστάνεται με αληθοφάνεια μπροστά μας, ακόμη κι αν δεν αφορά παρά μια κατασκευασμένη συγγραφικά αλήθεια· ετούτη όμως είναι η τέχνη της γραφής, και εδώ έχουμε ένα από τα καλύτερα δείγματα. Η συγγραφική «σκηνοθεσία» αποδεικνύεται ικανή στην τοποθέτηση των προσώπων στον χώρο (σημαντική εδώ η σωστή χρήση της περιγραφής των χώρων, ώστε να μην αιωρούνται τα πρόσωπα μετέωρα) και στην καθοδήγηση των φωνών ειδικότερα στα διαλογικά μέρη – μια συνθήκη που εδώ εξυπηρετείται άριστα προσθέτοντας ιδιαίτερη αξία στη συγκεκριμένη γραφή, καθώς ο διάλογος συχνά από συγγραφείς της μικρής φόρμας παραμελείται και υποβαθμίζεται ως λειτουργικό μέρος της συνολικής επεξεργασίας.
Η περίπτωση της Χρύσας Φάντη αξίζει να προσεχθεί. Από
γραφή σε γραφή βελτιώνει την τεχνική της σκευή, αποδεικνύοντας πως στον χώρο
της μικρής φόρμας προσφέρει μια, θα τολμούσα να πω, ανανέωση της μορφής
πειραματιζόμενη σε νέους τρόπους με τολμηρές αναμείξεις, αποφεύγοντας την
επανάληψη. Κι αν αυτό αποδεικνύεται σπουδαίο ως αποτέλεσμα, ας μην υποβαθμισθεί
και η αξία του περιεχομένου. Η Φάντη επιλέγει προσεκτικά τις ιστορίες της, ώστε
να απηχούν, πίσω από τη σύντομη και περιεκτική τους πλοκή, την απώτερη ουσία
που τις αναδεικνύει αφενός σε αυτόνομα από τη μία διηγήματα αλλά αφετέρου τις
συνδέει όλες κάτω από μία κοινή οπτική: ό,τι περισσότερο αξίζει σε μια ζωή που
βυθίζεται στην καθημερινότητα και ίσως στο αδιέξοδο είναι η εξεύρεση μιας
πιθανής εξόδου, ρεαλιστικής ή ονειρικής, αρκεί να εκπορεύεται από αυθεντική
επιθυμία. Και είναι τότε και μόνον που η αξία της είναι ανεξάρτητη από μια
(ίσως και αναμενόμενη) ήττα.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Κι ύστερα,
μην ξεχνάς, και στον πιο μικρό τόπο υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί σε θάλασσα,
ένας δεύτερος που οδηγεί σε πόλη κι ένας ακόμη που ανεβαίνει σε κάποιο βουνό· ο
τελευταίος, με πολλές στροφές και επώδυνες παρακάμψεις. Υπάρχουν δρομάκια που
λοξοδρομούν και μονοπάτια που με λίγη τύχη θα σ βγάλουν σε ξέφωτα, αφού πρώτα
σε ταλανίσουν στα πέρα-δώθε μες στα χωράφια. Όλα αυτά για τους περιπάτους που
θα επιχειρήσεις μέρα. Το σούρουπο τίποτα δεν θα μετρά, όλα κι εκεί βουλιάζουν. («Καλλίστη»,
σ. 104)
Στο μέσον
εκείνου του no man’s ξερότοπου ο
Ηρακλής σταμάτησε και, σαν ραβδοσκόπος ή λιποτάκτης που φοβόταν να μην πάει και
πέσει σε νάρκη, άρχισε ν’ ανασκαλεύει απαλά το χώμα με το μπαστούνι του, ένα
μπαστούνι που στα μάτια μου έμοιαζε τώρα περισσότερο με ραβδί από αμπέλι. Αν
και δεν παίρνω όρκο πως επρόκειτο για εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ή κάποια
επόμενή της, κι ενώ συνέχιζα να τα βλέπω όλα σαν μέσα από το μισοξύπνι ενός
τρίτου, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να βρίσκομαι εκεί όπου πραγματικά
βρισκόμουν, να ήμουν με άλλα λόγια παρών.
(«Στη χώρα του no man», σ. 181)
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου