Ο κήπος του Λουξεμβούργου
και άλλα κείμενα
Νίκος Αλιφέρης
εκδόσεις Άγρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Νίκος Αλιφέρης: «Ο κήπος του Λουξεμβούργου» (diastixo.gr)
Εύστοχα στον πρόλογο του βιβλίου του ο Νίκος Αλιφέρης
αναφέρεται στον Έριχ Άουερμπαχ και στη θέση του για τη σχέση της λογοτεχνίας με
την πραγματικότητα ως αναπαράστασή της, όπως παρουσιάζεται στην εμβληματική Μίμηση του συγγραφέα. Ο Αλιφέρης
προεκτείνοντας τη θέση αυτή μετατρέπει τη σχέση σε δυνάμει αμφίδρομη, αφού με
τη σειρά της η λογοτεχνία (η τέχνη θα λέγαμε γενικότερα) προσφέρει τα κατάλληλα
εργαλεία προκειμένου αυτή ακριβώς η πραγματικότητα να γίνει προσπελάσιμη,
επηρεάζοντας έτσι και τον ίδιο τον χαρακτήρα της. Κυρίως με την επινοημένη
εικόνα που δημιουργείται στη λογοτεχνική γραφή διαφαίνονται πλευρές του
πραγματικού που αλλιώς θα έμεναν δυσερμήνευτες, αν όχι παρερμηνευμένες. Εν
προκειμένω, στα είκοσι τρία κείμενα του βιβλίου παρουσιάζονται όψεις του κόσμου
που μας περιβάλλει, έτσι όπως προκύπτουν από την προσεκτική παρατήρηση του
συγγραφέα και τη διάθεσή του να δει την ουσία κάτω από την παραπλανητική συχνά επιφάνεια,
και να την ερμηνεύσει βοηθούσης της λογοτεχνίας.
Αυτό κάνει στο εξαιρετικό «Το ανατέλλον φως του
Παπαδιαμάντη», όπου με την ευχέρεια (και την αποενοχοποίηση) που προσφέρει η
τέχνη του λόγου, αναδεικνύει τη μέγιστη σε αξία γραφή του ταπεινού Σκιαθίτη σε
ικανό αντιστικτικό πόλο του Κακού, πιο πάνω και πιο πέρα ακόμα και από τη
ντοστογιεφσκική ευρεία στη μυθιστορηματική εκδοχή πραγματεία επί του θέματος. Αλλά
και στη «Φάρσα», κινούμενος επιδέξια ανάμεσα στη σύγχρονη εικόνα των νεαρών
ατόμων που εξοικειωμένα με την τεχνολογία έχουν αναγάγει τα μηνύματα σε «ζώσα»
επικοινωνία, θυμάται τη σατανική για τη υπηρέτρια (στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ) εφεύρεση του τηλεφώνου για
να καταλήξει σε μια ευφυή φάρσα που έστησαν οι δικοί του σε έναν βουλευτή χρησιμοποιώντας
την άλλη διαβολική εφεύρεση, αυτή του μαγνητοφώνου. Όσο για τη σύγχυση που
επικρατεί ως προς τη σαφή απόδοση των εννοιών με τον πεπερασμένων δυνατοτήτων
λεκτικό κώδικα («Η ασάφεια του λόγου»), θα ασχοληθεί με τον όρο δημοκρατία ή
Δημοκρατία, για να καταλήξει πάλι στον Άουερμπαχ που συνδέει τον νεφελώδη και
ασαφή λόγο με την κατά περιόδους παρακμή της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Βρίσκεις πολλές ανάλογες αφορμές στην πολυποίκιλη θεματική του βιβλίου για να αναλογιστείς πόσο η καλή γραφή (εύστοχη στους τρόπους έκφρασης αλλά και στην επιλογή των στόχων της) μπορεί να δέσει μεταξύ τους φαινομενικά ασύνδετα θέματα, ωστόσο βρισκόμενα σε μια βαθύτερη επικοινωνία – πώς συνδέονται, για παράδειγμα, η Αθηναϊκή Δημοκρατία, η ανθρώπινη βλακεία, η 17η Νοέμβρη, ο Κομφούκιος κ. ο. κ. για να αναφέρουμε μόνον κάποιες από τις θεματικές του; Οι επισημάνσεις του Αλιφέρη, μπορεί να αφορούν κατά καιρούς σκέψεις και παρατηρήσεις του, και οπωσδήποτε θα απέχουν κάποιες χρονικά μεταξύ τους. Όμως, το γεγονός της συμπερίληψης τους κάτω από τον ίδιο τίτλο σε μια συλλογή κειμένων/αφηγημάτων αποκτά ενδιαφέρον αν δούμε το νήμα που τις συνδέει. Συνιστούν όλες μαζί αφενός έναν κόσμο σύγχρονο όσο και διαχρονικό, και αφετέρου απηχούν τον τρόπο που ο συγγραφέας θεάται αυτόν τον κόσμο, τον αναλύει και τον προσφέρει ερμηνευμένο κατά το δοκούν. Μια εναλλαγή του είναι και του φαίνεσθαι, μια αντιπαράθεση της ευτέλειας με το εξαίσιο, του παραλογισμού με την ευθεία οδό της λογικής.
Γράφει εδώ: Εκπλήσσομαι
πάντα όταν διαπιστώνω πως ο στοχασμός πάνω στις τέχνες και στα γράμματα μπορεί
να μετατραπεί σε πολιτική σκέψη. Αν η πραγμάτωση ενός έργου τέχνης, λοιπόν,
κατά τον εθνικό μας ποιητή, απαιτεί λογισμό και όνειρο, το ίδιο χρειάζεται και
η πολιτική. Όχι μόνο από πλευράς
πρωταγωνιστών αλλά ακόμη και για μια ισορροπημένη στάση όλων μας απέναντι στα
πολιτικά πράγματα. Αυτό δεν ισχυρίζεται και ο Μπωντλαίρ όταν γράφει Ce double caractére de calcul et de rêverie qui constitue l’ être parfait [Τα δύο χαρακτηριστικά, ο λογισμός και το όνειρο, που
συνθέτουν τον τέλειο άνθρωπο];
(«Τέχνη και πολιτική», σ. 27)
Μια επισήμανση, εν κατακλείδι. Εκεί που ετοιμάζεσαι να
θεωρήσεις αυτά τα κείμενα δοκίμια (και πολλά από αυτά είναι, για παράδειγμα το
σχετικό με τη μεταφραστική εργασία «Ούτις εμοί γ’ όνομα»), έρχεται η άλλη
ιδιότητα, η ποιητική, να δώσει έναν διαφορετικό αέρα σε αυτή τη γραφή, να
δείξει πώς ποιητικώ τω τρόπω, με την
ελεύθερη περιδιάβαση στον κόσμο των ιδεών (με την αρχική ωστόσο ιδέα πάντα παρούσα),
με την αναγκαία συμπύκνωση όλου του νοήματος μέσα στις λίγες, κατάλληλες λέξεις,
μπορεί ένα δοκίμιο στην πρωταρχική του πρόθεση να αποκτήσει ύφος και χαρακτήρα
καθαρά λογοτεχνικό. Γιατί η αλήθεια είναι πως τα κείμενα αυτά διαβάζονται με
την αναγνωστική πρόσληψη που χαρακτηρίζει την καλή λογοτεχνία, παρέχοντας στον
αποδέκτη την άνεση της προσωπικής ερμηνευτικής επεξεργασίας. Ο συγγραφέας,
άλλωστε, θα κάνει την απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στα καλά και στα κακά (ή έστω
μέτρια) βιβλία και στη συνακόλουθη επίδραση που ασκούν στους αναγνώστες τους, δηλαδή
σ’ αυτά που βαθαίνουν το βλέμμα και
σ’ αυτά που το καθιστούν ηλιθιότερο
(«Το βιβλίο, ο κακός φίλος του ανθρώπου»).
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου