Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Χωρικά ύδατα Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας Δημήτρης Δασκαλόπουλος εκδόσεις Μελάνι η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Χωρικά ύδατα

Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

εκδόσεις Μελάνι

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Χωρικά ύδατα» (diastixo.gr)

 



Στα χωρικά ύδατα της προσωπικής του λογοτεχνικής επικράτειας οδηγεί τον αναγνώστη του ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δημιουργός με πολυσχιδή δραστηριότητά στα ελληνικά γράμματα. Δεκατρία δοκίμια γραμμένα την πρόσφατη δεκαετία και δημοσιευμένα αρχικά με αφορμή επετείους ή αφιερώματα περιοδικών που αποτελούν, κατά τον γράφοντα ένα προσωπικό του εικονοστάσι. Ενδιαφέρουσα η προσωπική κατ’ αυτόν τον τρόπο τοποθέτηση, καθόσον αποδεικνύει ότι ο καλός κριτικός δεν οφείλει στανικώς να αποστασιοποιείται από το εξεταζόμενο έργο εγκαταλείποντας το προσωπικό του στίγμα, αλλά αντιθέτως προσφέρει στη γενικότερη θεώρηση της λογοτεχνίας, όταν επιτρέπει την παρείσφρηση των προσωπικών του κριτηρίων στην αξιολόγησή της. Ο Δασκαλόπουλος προλογίζοντας το βιβλίο διευκρινίζει το βασικό κριτήριο στη βάση του οποίου επέλεξε τα πρόσωπα που τον απασχολούν: Είναι φυσιογνωμίες με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Δεν υπαινίσσομαι μόνον την ιδιαιτερότητα της γραφής και του ύφους καθενός αλλά, κυρίως, την ηθική στάση που διατήρησαν σε όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής και της δημόσιας παρουσίας τους – στάση που καθιστά την περίπτωσή τους από πολλές απόψεις παραδειγματική. (Πρόλογος). Αν η ηθική στάση τους είναι η κατευθυντήρια αφορμή για τον δοκιμιογράφο/κριτικό, δεν θα μπορούσε αυτή να μην εκφράζει και την προσωπική του εκτίμηση για την έννοια του ήθους, τόσο στη γραφή όσο και στη ζωή γενικότερα.



Δύο από τα δοκίμια αφορούν τον Κωνσταντίνο Καβάφη, με το πρώτο να  επικεντρώνεται στα ερωτικά ποιήματα – κυρίως στο ποια πρέπει να συγκαταλέγονται στην κατηγορία αυτή αλλά και στις αφορμές τους,  συνιστώντας έτσι ένα από τα εμβριθέστερα (παρά τη συντομία του) δοκίμια περί της καβαφικής ποίησης. Το δεύτερο, πρωτότυπο στη θεματική σύλληψή του, εξετάζει την εικαστική αποτύπωση της μορφής του ποιητή παραθέτοντας ταυτόχρονα τις αμφίδρομες, όπως τις ονομάζει, σχέσεις του ποιητή με ανθρώπους της Τέχνης.

Στον πατέρα του Γιώργου Σεφέρη, νομικό, Καθηγητή στην έδρα του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και ποιητή Στέλιο Σεφεριάδη, αφιερώνεται το επόμενο δοκίμιο, στο οποίο παρουσιάζεται η σχέση γιου και πατέρα, σε κάθε περίπτωση σημαντική, ακόμη κι αν ελάχιστη συνάφεια ύφους υπάρχει στις ποιητικές τους δημιουργίες, ακόμη κι αν ο Στέλιος Σεφεριάδης έγινε γνωστός μεν ως πνευματική προσωπικότητα όχι όμως ως άξιος λόγου ποιητής.

Στον Γιώργο Σεφέρη, σε αναφορά εδώ κατά άμεσο τρόπο, διαβάζουμε δύο δοκίμια, στο πρώτο από τα οποία σκιαγραφείται η προσωπική του φιλία με τον Patrick Leigh Fermor, την εμβληματική αυτή προσωπικότητα που έδεσε με ποικίλους τρόπους τη ζωή του με την ελληνική πραγματικότητα.  Παράλληλοι δρόμοι, όχι εύκολα ορατοί στην ως τώρα δοκιμιογραφία, επισημαίνονται εδώ παρά τη διαφορά ηλικίας αλλά και τα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία προέρχεται ο καθένας. Ο Δασκαλόπουλος μελετώντας την αλληλογραφία των δύο ανδρών θα δείξει μία από τις παραμέτρους που οδήγησαν στη σθεναρή και μακρόχρονη φιλία τους: Αψευδής μάρτυρας της εκατέρωθεν εγκάρδιας σχέσης είναι η αλληλογραφία τους, στην οποία διακρίνει κανείς την κάποτε τρυφερά επιπληκτική αλλά προστατευτική και καθοδηγητική στάση του Σεφέρη προς τον Fermor, ο οποίος, από τη δική του πλευρά, ανταποδίδει στο πρόσωπο του πιστού φίλου του τον σεβασμό που οφείλεται σ’ έναν σπουδαίο ποιητή. («Patrick Leigh Fermor – Γιώργος Σεφέρης, Περιγραφή μιας φιλίας», σ. 85). Στο δεύτερο δοκίμιο ανιχνεύεται η ποιητική (και όχι προσωπική) σχέση ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, ποιητές διαφορετικού προσανατολισμού και εκ διαμέτρου αντίθετης προσωπικότητας, οι οποίοι ωστόσο έχουν κοινές αναφορές, επιδράσεις και προτιμήσεις.

Το πάθος με το οποίο υπηρέτησε τη γραφή, με την τελειότητα της έκφρασης ο «ποιητής από την Κρήτη», όπως τιτλοφορεί το σχετικό με αυτόν κείμενό του ο Δασκαλόπουλος, θεωρείται από τον δοκιμιογράφο ικανός λόγος για να στρέψει την έρευνα στον αδικημένο ως τώρα  και εν πολλοίς άγνωστο πολυπράγμονα δημιουργό Λευτέρη Αλεξίου.

Το δοκίμιο που αναφέρεται στον «ευπατρίδη» της γραφής Νάσο Δετζώρτζη εστιάζει στο ξεχωριστό του ήθος, καθόσον: Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή – την εποχή της βαθιάς μόρφωσης, της έμφυτης ευγένειας και της εξαντλητικής επιμονής στις λεπτομέρειες. («Νάσος Δετζώρτζης, Ένας ευπατρίδης», σ.118)

Η κοινωνική ευαισθησία καθώς και η συνεπής πολιτική στάση σε καίρια ζητήματα της ελληνικής ιστορίας καθιστούν τον Ρόδη Ρούφο μια προσωπικότητα στην οποία ο δοκιμιογράφος επιθυμεί να αναφερθεί εκτενώς, συνδυάζοντας μάλιστα τη συγγραφική του πορεία με τη φιλία που τον συνέδεε με τον Lawrence Durrell.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δοκίμια που αναφέρονται στον Νίκο Γκάτσο και στον Μανόλη Αναγνωστάκη. Το πρώτο γιατί παραθέτει στοιχεία για τον Γκάτσο στην πρώιμη εμφάνισή του στα γράμματα με δείγματα πεζογραφίας, ποίησης και κριτικής (κατά τον Edmund Keeley «ο καλύτερος άτυπος κριτικός, που πέρασε ποτέ από τους κύκλους της ελληνικής κριτικής»), όλα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως για παράδειγμα τα έξι προπολεμικά του ποιήματα, πέντε στη  Νέα Εστία και ένα στον Ρυθμό, ενδεικτικά της παραδοσιακής φόρμας που τότε προτιμούσε ο μετέπειτα καταχωρισμένος ως υπερρεαλιστής ποιητής της «Αμοργού». Στο δοκίμιο για τον Μανόλη Αναγνωστάκη επισημαίνεται η, παρά τα φαινόμενα,  σχέση του με τη σεφερική ποίηση ως προς τον τρόπο γραφής ή καλύτερα ως προς τον «τόνο της φωνής», όπως χρησιμοποιώντας τον όρο του Peter Levi για τον ιδιαίτερο τρόπο της ποιητικής του Σεφέρη ο δοκιμιογράφος θα εντοπίσει το σημείο τομής των δύο ποιητών. Προχωρώντας πιο πέρα από τον συνήθη χαρακτηρισμό του Αναγνωστάκη ως πολιτικού ποιητή (χωρίς φυσικά να τον αναιρεί) θα επισημάνει την κατ’ αυτόν κατηγοριοποίηση του ποιητή ως ερωτικού κυρίως, χρησιμοποιώντας τα λόγια του ποιητή «είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί», που δικαιολογούν εν προκειμένω την άρνηση από τον ίδιο του όρου «ποιητής της ήττας» που συχνά τον ακολουθεί. Αναφερόμενος στον Μανούσο Φάσση (ετερώνυμο του Αναγνωστάκη) θα επισημάνει ως δευτερεύον κοινό σημείο των δύο ποιητών τη σατιρική τους φλέβα. 

Στο δοκίμιό του αναφερόμενο στη σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας  επικεντρώνει στην περίπτωση του Γ.Π. Σαββίδη και στην πλούσια όσο και ενδιαφέρουσα επιφυλλιδογραφία του με κείμενα που, εκτός από την εύστοχη και ευφυώς παρακάμπτουσα τη λογοκρισία της δικτατορίας υπαινικτική αναφορά τους στα κακώς κείμενα, όπως γράφει: συνιστούν εύχημα και αστραφτερά δείγματα ύφους γραφής, που εκόμισαν φρέσκο, ζωογόνο αέρα με τον οποίο προίκισαν τη νεότερη επιφυλλιδογραφία μας. («Λογοτεχνία και δημοσιογραφία, Ο επιφυλλιδογράφος Γ.Π. Σαββίδης», σ. 152).

Το τελευταίο δοκίμιο («Η στήλη αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδικών»), σε διαφορετική θεματική από τα προηγούμενα, σταχυολογεί από τις στήλες λογοτεχνικών περιοδικών την απρόσμενη αλληλογραφία μετέπειτα καταξιωμένων δημιουργών, όταν ακόμη άγνωστοι έστελναν κείμενά τους προς δημοσίευση χωρίς πάντοτε να βρίσκουν την ευκταία ανταπόκριση.


Επισημάνθηκε στη  αρχή του κειμένου αυτού το κριτήριο του ήθους, που επιλέγει ο δοκιμιογράφος για να αναφερθεί στους δημιουργούς ξεχωρίζοντας  αυτό το γνώρισμα πέρα και πάνω από την ποιότητα του έργου τους – ήθος που (μαζί με την οξύνοια) αναμφίβολα χαρακτηρίζει και τον ίδιο για τις λεπτομέρειες που αναδεικνύει ως σημαίνουσας αξίας, για τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις, αφανείς για τους περισσότερους μελετητές. Ας προστεθεί εδώ και μία παρατήρηση που αφορά τον δικό του τρόπο, τόσο προσιτό λόγω ύφους και γλωσσικής επιλογής στον μέσο αναγνώστη, που καθιστά εν συνόλω τη συλλογή αυτή ιδιαίτερης αξίας στον χώρο της δοκιμιακής γραφής, με τα προσωπικά του «χωρικά ύδατα» να αφορούν αναγνωστικά πολύ περισσότερους.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου